Συγκρατημένη αισιοδοξία είναι το βασικό συμπέρασμα της 4ης ετήσιας έκθεσης του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών όπου παρουσιάζονται τα παραγωγικά και οικονομικά στοιχεία του κλάδου, αλλά και οι εκτιμήσεις και προοπτικές για την περαιτέρω ανάπτυξή του.
Πιο συγκεκριμένα, μετά από μια τετραετή περίοδο προσαρμογής, την χρονιά που πέρασε η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε στους 112.000 τόνους, αξίας άνω των 546 εκ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 6,6% ως προς τον όγκο και 0,4% ως προς την αξία πωλήσεων καθώς η μέση τιμή των δύο ειδών παρουσίασε μείωση. Παράλληλα, η παραγωγή για το 2018 εκτιμάται ότι θα κινηθεί περίπου στα ίδια επίπεδα με το προηγούμενο έτος.
Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 10% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και ανήλθαν σχεδόν στους 91.000 τόνους, ενώ σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του 1ου εξαμήνου του 2018 η εξαγωγική δραστηριότητα θα παραμείνει στα ίδια επίπεδα.
Ως ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της χρόνιας που πέρασε ήταν η λειτουργία της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας, ενός νέου ιδιωτικού φορέα με κύριο στόχο την υλοποίηση δράσεων προώθησης, ενώ ως μια από τις κυριότερες προκλήσεις παραμένει η εμπρόθεσμη ίδρυση των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ).
Ο Πρόεδρος του ΣΕΘ κ. Αντ. Χαχλάκης, με αφορμή την έκδοση της ετήσιας έκθεσης δήλωσε πως «ο κλάδος επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τον εξαγωγικό του χαρακτήρα και την διεθνή αποδοχή των ποιοτικών και με υψηλή διατροφική αξία προϊόντων. Ωστόσο, αν και η έκθεση αποτελεί μια καταγραφή των γεγονότων του έτους που πέρασε, το 2018 ο κλάδος έχει δεχθεί πολύ ισχυρές πιέσεις λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού από την γείτονα χώρα καθώς η αυξημένη παραγωγή τους σε συνδυασμό με την υποτίμηση της τουρκικής λίρας έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας. Παρά τις όποιες πιέσεις ο κλάδος θα διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά του και θα παραμείνει πυλώνας ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας.