Της Ειρήνης Αεράκη, Supervising Senior Advisor, Συμβουλευτικό Τμήμα, KPMG
Η 2η οδηγία για τις υπηρεσίες πληρωμών (PSD2, οδηγία 2015/2366) τέθηκε σε εφαρμογή τον Ιανουάριο 2018, ενώ ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία τέσσερεις μήνες αργότερα, με τον νόμο 4537/2018. Πρόκειται για τη νέα αναθεωρημένη οδηγία, η οποία προκάλεσε έναν αξιοσημείωτο μετασχηματισμό για τον τραπεζικό τομέα.
Η PSD2 έρχεται να θέσει τους κανόνες για την εξασφάλιση της ασφάλειας των συναλλαγών και προστασίας των συναλλασσομένων, ταυτόχρονα με την προστασία των χρηματοοικονομικών δεδομένων των χρηστών, θεσπίζοντας αυστηρές προδιαγραφές ασφαλείας αναφορικά με τις ηλεκτρονικές πληρωμές. Επεκτείνει την εμβέλεια της PSD1, συμπεριλαμβάνοντας τις περιπτώσεις συναλλαγών όπου τουλάχιστον ένα, και όχι πλέον και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, βρίσκεται εντός των συνόρων της ΕΕ. Επεκτείνει επίσης τον ορισμό του «Ιδρύματος Πληρωμών» σε νέους τύπους υπηρεσιών πληρωμών, αλλάζοντας έτσι τη μορφή του ανταγωνισμού στις συναλλαγές λιανικής τραπεζικής.
Βασικές Αλλαγές
Ανοίγει η αγορά στους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών, για δύο ακόμα υπηρεσίες πληρωμών (Εκκίνησης Πληρωμών και Πληροφοριών Λογαριασμού Πληρωμών), προωθώντας την καινοτομία και την τόνωση του ανταγωνισμού. Στις υπηρεσίες αυτές προσαρμόζονται όλες οι υποχρεώσεις και περιορισμοί αντίστοιχα με τις προ-υπάρχουσες υπηρεσίες.
Προκειμένου οι Πάροχοι να είναι σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, θα πρέπει να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες των τραπεζικών λογαριασμών των πελατών τους. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες καλούνται να «ανοίξουν» τους λογαριασμούς των πελατών τους προς τους Παρόχους των παραπάνω υπηρεσιών, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα να εφαρμόσουν μια ειδική πλατφόρμα σύνδεσης των Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών με τα Πιστωτικά Ιδρύματα, τα “Application Programming Interface - API”, με σκοπό την ασφαλή και απρόσκοπτη ανταλλαγή πληροφοριών.
Η πρόσβαση των νέων παρόχων στις πληροφορίες τραπεζικών λογαριασμών πελατών, απαιτεί υψηλά πρότυπα ασφαλείας για την εξασφάλιση της προστασίας των δεδομένων των χρηστών καθώς και την ασφάλεια των συναλλαγών. Στην οδηγία λοιπόν, τυποποιείται και ενισχύεται η προώθηση ηλεκτρονικών υπηρεσιών και συναλλαγών, για την ασφάλεια των οποίων τίθενται απαιτήσεις ισχυρής ταυτοποίησης πελάτη, ενώ απαιτούνται νέες τεχνολογίες και συστήματα για την επίτευξη πλήρους συμμόρφωσης (3D secure).
Με μια σειρά από υποχρεώσεις πελατοκεντρικής διαχείρισης παραπόνων, επίλυσης διαφορών και ενημέρωσης καταναλωτών για τα δικαιώματά τους, ενισχύονται τα δικαιώματα καθώς και η προστασία των χρηστών υπηρεσιών πληρωμών. Συγκεκριμένα, η PSD2 απαιτεί έγκαιρη και κατάλληλη επίλυση καταγγελιών / παραπόνων πελατών, καθώς και σαφήνεια και διαφάνεια των όρων και προϋποθέσεων. Ως εκ τούτου, υποχρεώνει τους Παρόχους να αναφέρουν στην αρμόδια αρχή (Τράπεζα της Ελλάδος) τα περιστατικά παραπόνων πελατών και απάτης.
Τέλος, δημιουργούνται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών, με τον καθορισμό ανώτατων ορίων διατραπεζικών προμηθειών, αποτρέποντας έτσι τις υπερβολικές χρεώσεις, και ενθαρρύνοντας νέους παίκτες να εισέλθουν στην αγορά, με προσανατολισμό προς την Ανοιχτή Τραπεζική.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της έρευνας της KPMG Πολωνίας, σε συνεργασία με την Ένωση Τραπεζών Πολωνίας, αναφορικά με το ποιους αναγνωρίζουν οι τράπεζες ως ισχυρούς ανταγωνιστές τους. Βραχυπρόθεσμα, το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων από τον τραπεζικό κλάδο (40%), θεωρεί τις άλλες τράπεζες ως τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές τους. Μεσοπρόθεσμα, το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 21%, ενώ σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα φτάνει στο 9%, θεωρώντας ότι οι Fintech και οι GAFA (Google, Apple, Facebook, Amazon) θα είναι σε θέση να κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς.
Συμπερασματικά, καταλήγουμε ότι μια τράπεζα ευέλικτη στο Open Banking, με αναβαθμισμένες υποδομές για την παροχή φιλικών προς τον πελάτη ψηφιακών υπηρεσιών, μπορεί να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα επωφελούμενη από τη συνεργασία με τους υπόλοιπους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών. Αναμένουμε λοιπόν τις κινήσεις των ελληνικών τραπεζών οι οποίες έχουν να αποφασίσουν αν θα οδηγήσουν τις εξελίξεις, ή θα περιμένουν τις κινήσεις των άλλων για την αποφυγή τυχόν λαθών των πρωτοπόρων. Σε κάθε περίπτωση, ενώ το τραπεζικό τοπίο αλλάζει, η πραγματικότητα θα κρίνει την ορθότητα των αποφάσεων.