Τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας “Report to the Nations 2020” του Association of Certified Fraud Examiners - ACFE, παρουσίασαν η EY Ελλάδος και ACFE Greece Chapter, στο πλαίσιο webcast, που συνδιοργάνωσαν την Πέμπτη 14 Μαΐου.
Στο webcast συμμετείχαν διακεκριμένοι ομιλητές, οι οποίοι ανέλυσαν τα ευρήματα της έρευνας και μετέφεραν στους συμμετέχοντες την εμπειρία τους από την καθημερινή τριβή τους με υποθέσεις εταιρικής απάτης και άλλων οικονομικών εγκλημάτων στην Ελλάδα.
Το πάνελ ομιλητών αποτελούνταν από τους κ.κ. Εύη Δημητρούλια, Πρόεδρο του ACFE Greece, Δρ. Άννα Δαμάσκου, Πρόεδρο της Διεθνούς Διαφάνειας Ελλάδος, Τατιάνα Αναστασιάδη, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Γραμματέα του ACFE Greece, και Άγγελο Μπίνη, Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας. Το webcast συντόνισε ο κος Γιάννης Δρακούλης, Associate Partner και επικεφαλής του τμήματος Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών & Εταιρικής Συμμόρφωσης (Forensic & Integrity Services) της EY Ελλάδος.
Η παρουσίαση κάλυψε σημαντικά ζητήματα, όπως το πώς διαπράττεται η απάτη και ποιοι είναι οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι εντοπισμού της, το προφίλ των δραστών αλλά και των οργανισμών που πέφτουν θύματα εταιρικής απάτης, καθώς και το πώς αντιδρούν οι οργανισμοί, όταν έχει εντοπιστεί αντίστοιχο περιστατικό.
Η παγκόσμια έρευνα του ACFE βασίζεται στην ανάλυση 2.504 περιπτώσεων απάτης στον χώρο εργασίας, σε 125 χώρες – αναμεσά τους και η Ελλάδα – που διερευνήθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου 2018 και Σεπτεμβρίου 2019. Πρόκειται για ένα μεγάλο δείγμα, αλλά μικρό κλάσμα του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων απάτης που διαπράττονται κάθε χρόνο σε εκατομμύρια επιχειρήσεις, κρατικούς και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, σε όλο τον κόσμο. Το συμπέρασμα, όπως τονίσθηκε από τους ομιλητές, είναι ότι κανένας οργανισμός δεν είναι προστατευμένος από παρόμοια φαινόμενα, τα οποία μπορούν να προέλθουν από οπουδήποτε, είτε εντός, είτε εκτός του οργανισμού.
Στο πλαίσιο του webcast, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια σειρά από ερωτήσεις για τα φαινόμενα εταιρικής απάτης στην Ελλάδα. Οι απαντήσεις που δόθηκαν αντιπαραβλήθηκαν με τα αντίστοιχα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας του ACFE και παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες – και σε ορισμένες περιπτώσεις – σημαντικές διαφορές.
Σε ερώτηση για το πώς διαπιστώνονται αρχικά τα περιστατικά επαγγελματικής απάτης, το 36% των συμμετεχόντων στο webcast απάντησε ότι αυτό γίνεται έπειτα από υπόδειξη ή πληροφορίες τρίτων, και το 19,5% από τον εσωτερικό έλεγχο. Μικρότερα ποσοστά ανέφεραν ότι τα κρούσματα διαπιστώνονται κατά λάθος ή τυχαία (9%), από εξωτερικό έλεγχο (9%), ή κατά τη διασταύρωση στοιχείων λογαριασμών (7%). Οι απαντήσεις αυτές είναι ευθυγραμμισμένες με τα αντίστοιχα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας του ACFE.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η κα Αναστασιάδη στάθηκε στο προφίλ των οργανισμών που πέφτουν θύματα απάτης, παρατηρώντας ότι «ενώ θα περίμενε κανείς, τα περιστατικά απάτης να σημειώνονται κυρίως σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, εν αντιθέσει, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται σε κερδοσκοπικούς οργανισμούς». Παράλληλα, τόνισε ότι τα περιστατικά απάτης σχετικά με τιμολογήσεις και παραποίηση επιταγών ή πληρωμών παρατηρούνται, με συντριπτικά μεγαλύτερη συχνότητα, σε μικρότερου μεγέθους οργανισμούς, συμπληρώνοντας ότι «όσο πιο μεγάλοι είναι οι οργανισμοί, τόσο πιο περίπλοκες και δύσκολες γίνονται οι μεθοδεύσεις εταιρικής απάτης», με χαρακτηριστικότερες τις μεθοδεύσεις που δεν αφορούν μετρητά.
Σύμφωνα με τους παρευρισκόμενους, οι περισσότερες καταγγελίες από πληροφοριοδότες (whistleblowers) στην Ελλάδα, γίνονται απευθείας στον εσωτερικό έλεγχο (43%) και δευτερευόντως σε ομάδες που διερευνούν περιπτώσεις απάτης (26%), στο Διοικητικό Συμβούλιο στην Επιτροπή Ελέγχου (19%) ή στον άμεσα προϊστάμενο (17%). Οι απαντήσεις αυτές διαφοροποιούνται αισθητά από τα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας, σύμφωνα με τα οποία οι περισσότερες καταγγελίες (28%) γίνονται στον άμεσα προϊστάμενο ή σε άλλα πρόσωπα και όργανα (15%).
