Η απόδοση παγίου κεφαλαίου, η οποία κατέρρευσε το 2009 λόγω της παγκόσμιας κρίσης - και η οποία έχει αρχίσει να βελτιώνεται έκτοτε - είναι και σήμερα ακόμη κάτω από τα επίπεδα της προ κρίσης περιόδου. Παρ’ όλα αυτά, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν σταματήσει να επενδύουν στην ελληνική οικονομία, τονίζει ο ΣΕΒ στην εβδομαδιαία έκδοσή του.
Σε σταθερές τιμές 2010, οι μέσες ετήσιες επενδύσεις της μεταποίησης, στη δεκαετία της ευημερίας με δανεικά, ανήλθαν προ κρίσης σε €2,6 δισ., όσο περίπου και την περίοδο των Μνημονίων, της προσαρμογής και της μεγάλης ύφεσης. Το 2016, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανήλθαν σε €3,1 δισ., που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας, αυξανόμενες με μέσο ετήσιο ρυθμό +15,7% από το 2013 και μετά, υποστηρίζει ο ΣΕΒ «καρφώνοντας» τη ΓΣΕΕ καθώς όπως αναφέρει «η εικόνα αυτή, όμως, δεν αναδεικνύεται στη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για το κόστος εργασίας και τα περιθώρια κέρδους στα χρόνια των Μνημονίων».
«Αντιθέτως», υποστηρίζει επιλέγεται μια «ξύλινη» και δογματική ερμηνεία του τρόπου λειτουργίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων, στη βάση των εξελίξεων στα εισοδηματικά μερίδια εργασίας και κεφαλαίου (δίκην οικονομικού αυτοματισμού). Σύμφωνα με τη διανεμητική αυτή λογική, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας (που το αντίστροφο του αποτυπώνει κατά προσέγγιση το μερίδιο των κερδών) πρέπει να παραμένει σταθερό, με τις τιμές να αυξομειώνονται ώστε να αντανακλούν πλήρως τις μεταβολές στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Κάτι τέτοιο, όμως, παραβλέπει το γεγονός ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν έλεγχο πάνω στις τιμές των προϊόντων που παράγουν για εξαγωγές ή υποκατάσταση εισαγωγών, αφού οι τιμές αυτές καθορίζονται στις διεθνείς αγορές.
Επίσης, εγκαλούνται οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους τώρα που πέφτει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ώστε να κερδίσουν μερίδιο αγοράς, λησμονώντας την τεράστια αύξηση των αμοιβών της εργασίας κατά 50,4% στη δεκαετία 2000-2010, όταν η παραγωγικότητα της εργασίας μειωνόταν κατά -1,4%!»
Αυτό, συνεχίζει ο ΣΕΒ, ήταν αποτέλεσμα συνεχών αυξήσεων των μισθολογικών αμοιβών, κάτω από ένα στρεβλό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, που οδήγησε τις μεταποιητικές επιχειρήσεις σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας (καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να περάσουν τις αυξήσεις στο εργατικό κόστος στις τιμές), σε συρρίκνωση της μεταποιητικής παραγωγής, σε τεράστια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας και, εν τέλει, στην κρίση χρέους.
Και συνεχίζει ο ΣΕΒ: «Ακόμη και ο Στάλιν αναγνωρίζοντας τη σχέση κόστους/τιμής πώλησης των προϊόντων, επέπληττε τους συντρόφους που ήθελαν χαμηλές τιμές στο ψωμί και υψηλές τιμές στο αλεύρι προκειμένου να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα τους εργάτες και τους αγρότες. Έχει, ίσως έλθει η ώρα για το συνδικαλιστικό κίνημα και τους εκπροσώπους του να κάνουν την υπέρβαση και να νοιάζονται και για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του παραγωγικού και ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας (διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών) που δίνουν διατηρήσιμες και καλές θέσεις εργασίας και αμοιβές στους εργαζόμενους, σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία και όχι να οδηγούν τις επιχειρήσεις, όπως στο παρελθόν, στην απαξίωση μέσω μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων πέραν της κοινής λογικής και του καλώς εννοούμενου συμφέροντος των εργαζομένων.
Ήδη ο ΣΕΒ έχει θέσει μια σειρά από μη μισθολογικά ζητήματα, πέραν μιας συμφωνίας επί των κατευθυντήριων γραμμών για αποτελεσματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, προς συζήτηση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, που αφορούν στην εποχή μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018.