Με αφορμή και πρόσφατες εξελίξεις στην ελληνική αγορά, η αξία και το έργο των ελεγκτικών εταιρειών έχουν αναδειχθεί -απολύτως σωστά- σε ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Βusiness News Magazine προχώρησε σε μια σημαντική έρευνα για την καταγραφή των εταιρειών του κλάδου, των σημαντικότερων πελατών τους, αλλά και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν σήμερα στην Ελλάδα.
Γράφει ο Δημήτρης Τσουκαλάς
Η δουλειά των ορκωτών ελεγκτών λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών μπορεί να μοιάζει -σε κάποιους- απλή, αλλά είναι ιδιαίτερα σύνθετη και πολύπλοκή. Επίσης -ειδικά υπό το φως πρόσφατων εξελίξεων στην αγορά- το έργο των εταιρειών αυτών είναι και εξαιρετικά σημαντικό. Η προστασία του δημοσίου συμφέροντος και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης του επενδυτικού κοινού στις ελληνικές επιχειρήσεις αποτελεί ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας στη δύσκολη περίοδο γενικευμένης ύφεσης που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια η χώρα μας. Οι συνθήκες αυτές μπορούν να διασφαλιστούν μόνο από την παρουσία ποιοτικών και ανεξάρτητων ελεγκτικών μηχανισμών, που έχουν στόχο να ενισχύσουν τη διαφάνεια και την ακεραιότητα των οικονομικών καταστάσεων που οι εταιρείες δημοσιεύουν.
Ελέγχοντας την «ελίτ»
Με τη συνδρομή της τράπεζας πληροφοριών και οικονομικών στοιχείων, Direction Business Reports, το Businesss News Μagazine προχώρησε, με βάση τους δημοσιευμένους ισολογισμούς, σε μια καταγραφή των ελεγκτικών εταιρειών που καλύπτουν τις ανάγκες των 1.000 μεγαλύτερων επιχειρήσεων (βάσει κύκλου εργασιών 2016) στην ελληνική αγορά και υπογράφουν τις οικονομικές εκθέσεις και τους ισολογισμούς τους. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, οι 10 μεγαλύτερες ελεγκτικές εταιρείες έχουν στο πελατολόγιό τους το 83% του top1000 της ελληνικής αγοράς. Το μεγαλύτερο μερίδιο σε αυτήν τη λίστα παρουσιάζεται να έχει η ΣΟΛ Α.Ε., ενώ ακολουθούν με σειρά κατάταξης οι PwC, Grant Thornton, Deloitte, EY, KPMG, PKF, BDO, Ελληνική Ελεγκτική και Μazars. Αξίζει να σημειωθεί πως οι πρώτες τρεις ελεγκτικές εταιρείες καλύπτουν πάνω από το 50% των κορυφαίων επιχειρήσεων, καθώς και ότι -όπως φαίνεται στον σχετικό πίνακα- όλες οι εταιρείες της πρώτης δεκάδας έχουν σημαντικές επιχειρήσεις στο πελατολόγιο τους.
Τα οικονομικά του κλάδου
Όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις των ελεγκτικών εταιρειών και από την ανάλυση του συνοπτικού ομαδοποιημένου ισολογισμού, ο οποίος συντάχθηκε βάσει δείγματος 17 ελεγκτικών εταιρειών για τη διετία 2015-2016, προκύπτουν τα εξής: ο συνολικός κύκλος εργασιών το 2016 ανήλθε στα 181,29 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 0,91% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το 52,94% (9 εταιρείες) των υπό εξέταση επιχειρήσεων αύξησαν τις πωλήσεις τους το 2016.
Τα συνολικά μικτά κέρδη για το 2016 ανήλθαν στα 40,02 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 2,16% σε σχέση με το 2015, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα προ φόρων για το 2016 παρέμεινε για ακόμη μια χρονιά κερδοφόρο και διαμορφώθηκε στα 12,46 εκατ. ευρώ, σημαντικά αυξημένο κατά 18,27% έναντι του 2015. Μάλιστα το 94,12% (16 εταιρείες) των υπό εξέταση επιχειρήσεων είχαν κερδοφορία (κέρδη προ φόρων) για το 2016.
