Όπως αναδεικνύεται σε πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε η Randstad Ελλάδας το διάστημα 31 Αυγούστου – 4 Σεπτεμβρίου με τη συμμετοχή ανώτατων στελεχών των Τμημάτων Ανθρώπινου Δυναμικού από διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η προοπτική παράτασης της τηλεργασίας αναδεικνύεται μονόδρομος για την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας.
Λίγους μήνες μετά την άρση του lockdown και τη σταδιακή επάνοδο των εργαζομένων, οι επιπτώσεις της παρούσας κρίσης στο σύνολο της ελληνικής αγοράς αναδεικνύουν την ανάγκη του επαναπροσδιορισμού του τρόπου εργασίας με την υιοθέτηση μέτρων που θα μπορούν να εγγυηθούν για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Έτσι, οι διοικήσεις των εταιρειών φαίνεται να ενισχύουν την εργαλειοθήκη τους με αντίστοιχες πρακτικές σε μια προσπάθεια να προστατέψουν το ανθρώπινο δυναμικό τους.
Αναλυτικότερα, 2 στις 10 επιχειρήσεις υιοθετούν εξ ολοκλήρου την απομακρυσμένη εργασία με ορισμένες από αυτές να συντηρούν το μέτρο μέχρι το τέλος του έτους, ενώ 5 στις 10 επιχειρήσεις διατηρούν την πλειοψηφία των εργαζομένων τους σε ποσοστό 50% – 80% να εργάζονται από το σπίτι προτείνοντας ένα ευέλικτο πρόγραμμα εργασίας που συνδυάζει παρουσία δύο ημερών στο γραφείο και τρεις από το σπίτι.
Στον αντίποδα, μόνο ένα μικρό ποσοστό της τάξης του 6% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να απασχολούν τους εργαζομένους τους αποκλειστικά με φυσική παρουσία στους εργασιακούς χώρους, ενώ το 23% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι θα εφαρμόσουν μεν τηλεργασία, σε ένα δε αρκετά μικρότερο ποσοστό του 10% – 30% του συνόλου των εργαζομένων τους.
Πρωτοβουλίες για την ασφαλή επιστροφή στους χώρους εργασίας
Στο πλαίσιο της ανάληψης πρωτοβουλιών για τη διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων και συνεπώς της προοπτικής των επιχειρήσεων να συνεχίσουν να λειτουργούν απρόσκοπτα, οι πρακτικές που διαμορφώνουν το νέο σκηνικό στους χώρους εργασίας βλέπουμε ότι περιλαμβάνουν τη χορήγηση δωρεάν διαγνωστικών τεστ, την υποχρεωτική καραντίνα μιας έως δύο εβδομάδων, την επέκταση των εργασιακών χώρων, την κυκλική μετακίνηση του ανθρώπινου δυναμικού καθώς και την αποκλειστική ή μερική απασχόλησή του με την εξ αποστάσεως εργασία.
Ωστόσο, σημειώνεται πως το ευέλικτο μοντέλο εργασίας δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε θέσεις και ρόλους που αφορούν στα τμήματα Πωλήσεων, Γραμμών Παραγωγής και Αποθηκών σε αντίθεση με τα τμήματα HR, Οικονομικών, Λογιστηρίων και λοιπών διοικητικών υπαλλήλων που μπορούν να παραμένουν στα γραφεία των εταιρειών.
Νέες προβληματικές προς επεξεργασία για το σύνολο των εργαζομένων, recruiters, τμήματα HR και κυβερνήσεις
Καθώς το παραδοσιακό μοντέλο εργασίας φαίνεται να υποχρεώνεται σε δραστικές δομικές αλλαγές προς όφελος της διακράτησης των θέσεων εργασίας και της διατήρησης της απασχολησιμότητας σε πολλούς κλάδους, τα ερωτήματα που προκύπτουν επικεντρώνονται στη διασφάλιση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, στην οργάνωση της ημερήσιας εργασίας, στο διαχωρισμό των προνομίων που αφορούν τους υπαλλήλους γραφείου έναντι εκείνων που εργάζονται σε γραμμές παραγωγής, ακόμη και στον εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου και τους νόμους περί προστασίας της εργασίας, ενώ προβληματισμός επικρατεί και για τις ευκαιρίες ανέλιξης έχοντας ορατό τον κίνδυνο της αναστολής νέων προσλήψεων και της γενικότερης καθίζησης της ζήτησης εργασίας παγκοσμίως όπως μάλιστα παρατηρεί ο ΟΟΣΑ, ο οποίος σημειώνει ότι το ποσοστό της παγκόσμιας ανεργίας θα υπερδιπλασιαστεί στα μέσα του τρέχοντος έτους, φτάνοντας περίπου το 11,5%.
Η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Randstad στην Ελλάδα, κα Leigh Ostergard, σημειώνει: “Συμπεραίνουμε σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας πως η επιστροφή των εργαζομένων απολαμβάνει μια ομαλή προσαρμογή στις τρέχουσες συνθήκες. Αυτό φαίνεται να προκύπτει από την ευελιξία και τη διάθεση προσαρμογής των διοικήσεων των επιχειρήσεων. Αυτή τη στιγμή οι εξελίξεις είναι δραστικές και μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου ενδέχεται η κατάσταση της πανδημικής κρίσης να επηρεάσει περαιτέρω την «κανονικότητα» της εργασίας όπως την ξέρουμε τώρα. Γίνεται αντιληπτό πως οι διευθύνσεις Ανθρώπινου Δυναμικού διατηρούν ως προτεραιότητα τη διατήρηση των μέτρων υγιεινής στους χώρους εργασίας, σε μια προσπάθεια να προστατέψουν τους εργαζόμενους και κατ’ επέκταση την παραγωγικότητά τους.
Ταυτόχρονα, αφουγκράζονται την αγωνία των εργαζομένων τους για την προσωπική τους υγεία αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για να τη διασφαλίσουν. Παρατηρούμε πως τα παραδοσιακά μοντέλα εργασίας δίνουν τη θέση τους πλέον σε περισσότερα ευέλικτα μοντέλα που διαμορφώνονται σύμφωνα με τα κριτήρια της διατήρησης των ταλέντων και του εκσυγχρονισμού του τρόπου εργασίας. Και φυσικά για να μπορέσει αυτό να επιτευχθεί, οι εταιρείες οφείλουν να αντιληφθούν πως η επένδυση στην επανεκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού τους σε έναν περισσότερο ψηφιακό κόσμο είναι μονόδρομος. Σαφώς και οι πρακτικές στελέχωσης απαιτούν αλλαγές από τις ίδιες και η υγειονομική κρίση κατάφερε να αναδείξει πως ο κόσμος της εργασίας επιζητά ενθάρρυνση, εμπιστοσύνη και σεβασμό στις νέες ανάγκες για να μπορέσει ξανά να πατήσει στα πόδια του”.