Την απόκλιση αυτή, ανέλυσε η κα Δημητρούλια, σχολιάζοντας ότι από τα αποτελέσματα της παγκόσμιας έρευνας διαφαίνεται η επιρροή της ιεραρχίας μέσα σε έναν οργανισμό, αναφέροντας ότι, για να διευκολυνθούν οι καταγγελίες, «θα πρέπει να φροντίσουν οι οργανισμοί, είτε μέσω μίας πολιτικής κατά της απάτης, είτε μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης, να δίνεται η δυνατότητα στους υπαλλήλους να απευθύνονται κατευθείαν στον καθ’ ύλην αρμόδιο - ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο εσωτερικός έλεγχος, η κανονιστική συμμόρφωση ή η ομάδα διερεύνησης απάτης - παρεκκλίνοντας της ιεραρχίας, όταν πρόκειται για περιστατικά απάτης», καθώς ο φόβος αναφοράς περιστατικού σε προϊστάμενο αποτελεί συχνά αποτρεπτικό παράγοντα.
Η Δρ. Δαμάσκου, με τη σειρά της, παρατήρησε ότι είναι σαφές πως «τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός τομέας έχουν άμεσο συμφέρον να ενθαρρύνουν όσους γνωρίζουν ότι συντελείται μία παρανομία να την καταγγείλουν», υπογραμμίζοντας ότι «έχουν, ταυτόχρονα, την υποχρέωση να παράσχουν στους καταγγέλλοντες επαρκή και αποτελεσματική προστασία», καθώς αποτελεί το μεγαλύτερο εχέγγυο για να προβεί κανείς σε καταγγελία. Παράλληλα, παρέθεσε και τα τρία επίπεδα δυνατότητας υποβολής καταγγελιών που έχει σχηματοποιήσει η Διεθνής Διαφάνεια: στα αρμόδια όργανα της εταιρείας, στους εποπτικούς φορείς ή τις διωκτικές αρχές, και σε περίπτωση που η υποβολή καταγγελίας στους ανωτέρω δεν είναι εφικτή ή διαφαίνεται ως μη αποτελεσματική, η καταγγελία σε τρίτους, όπως, για παράδειγμα, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ως προς ποιες είναι οι πιο διαδεδομένες μορφές ελέγχων κατά της απάτης, σχεδόν δυο στους τρεις συμμετέχοντες στο webcast (63%) κατέδειξαν τις ανοιχτές τηλεφωνικές γραμμές (hotlines). Ακολουθούν το τμήμα εσωτερικού ελέγχου (49%), ο κώδικας δεοντολογίας (44%) και τα προγράμματα εκπαίδευσης για το προσωπικό και τα στελέχη (37%). Αντίθετα, στη διεθνή έρευνα, η δημοφιλέστερη απάντηση είναι ο εξωτερικός έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων (83%), ενώ οι ανοιχτές τηλεφωνικές γραμμές βρίσκονται στην έβδομη θέση.
Η απόλυση φαίνεται να είναι η συνηθέστερη μορφή τιμωρίας σε περιπτώσεις απάτης, σύμφωνα με τους μισούς συμμετέχοντες στο webcast (51%), ενώ αντίθετα, ένας στους τρεις (34%) δήλωσαν ότι δεν επιβάλλεται καμία τιμωρία, γεγονός που προκαλεί αίσθηση, καθώς στο παγκόσμιο δείγμα, μόλις το 5% ανέφεραν ότι δεν υπήρξε κάποια μορφή τιμωρίας. Μικρότερα ποσοστά ανέφεραν συμφωνίες διακανονισμού (29%) και την προσωρινή αργία (26%), ενώ 24% ανέφεραν ότι ο δράστης είχε ήδη αποχωρήσει από την εταιρεία.
Από την πλευρά της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, ο κος Μπίνης αναφέρθηκε ειδικά στο θέμα του πειθαρχικού ελέγχου στον δημόσιο τομέα, παρατηρώντας ότι στην ελληνική κοινωνία υπάρχει διαδεδομένη η αντίληψη της ατιμωρησίας για εγκλήματα απάτης και διαφθοράς στο Δημόσιο, για ποικίλους λόγους, όπως οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της πειθαρχικής έρευνας και οι δυσανάλογα ελαφρές ποινές σε σχέση με το παράπτωμα. «Φαινόμενα ατιμωρησίας δεν είναι ανεκτά», δήλωσε ο κος Μπίνης, τονίζοντας ότι «μία από τις βασικές αρμοδιότητες της ΕΑΔ, στο πλαίσιο της αποστολής της για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και τη Δημόσια Διοίκηση, είναι να επιτηρεί και να φροντίζει οι πειθαρχικές διαδικασίες να ολοκληρώνονται εμπρόθεσμα, με διαφάνεια, και με ποινές ανάλογες του παραπτώματος, προκειμένου να αλλάξει η αντίληψη των πολιτών, αλλά και να εμψυχώσουμε τους υπαλλήλους και τους λειτουργούς των δημόσιων φορέων, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εκτελούν τα καθήκοντά τους με ακεραιότητα και υψηλό αίσθημα ευθύνης».
Σε σχετική ερώτηση για τους λόγους που οδηγούν μια επιχείρηση στην απόφαση να μην ενημερώσει τις διωκτικές αρχές για παρόμοια περιστατικά, το 85% ανέφεραν τον φόβο της αρνητικής δημοσιότητας.
Στην παγκόσμια έρευνα, η απάντηση αυτή βρισκόταν στη δεύτερη θέση (32%), ενώ η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα του ACFE (46%) θεωρούν ότι επαρκούν τα μέτρα εσωτερικής τιμωρίας.
Το webcast ολοκληρώθηκε με συζήτηση, όπου οι ομιλητές απάντησαν στις ερωτήσεις και τις απορίες των συμμετεχόντων σχετικά με τα ευρήματα της παγκόσμιας έρευνας του ACFE, καθώς και τις επιπτώσεις της πανδημίας στην αύξηση των περιπτώσεων εταιρικής απάτης, σε σχέση με τα θέματα που αναλύθηκαν κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.