Την άμεση κατάργηση των ρυθμίσεων του Ν.4203/2013 (ΦΕΚ 235Α, 1.11.2013) που αφορούν στο “Μεταβατικό Τέλος Ασφάλειας Εφοδιασμού” ζητά ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ).
«Το άρθρο 17 του εν λόγω νόμου θεσμοθέτησε ένα δυσβάσταχτο “Μεταβατικό τέλος ασφάλειας εφοδιασμού”, το οποίο έρχεται να προστεθεί σε ένα σύνολο επαχθών ρυθμίσεων που έχουν περικόψει δραστικά τα προσδοκώμενα έσοδα των φωτοβολταϊκών σταθμών και απειλούν πλέον την ίδια τη βιωσιμότητά τους,» αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση.
«Το νέο αυτό τέλος προτείνεται ως πηγή εσόδων για τις “υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου” που αποσκοπούν στην παροχή χαμηλότερων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία. Στην ουσία, πρόκειται για συγκαλυμμένο φόρο υπέρ τρίτων και είναι μέτρο προφανώς ευάλωτο νομικά.
Το διακοπτόμενο τιμολόγιο πρόκειται να δοθεί συλλήβδην χωρίς να βασίζεται σε πραγματική παροχή της υπηρεσίας εφεδρείας μέσω καταναλωτών. Άρα σε κάθε περίπτωση δημιουργείται ένα χρηματικό έλλειμμα στους προμηθευτές, το οποίο καλύπτεται από τον Διαχειριστή, ο οποίος πλέον θα έχει έλλειμμα, το οποίο καλούνται να καλύψουν όλοι οι ηλεκτροπαραγωγοί και μάλιστα με μη αναλογικό τρόπο.
Ως γνωστόν, οι ΑΠΕ αποζημιώνονται με σταθερές εγγυημένες τιμές και συνεπώς δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν την επιβάρυνση του νέου τέλους στο τιμολόγιο τους, γεγονός που σημαίνει πως θα την υποστούν στο σύνολό της ως απομείωση της όποιας κερδοφορίας τους. Αντιθέτως, οι συμβατικοί παραγωγοί μπορούν να τη μετακυλήσουν στις ημερήσιες προσφορές έγχυσης που υποβάλλουν στον Διαχειριστή στο πλαίσιο του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (ΗΕΠ). Έτσι στην πράξη, οι ΑΠΕ θα επιδοτήσουν τα χαμηλά τιμολόγια των μεγάλων καταναλωτών ενέργειας.
Η στρέβλωση της προτεινόμενης ρύθμισης γίνεται ακόμη πιο σκανδαλώδης αν αναλογιστεί κανείς πως τα φωτοβολταϊκά καλούνται να επωμιστούν το βάρος μιας υπηρεσίας για την οποία ουσιαστικά θα έπρεπε να αμείβονται! Η επιλογή της διακοψιμότητας έχει νόημα όταν ο Διαχειριστής δεν έχει την τεχνική δυνατότητα να καλύψει τις ανάγκες της ζήτησης κάποιες συγκεκριμένες ώρες. Τις ώρες όμως που τα φωτοβολταϊκά εγχέουν στο σύστημα (κυρίως μεσημεριανές), ο Διαχειριστής δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα επάρκειας, καθώς τα εγκατεστημένα φωτοβολταϊκά έχουν εξαλείψει τις μεσημεριανές αιχμές της ζήτησης, κάτι που αναγνωρίζεται πλέον από όλους και κυρίως από τον ίδιο τον Διαχειριστή!
Η διακοψιμότητα επιλέγεται για να μη χρειαστεί η έγχυση ακριβής ενέργειας από μονάδες εφεδρείας, κάτι που θα επιβάρυνε την Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ). Όπως όμως έχει αποδειχθεί στην πράξη, η μεγάλη διείσδυση των φωτοβολταϊκών όχι μόνο έχει εξαλείψει τις μεσημεριανές αιχμές της ζήτησης, αλλά έχει οδηγήσει και σε σημαντική μείωση της ΟΤΣ. Παρόλα αυτά, τα φωτοβολταϊκά καλούνται να καλύψουν και πάλι το κενό που δημιουργούν οι στρεβλώσεις της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Κατά ένα περίεργο τρόπο μάλιστα, το προτεινόμενο τέλος δεν είναι ανάλογο της παραγόμενης από κάθε τεχνολογία ενέργειας, αλλά ανάλογο των συνολικών καθαρών εσόδων των παραγωγών. Έτσι όμως ευνοείται η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη και τιμωρούνται πρωτίστως τα φωτοβολταϊκά και μελλοντικά και οι μονάδες βιοαερίου.
Για τους παραπάνω λόγους, ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών προτείνει την απόσυρση των ρυθμίσεων που επιβάλλουν το νέο επαχθές τέλος.»