Επίσης, οι επιχειρήσεις διέθεταν για το 2016, συνολικό μετοχικό κεφάλαιο 9,96 εκατ. ευρώ (μειωμένο κατά 1,19% σε σχέση με το 2015) και συνολικά ίδια κεφάλαια ύψους 37,39 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 3,62% έναντι του 2015. Οι συνολικές υποχρεώσεις (μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες) ανήλθαν στα 87,71 εκατ. ευρώ το 2016 (αυξημένες κατά 2,58% σε σχέση με το 2015). Το γενικό σύνολο ενεργητικού το 2016 ανήλθε στα 125,1 εκατ. ευρώ, ενισχυμένο κατά 2,89%. Το 2016 οι επιχειρήσεις είχαν μικτό περιθώριο κέρδους 22,07% και εργάστηκαν με καθαρό περιθώριο κέρδους 6,88%. Η σχέση ξένων προς ίδια κεφάλαια για το 2016 διαμορφώθηκε στο 2,35%.
Στην κατάταξη με βάση τον κύκλο εργασιών του 2016 η PwC βρίσκεται στην πρώτη θέση, ενώ το top 10 συμπληρώνουν με σειρά κατάταξης οι ΣΟΛ, ΕΥ, Deloitte, Grant Thornton, ΚPMG, Mazars, PKF Ευρωελεγκτική, ΒDO και Delta Partners.
Οι προκλήσεις στον κλάδο
Ωστόσο, πέρα από τα στοιχεία των ισολογισμών και τα δεδομένα των αριθμών, το Business News Magazine, προκειμένου να μπορέσει να αναδείξει πλήρως τις συνθήκες αλλά και τις προκλήσεις που αποτελούν χαρακτηριστικά του κλάδου, ήρθε σε επαφή με τους επικεφαλής κάποιων από τις σημαντικότερες ελεγκτικές εταιρείες στη χώρα. Ένας εξ αυτών ήταν ο Ιωάννης Β. Καλογερόπουλος Πρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος της BDO Greece, που αποτελεί ανεξάρτητο μέλος του παγκόσμιου δικτύου της BDO International, του 5ου μεγαλύτερου δικτύου παροχής ελεγκτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών παγκοσμίως. Οι εταιρείες-μέλη της δραστηριοποιούνται σε 162 χώρες και απασχολούν 74.000 άτομα προσωπικό. Ο συνολικός τζίρος τους για το 2017 ξεπέρασε τα 8,1 δισ. δολάρια. «Οι ελεγκτικές και συναφείς υπηρεσίες που παρέχουμε, αποτελούν το 65% και άνω του συνολικού μας τζίρου. Δεν έχουμε, δηλαδή, παρεκκλίνει από αυτό που θα έπρεπε να είμαστε: μια κατ’ ουσίαν ελεγκτική εταιρεία», μας αναφέρει ο κ. Καλογερόπουλος. Όταν τον ρωτάμε για τις συνθήκες σήμερα στον κλάδο, σημειώνει πως η ελληνική αγορά, όπως άλλωστε κάθε αγορά, έχει τις ιδιαιτερότητες και τις προκλήσεις της και αναφέρει πως «συμβαίνει δε το εξής παράδοξο: ενώ η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με τζίρους χαμηλότερους των 10 εκατ. ευρώ, αντί να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Πορτογαλίας ή της Γαλλίας σχετικά με τα όρια ελέγχου που κυμαίνονται από 3 εκατ. έως 5 εκατ. ευρώ τζίρο, έχουμε υιοθετήσει τη λογική της Γερμανίας, με όρια που ξεπερνούν τα 8 εκατ. ευρώ. Συνεπώς, μένει ένας πολύ μικρότερος αριθμός εταιρειών που εμπίπτουν στα όρια του υποχρεωτικού ελέγχου. Εάν συνυπολογίσουμε τις δραματικές μειώσεις που έχουν υποστεί οι επιχειρήσεις τα εννέα τελευταία χρόνια στα έσοδά τους, ή ακόμη και πόσες από αυτές έχουν σταματήσει τη λειτουργία τους, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μικρότερη έχει καταστεί η πίτα και πόσα χρόνια ακόμη χρειάζονται για να επανέλθουμε σε προ κρίσης επίπεδα».
