Στην επιστολή τονίζεται ότι εάν μια επιχείρηση επιλέξει να εντάξει το σύνολο ή ένα μέρος των εργαζομένων της στον μηχανισμό ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ μειώνοντας τον χρόνο εργασίας κατά 50%, αλλά καλύπτοντας το σύνολο των εργοδοτικών εισφορών, στην πράξη θα βρεθεί αντιμέτωπη με αύξηση κατά κατά 33% στο πραγματικό κόστος εργασίας.
Ο συγκεκριμένος μηχανισμός αποτελεί ένα εργαλείο στήριξης αποκλειστικά των εργαζομένων και όχι των επιχειρήσεων, από τις οποίες αφαιρέθηκε το διευθυντικό δικαίωμα διευθέτησης του χρόνου εργασίας χωρίς να απαιτείται συναίνεση του εργαζόμενου, σε μία συγκυρία κατά την οποία η επιβίωση τους εξαρτάται από την ευελιξία που έχουν.
Θα πρέπει άμεσα να υπάρξει τροποποίηση του μηχανισμού ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ και να επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις μόνο για το τμήμα των ασφαλιστικών εισφορών των ημερών για τις οποίες απασχολούν το προσωπικό τους. Όσον αφορά το κόστος των υπολοίπων ημερών που δεν θα απασχολούνται θα πρέπει να καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό ή/ και Ευρωπαϊκών προγραμμάτων(SURE).
Η προσπάθεια μετακύλισης του κόστους της κρίσης στον ιδιωτικό τομέα αλλά και η «προστασία» των θέσεων εργασίας με διοικητικά μέτρα, το πιθανότερο είναι ότι θα καταλήξει σε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Μπορεί βραχυπρόθεσμα να παρατηρείται συγκράτηση της απασχόλησης, λόγω των όποιων απαγορεύσεων, η πραγματικότητα όμως μεσο-μακροπρόθεσμα θα είναι πολύ χειρότερη εάν δεν δοθεί στις επιχειρήσεις η δυνατότητα διευθέτησης των ωρών εργασίας αλλά και κατάργησης των θέσεων που δεν χρειάζονται πλέον λόγω της μεγάλης πτώσης των πωλήσεών τους.