Το έργο περιλαμβάνει το κεντρικό κτίριο του ξενοδοχείου, την «Αγορά» με καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και άλλες κοινόχρηστες λειτουργίες καθώς και γειτονιές με βίλες.
Το τουριστικό συγκρότημα βρίσκεται στην βορειοδυτική Κροατία, σε μία ειδυλλιακή παραθαλάσσια τοποθεσία. Η αρχιτεκτονική του είναι εμπνευσμένη από τα παλιά αρχοντικά της περιοχής, ενώ τα υλικά που χρησιμοποιούνται – πέτρα και ξύλο – συνδιαλέγονται με την τοπική φύση. Πρόκειται για μία περιβαλλοντικά ευαίσθητη τουριστική εγκατάσταση, που διαπραγματεύεται μέσα από έναν σύγχρονο σχεδιασμό την σχέση με τον Τόπο και τις παραδόσεις του. Οι τραχείς κτιριακοί όγκοι ανοίγουν διαλόγους με το φυσικό στοιχείο παρέχοντας μια άμεση εμπειρία από διαφορετικές αφηγήσεις που διεισδύουν η μία στην άλλη.
Η όλη συγκρότηση αναγνωρίζεται σε ένα σύνθετο πλέγμα κτιρίων και υπαίθριων χώρων διαφορετικής χρήσης, ποιότητας και κλίμακας. Οι εναλλαγές του φυσικού φωτός πάνω στα αδρά κτίσματα, η κοντινή και η μακρινή θέα και οι μεταμφιέσεις του τοπίου ανάλογα με την εποχή, εγκαθιστούν μία σειρά εννοιολογικών και οπτικών συνειρμών αποτελώντας τον βασικό παράγοντα δημιουργίας του αρχιτεκτονικού χώρου. Το κτισμένο περιβάλλον αναδεικνύεται έτσι σε διαμεσολαβητή ανάμεσα στους χρήστες και το τοπικό ιδίωμα, σε ένα αφηγηματικό πεδίο πάνω στο οποίο συναντιόνται διαφορετικές ροές διερευνήσεων. Ο μικρόκοσμος που σχηματίζεται επιτρέπει την συμμετοχή σε μία σειρά διασταυρούμενων δράσεων που σχετίζονται με το καθημερινό και το έκτακτο, άλλοτε παράλληλων και άλλοτε αντιθετικών. Η κινητικότητα αυτή διαμορφώνει τελικά τον χαρακτήρα αλλά και τα όρια του αρχιτεκτονικού χώρου, παρακάμπτοντας την υλική του υπόσταση και προσφέροντας μία ποικιλία από εμπειρίες την μνήμης και της φύσης.
Ο σχεδιασμός αντιλαμβάνεται την συνολική δομή – κτίρια και landscaping μαζί – σαν αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πανοράματος. Η κεντρική «ιδέα» του master plan, και αντίστοιχα του αρχιτεκτονικού design, βασίστηκε στην αξιοποίηση της θέας, σε ένα περίοπτο σημείο της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής που διακρίνεται για την έντονη κλίση του προς τη θάλασσα. Ακολουθώντας την επιλεκτική αποκάλυψη, η απόκρυψη για λόγους ιδιωτικότητας, της περιβάλλουσας τοπογραφίας, η χωροθέτηση των κτιρίων παραθέτει διαφορετικές, αλληλοεξαρτημένες όμως μεταξύ τους προτεραιότητες θεάσεων και χωρικών ρόλων.
Ο συνθετικός χειρισμός «σκηνοθετεί» στον χώρο λίθινες μορφές, σαν φυσικά λαξεύματα μεγάλης κλίμακας, που αποτελούν συνέχεια του εδαφικού ανάγλυφου. Οι πέτρινοι αυτοί όγκοι – του ξενοδοχείου, της «Αγοράς» και των βιλών – μοιάζουν να ορθώνονται ή να χαμηλώνουν, άλλοτε σε ύφεση και άλλοτε σε κορύφωση, δείχνοντας από οποιαδήποτε οπτική γωνία σαν να μεταμορφώνονται συνεχώς. Η συνομιλία τους με τον Τόπο διαπραγματεύεται μία αφομοίωση ομοιοτήτων και διαφορών που σχετίζονται με την εξωστρέφεια και την εσωστρέφεια, με το αέναο παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, του φυσικού στοιχείου με το τεχνητό, του οργανωμένου με το φαντασιακό. Στο σημείο τομής όλων αυτών γεννιέται μία αρχιτεκτονική που μπορεί να αναζωογονήσει το συναίσθημα, να ξεδιπλώσει στον χώρο με «θεατρικό» τρόπο την υπόσχεση μίας ζωντανής βιωματικής εμπειρίας, διατυπώνοντας έναν αρχιτεκτονικό λόγο οικείο και ωστόσο αναπάντεχο, σαφή και επίσης ευρηματικό, «αρχέγονο» και σύγχρονο ταυτόχρονα.