Άλλο ένα δύσκολο έτος ήταν το 2014 για τις επιχειρήσεις του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών, με τις ζημιές να σημειώνουν μικρή πτώση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του ΙΟΒΕ.
Συγκεκριμένα, οι πωλήσεις των επιχειρήσεων του κλάδου διαμορφώθηκαν σε 10,697 δισ. ευρώ το 2014 έναντι 10,933 δισ. ευρώ το 2012, καταγράφοντας μείωση κατά 2,2%. Ωστόσο, ο όγκος πωλήσεων αυξήθηκε κατά 7% έναντι του 2013, διακόπτοντας τη συνεχή πορεία υποχώρησής του από το 2009.
Το 2014 ο κλάδος παρέμεινε σε ζημιογόνα καθαρά αποτελέσματα, με τις ζημιές να περιορίζονται πάντως στα 65,8 εκατ. ευρώ από 98 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρονιά. Τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν οριακά, στα 385 εκατ. ευρώ έναντι 373 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρονιά.
Από την έρευνα προκύπτει επίσης πως το συνολικό κόστος πωληθέντων μειώθηκε κατά 2,4%. Αναφορικά με τα επιμέρους μεγέθη του συνολικού κόστους πωληθέντων, παρατηρείται ότι το 2014 το 66,3% αυτού αφορά στο κόστος εισαγωγής CIF, το οποίο – δεδομένου ότι αποτελεί συνάρτηση των διεθνών τιμών πετρελαίου – καταγράφει μείωση κατά 1,4% έναντι του 2013, απορροφώντας μαζί με τους δασμούς και τους φόρους το μεγαλύτερο μερίδιο της μεταβολής του κόστους πωληθέντων.
Οι δασμοί και οι φόροι με ποσοστό 33,2% αποτελούν τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης του κόστους πωληθέντων. Μικρή είναι η επίδραση του τρίτου παράγοντα, δηλαδή των άμεσων εξόδων αγορών, που συμμετέχουν στο κόστος πωληθέντων με ποσοστό μικρότερο του 1%.
Οι υπόλοιπες δαπάνες των επιχειρήσεων του κλάδου μειώθηκαν το 2014 κατά 2,3% περίπου σε σχέση με το προηγούμενο έτος και διαμορφώθηκαν στα 450 εκατ. ευρώ έναντι 460 εκατ. ευρώ το 2013. Από τα επιμέρους στοιχεία των δαπανών σχεδόν όλα σχεδόν σημείωσαν μείωση, με εξαίρεση τα ανόργανα έσοδα/έξοδα.
Οι συνολικές επενδύσεις των επιχειρήσεων του κλάδου ενισχύθηκαν σημαντικά το 2014 σημειώνοντας αύξηση κατά 19,9% έναντι του 2013. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η αύξηση αυτή προκύπτει από την ενίσχυση κατά 21,5% των λοιπών επενδύσεων που αντιστάθμισε τη μείωση των επενδύσεων για ασφάλεια και περιβάλλον, οι οποίες έχουν αρκετά μικρότερη συνεισφορά στις συνολικές επενδύσεις.