Ακόμη, ο κ. Καλογερόπουλος τονίζει πως η ελληνική αγορά είναι πίσω σε ό,τι αφορά τις τεχνολογικές εξελίξεις. «Φυσικά, δεν αναφέρομαι στις πολυεθνικές, που ακολουθούν το παράδειγμα των μητρικών τους εταιρειών, αλλά τις μικρομεσαίες ελληνικές οικογενειακές επιχειρήσεις. Λειτουργούν ακόμη με έναν τρόπο παραδοσιακό, βασισμένο στο χαρτί και τη “χέρι με χέρι” πρακτική. Είναι δύσκολο στις δεδομένες συνθήκες να εκπαιδεύσεις τους πελάτες σου να χρησιμοποιήσουν ένα shared service center ή να τους πείσεις ότι ο έλεγχος των πληροφοριακών τους συστημάτων (IS Audit) είναι βασική συνισταμένη ενός αποτελεσματικού τακτικού ελέγχου», μας εξηγεί.
Επίσης, συμπληρώνει πως «στο διεθνές τοπίο, είναι σαφές πια ότι οι εταιρείες-μέλη των διεθνών ελεγκτικών δικτύων είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Οι εποπτεύουσες αρχές γίνονται όλο και πιο απαιτητικές, ειδικά σε χώρες με πιο αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Ολλανδία. Ασκείται, λοιπόν, πίεση σε όλα τα μέλη, ανεξαρτήτως πού βρίσκονται, να διατηρούν ακόμη υψηλότερα πρότυπα ποιότητας, τόσο κατά την εκτέλεση των εργασιών τους, όσο και στον τρόπο εσωτερικής τους οργάνωσης και την αξιολόγηση του εσωτερικού τους συστήματος ποιότητας, γεγονός που απαιτεί τη δέσμευση ανθρωπίνων πόρων και κεφαλαίων».
Καταλήγει δε υπογραμμίζοντας πως «παρ’ όλες όμως τις αυξημένες απαιτήσεις και τη συρρίκνωση της ελεγκτικής αγοράς, ο έλεγχος είναι και θα παραμείνει η βασική μας δραστηριότητα, καθώς συμμεριζόμαστε τον διεθνή προβληματισμό για πλήρη διαχωρισμό των εταιρειών του κλάδου μας, σε αμιγώς ελεγκτικές και αμιγώς συμβουλευτικές».
Από τη μεριά του, ο Βασίλειος Καμινάρης, Επικεφαλής Τμήματος Υπηρεσιών Διασφάλισης, ΕΥ Ελλάδος, όσον αφορά τη φύση της εταιρείας σημειώνει πως «οι ελεγκτικές δραστηριότητες αποτελούν βασική υπηρεσία της ΕΥ, ενώ η εταιρεία έχει καθιερωθεί πλέον ως κορυφαία στον κλάδο. Σήμερα, έχουμε τη χαρά να έχουμε επεκτείνει τις υπηρεσίες μας και σε άλλους τομείς, ωστόσο ο έλεγχος ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι βασική υπηρεσία της ΕΥ. Συνεχίζουμε να αναπτυσσόμαστε, να εξελισσόμαστε και να προσαρμοζόμαστε στις απαιτήσεις των καιρών, παρέχοντας πάντα υπηρεσίες υψηλής ποιότητας με ήθος και ακεραιότητα. Ο έλεγχός μας βασίζεται στη σύνθεση της κατάλληλης ομάδας ελέγχου, η οποία περιλαμβάνει ειδικούς από όλα τα απαραίτητα γνωστικά αντικείμενα, ώστε να αντιμετωπιστούν τα πιο σύνθετα θέματα, χρησιμοποιώντας μια μεθοδολογία δοκιμασμένη διεθνώς, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των πιο πρόσφατων και υψηλής ποιότητας εργαλείων ελέγχου».
