Της Δήμητρας Μανιφάβα
Η αντιμετώπιση του διαρκώς αυξανόμενου ανταγωνισμού από την Τουρκία αναμένεται να είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του νέου μεγάλου επιχειρηματικού σχήματος που πρόκειται να δημιουργηθεί στον κλάδο των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών. Η εξαγορά των «Νηρεύς» και «Σελόντα» από τον Όμιλο Ανδρομέδα που φέρνει μαζί του τα κεφάλαια του fund Amerra και της Μubadala Investment Company, του κρατικού επενδυτικού οργανισμού των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και η δημιουργία ενός πρωταθλητή στην κατηγορία της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας είναι ίσως η μοναδική -ή τουλάχιστον η μόνη ορατή αυτή τη στιγμή- λύση για την ανακοπή της τουρκικής εξάπλωσης.
Στο μήνυμά του με αφορμή την δημοσιοποίηση της ετήσιας έκθεσης του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), ο πρόεδρος του ΣΕΘ και επικεφαλής του Ομίλου Ανδρομέδα και πλέον και της «Νηρεύς» κ. Αντώνης Χαχλάκης δεν έκρυψε τον προβληματισμό του. «Ο κλάδος επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τον εξαγωγικό του χαρακτήρα και την διεθνή αποδοχή των ποιοτικών και με υψηλή διατροφική αξία προϊόντων. Ωστόσο, αν και η έκθεση αποτελεί μια καταγραφή των γεγονότων του έτους που πέρασε, το 2018 ο κλάδος έχει δεχθεί πολύ ισχυρές πιέσεις λόγω του αυξανόμενου ανταγωνισμού από την γείτονα χώρα καθώς η αυξημένη παραγωγή τους σε συνδυασμό με την υποτίμηση της τουρκικής λίρας έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό περιβάλλον για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας», σχολίασε μεταξύ άλλων.
Στην ίδια την έκθεση δε γίνεται η ακόλουθη επισήμανση: «Δημιουργεί έντονο προβληματισμό η αύξηση των μεριδίων αγοράς της Τουρκίας, κύριου ανταγωνιστή της Ελλάδας σε όλες τις παραδοσιακές και νέες αγορές, καθώς οι κρατικές ενισχύσεις που λάμβαναν μέχρι πρόσφατα οι Τούρκοι παραγωγοί, τους επιτρέπουν να διαθέτουν το προϊόν τους σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Σε ορισμένες αγορές η διαφορά μπορεί να πλησιάσει και το 1 ευρώ/κιλό, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες άνισου ανταγωνισμού έναντι των Ευρωπαίων παραγωγών».
Τα ίδια τα στοιχεία δίνουν μια πιο σαφή εικόνα. Καταρχάς, η Τουρκία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει εκτοπίσει την Ελλάδα από την πρώτη θέση στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού, συνέχισε και το 2017 να υπερτερεί, ενώ το ίδιο προβλέπεται και για το 2018. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού της Τουρκίας διαμορφώθηκε στους 156.000 τόνους το 2017 ενώ το 2018 προβλέπεται να φτάσει τους 165.000 τόνους.
Αν και η Ελλάδα παραμένει ο βασικός προμηθευτής στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η Τουρκία σε αρκετές από αυτές ενισχύει το μερίδιό της. Κυριότερη αγορά είναι η Ιταλία, απορροφώντας το 36% της ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού και το 2017 μάλιστα αυτές σημείωσαν αύξηση (κατά 4,71% η τσιπούρα και κατά 2,33% το λαβράκι). Η Ιταλία εισάγει από την Ελλάδα το 60,4% των αναγκών της σε αυτά τα δύο είδη. Το 2017 μειώθηκαν μεν σημαντικά οι εξαγωγές τουρκικής τσιπούρας προς την Ιταλία κατά 27,03%, αλλά την περίοδο 2013-2016 οι σχετικές ποσότητες έχουν τριπλασιασθεί.
Στην Ισπανία η τουρκική τσιπούρα αποτελεί πλέον το 20% των συνολικών εισαγωγών που κάνει η χώρα στο εν λόγω είδος έναντι μεριδίου 46,44% της Ελλάδας. Ωστόσο, οι εξαγωγές της Ελλάδας υποχώρησαν σε σύγκριση με το 2016 κατά 11,35% ενώ την ίδια ώρα οι εξαγωγές τσιπούρας της Τουρκίας προς την Ισπανία αυξήθηκαν κατά 27,80%.
Το 2017 εισήχθησαν στη Γαλλία 13.001 τόνοι νωπής τσιπούρας εκ των οποίων οι 7.325 τόνοι, δηλαδή σχεδόν το 56,34%, προήλθαν από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2016, παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών από την Ελλάδα κατά 30,5%, ενώ οι συνολικές εισαγωγές του είδους στη χώρα αυξήθηκαν κατά 22,9%. Η Τουρκία έχει μεν πολύ χαμηλότερο μερίδιο, μόλις 8% στη γαλλική αγορά, όμως οι ποσότητες που εισήχθησαν στην Γαλλία από τη γείτονα αυξήθηκαν κατά 86,7%.
To 2017 εκτιμάται ότι πωλήθηκαν συνολικά περίπου 91.000 τόνοι ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού, εκ των οποίων το 57,34% ήταν τσιπούρα και το 42,66% λαβράκι. Το 2017 οι εξαγωγές ανήλθαν στο 81% της παραγωγής. Όσον αφορά στην κατανομή των εξαγωγών το 98% πωλήθηκε σε χώρες της Ευρώπης και το 2% στη Β. Αμερική και σε τρίτες χώρες. Ειδικότερα, το 44% των εξαγωγών ψαριών ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας κατευθύνεται προς την Ιταλία, το 16% προς την Ισπανία, το 13% προς τη Γαλλία, το 11% στην Πορτογαλία, το 4% στη Γερμανία, από 3% σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ολλανδία, 4% σε λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υπόλοιπο 2% σε τρίτες χώρες.