«Είμαστε κλιματικά ουδέτεροι» ανακοίνωσε η γερμανική αλυσίδα σούπερ-μάρκετ Aldi Süd. «Θα γίνουμε κλιματικά ουδέτεροι ως το 2040», υπόσχεται ο ενεργειακός κολοσσός RWE. «Το αργότερο μέχρι το 2050» και η τσιμεντοβιομηχανία HeidelbergCement θέλει να παράγει μπετόν με διαδικασίες κλιματικά ουδέτερες. Με απλά λόγια οι επιχειρήσεις αυτές ισχυρίζονται ότι (θα) απορροφούν περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από όσες παράγουν. Είναι η τάση της εποχής και είναι λογικό, επισημαίνει η Σαμπίνε Νάλινγκερ, επικεφαλής της πρωτοβουλίας Stiftung2Grad, που δραστηριοποιείται για την υλοποίηση των στόχων της Συνθήκης των Παρισίων.
«Οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται ότι γίνεται μια αλλαγή και όπως πάντα προσπαθούν να συνδιαμορφώσουν την αλλαγή και όχι να τους διαμορφώσει εκείνη», λέει η Νάλινγκερ και προσθέτει: «Έχει σημασία και η δημόσια συζήτηση που πυροδοτεί για παράδειγμα το κίνημα Fridays for Future. Και οι επιχειρηματίες έχουν οικογένεια και όταν τρώνε όλοι μαζί τα παιδιά θα ρωτήσουν τον μπαμπά ή τη μαμά πόσο έτοιμη είναι η επιχείρησή τους για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του περιβάλλοντος στο μέλλον…»
Έλλειψη σύγκρισης και διαφάνειας
Το Ινστιτούτο για το Κλίμα, το Περιβάλλον και την Ενέργεια με έδρα το Βούπερταλ εκτιμά ότι μέχρι στιγμής τουλάχιστον 500 επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων έχουν θέσει συγκεκριμένους κλιματικούς στόχους. Ασφαλώς πρόκειται για μία ευχάριστη εξέλιξη, που δείχνει ότι ο επιχειρηματικός κόσμος αντιλαμβάνεται την ευθύνη του για την κλιματική αλλαγή. Από την άλλη πλευρά, μία πιο κριτική ματιά της «αυτοδέσμευσης» που επωμίζεται η βιομηχανία οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Κανείς δεν γνωρίζει πώς ακριβώς ορίζεται η «κλιματικά ουδέτερη δράση», ποια στοιχεία ελέγχονται και από ποιον ελέγχονται.
Ο Νίκολας Κράιμπιχ, συνεργάτης του Ινστιτούτου για το Κλίμα, αναφέρει το εξής παράδειγμα: «Ο όρος ‘κλιματικά ουδέτερος' δεν έχει κάποια νομική κατοχύρωση - μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Μία επιχείρηση θα μπορούσε για παράδειγμα να εστιάσει σε ένα μικρό κομμάτι της δραστηριότητάς της για να ισχυριστεί ότι είναι κλιματικά ουδέτερη, ενώ την ίδια στιγμή θα αντισταθμίσει εκπομπές ρύπων σε άλλους τομείς, αγοράζοντας μεγαλύτερο μερίδιο στο εμπόριο ρύπων. Για τον Νίκολας Κράιμπιχ αυτό δεν είναι παρά …greenwashing: η επιχείρηση βάζει απλώς στο προϊόν της ένα «πράσινο μακιγιάζ» για να το κάνει πιο ελκυστικό, αν και επί της ουσίας δεν υλοποιεί περιβαλλοντικούς στόχους.
Υπό εξέταση ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής
Πώς διασφαλίζεται η απαραίτητη διαφάνεια; Για να γίνει αυτό, λέει ο Νίκολας Κράιμπιχ, «μία επιχείρηση θα πρέπει να καταγράφει τους ρύπους που προκαλούνται σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής, να βελτιώνει τις δικές της διαδικασίες και μόνο σε ένα τελευταίο στάδιο, εκεί που δεν μπορεί να αποφύγει τους ρύπους, να καταφεύγει στην αγορά δικαιωμάτων». Διαφορετικά, επισημαίνει ο γερμανός ειδικός, η πιστοποίηση «κλιματικά ουδέτερος» δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο.
Περισσότερη διαφάνεια απαιτεί ακόμη και η κλασική χρηματοπιστωτική βιομηχανία. Ο γενικός διευθυντής της Blackrock Λάρι Φινκ σε πρόσφατη επιστολή του προς τις επιχειρήσεις, στις οποίες συμμετέχει η εταιρία του, απευθύνει έκκληση για «ενιαίες προδιαγραφές με παγκόσμια ισχύ». Μόνο έτσι, υποστηρίζει, θα μπορούν οι επενδυτές να αξιολογήσουν τη στρατηγική των επιχειρήσεων για την επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Πηγή: Deutsche Welle