Όταν τον ρωτάμε για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει μια εταιρεία σαν την ΕΥ όσον αφορά το ελεγκτικό της έργο σε ελληνικές επιχειρήσεις, είναι σαφής: «Το ρυθμιστικό περιβάλλον για το ελεγκτικό επάγγελμα βρίσκεται σε μία διαρκή μεταβολή. Στη σημερινή εποχή, τα πάντα γύρω μας μετασχηματίζονται με γρήγορους ρυθμούς - το ίδιο συμβαίνει και με το επάγγελμά μας. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, το διεθνές κανονιστικό πλαίσιο, οι νέοι κανονισμοί και οι οδηγίες αποτελούν διαρκείς προκλήσεις.
Στις προκλήσεις αυτές, όμως, θα ήθελα να προσθέσω και τον τεχνολογικό και ψηφιακό μετασχηματισμό. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία και τα νέα εργαλεία προσφέρουν νέες δυνατότητες στο επάγγελμά μας, βοηθώντας να ξεπεράσουμε σκοπέλους του παρελθόντος. Την ίδια στιγμή, όμως, αποτελούν και έναν κίνδυνο, καθώς όποιος δεν προσαρμόζεται, μένει πίσω. Οι ισχυρές και ανεξάρτητες υπηρεσίες διασφάλισης αποτελούν μια έγκαιρη και εποικοδομητική πρόκληση προς τη διοίκηση μιας εταιρείας, παρέχουν στις επιτροπές ελέγχου τη δυνατότητα καθαρής προοπτικής κατά τη διενέργεια των καθηκόντων τους, καθώς και σημαντική πληροφόρηση προς τους επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς. Τα οφέλη του ελέγχου πηγάζουν από την ευρεία εμπειρία και κατάρτιση που διαθέτουμε, από τις εξειδικευμένες μας γνώσεις, καθώς και από τις πιο πρόσφατες και σύγχρονες μεθοδολογίες που εφαρμόζονται παγκοσμίως».
Στο χώρο των ελεγκτικών εταιρειών σημαντική είναι και η παρουσία της KPMG. Όπως μας ενημερώνει ο Νικόλαος Βουνισέας, Γενικός Διευθυντής, Επικεφαλής Ελεγκτικού Τμήματος, KPMG, «οι ελεγκτικές δραστηριότητες ήταν και θα είναι ο βασικός κορμός της εταιρείας μας στην Ελλάδα και διεθνώς. Στην Ελλάδα καλύπτουν περίπου το 50% του κύκλου εργασιών μας, ενώ διεθνώς το 40%».
Όσον αφορά τις προκλήσεις για τις ελεγκτικές εταιρείες στην Ελλάδα, ο κ. Βουνισέας μας αναφέρει ότι είναι παρόμοιες με αυτές των άλλων χωρών και συμπληρώνει πως «το διεθνές κανονιστικό πλαίσιο έχει επιδράσει στον τρόπο λειτουργίας των ελεγκτικών εταιρειών, καθώς δίνεται πολύ μεγάλη σημασία στην ανεξαρτησία των ελεγκτικών εταιρειών και σε θέματα ποιότητας του ελέγχου. Κατά συνέπεια, οι ελεγκτικές εταιρείες αυξάνουν τις επενδύσεις τους σε θέματα εκπαίδευσης, αναζήτησης εξειδικευμένων στελεχών και αξιοποίησης της τεχνολογίας».
Ακόμη υπογραμμίζει πως «η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελεγκτικές εταιρείες είναι ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ τους, που σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αλλαγές στη νομοθεσία που αφορούν στην υποχρεωτική αλλαγή των ελεγκτικών εταιρειών, οδήγησε και στη μείωση των αμοιβών του τακτικού ελέγχου. Επιπλέον, η οικονομική κρίση επηρέασε το ελεγκτικό έργο, καθώς προέκυψαν σύνθετα λογιστικά θέματα όπως ο υπολογισμός της εύλογης αξίας, η εκτίμηση απομείωσης των απαιτήσεων αλλά και η σωστή εφαρμογή της αρχής της συνέχισης της λειτουργίας των εταιρειών.