Με αφορμή τα μέτρα που η κυβέρνηση ανακοίνωσε για την αντιμετώπιση του νέου κύματος της επιδημίας στην Ελλάδα, σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών Σταύρος Καφούνης σημειώνει ότι το βάρος είναι ασύμμετρο και πέφτει στις πλάτες του λιανεμπορίου καθώς υποχρεώνονται οι εργαζόμενοι να ελέγχουν τους πελάτες.
Αναλυτικά η δήλωση του κ. Καφούνη:
Ασύμμετρο βάρος στις πλάτες του Λιανεμπορίου
"Το λιανεμπόριο από την αρχή της πανδημίας έχει αντιμετωπίσει με εξαιρετική σοβαρότητα τόσο τις οικονομικές όσο και τις υγειονομικές προκλήσεις, τηρώντας ευλαβικά όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα. Άλλωστε έχουμε όλοι συμφωνήσει ότι ουδέποτε αποτέλεσε εστία μετάδοσης του covid-19 και κανείς στο παρελθόν δεν αμφισβήτησε το ασφαλές περιβάλλον εντός των καταστημάτων.
Ως εκ τούτου, η απαίτηση να ελέγχονται από τους εργαζόμενους στα καταστήματα οι καταναλωτές είναι ανέφικτη και δυστυχώς το μέτρο αυτό θα επιδεινώσει το οικονομικό περιβάλλον, σε μία περίοδο που επανέρχεται σταδιακά η αισιοδοξία στην αγορά."
Στο ίδο μήκος κύματος και η δήλωση του προέδρου της ΕΣΕΕ Γιώργου Καρανίκα, ο οποίος αναφέρει πως η υποχρέωση επίδειξης rapid test για την είσοδο στο κατάστημα συνιστά ανασταλτικό παράγοντα που οπωσδήποτε θα μειώσει την αγοραστική κίνηση και μάλιστα σε μία περίοδο που οι πληθωριστικές πιέσεις και το ενεργειακό :
Ακολουθεί η δήλωση του κ. Καρανίκα:
Αθέμιτος ανταγωνισμός
Για περισσότερο από ενάμιση χρόνο ο εμπορικός κόσμος καταβάλλει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν προκειμένου να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Υπέμεινε επί μακρόν τα επώδυνα lockdown με τον μηδενικό τζίρο, προσδοκώντας την επιστροφή στην «κανονικότητα», που συνεχώς αναβάλλεται. Αυτονοήτως, η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της ασφάλειας των καταναλωτών παραμένει και σήμερα η πρώτη προτεραιότητα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων. Είναι προφανές όμως πως τα νέα περιοριστικά μέτρα στην προσέλευση του αγοραστικού κοινού θα προκαλέσουν νέες απώλειες στα έσοδα όλων ανεξαιρέτως των εμπορικών ΜμΕ. Η υποχρέωση επίδειξης rapid test για την είσοδο στο κατάστημα συνιστά ανασταλτικό παράγοντα που οπωσδήποτε θα μειώσει την αγοραστική κίνηση και μάλιστα σε μία περίοδο που οι πληθωριστικές πιέσεις και το ενεργειακό κόστος πλήττουν ήδη όλα ανεξαιρέτως τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων και οι εργαζόμενοι σε αυτά μετατρέπονται σε ελεγκτές των πιστοποιητικών και των rapid test, καθήκον στο οποίο, ακόμη και αν οι ίδιοι καταφέρουν να ανταπεξέλθουν, είναι σίγουρο πως θα αλλοιώσει την αγοραστική εμπειρία για τους πολίτες, μειώνοντας τις επισκέψεις τους στην αγορά. Στον αντίποδα, η χωρίς κανένα έλεγχο και περιορισμό προσέλευση όλων εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων πολιτών στα σουπερμάρκετ και τις λαικές αγορές δημιουργεί ευθέως ζήτημα αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των εμπορικών επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα προκαλεί εύλογα ερωτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα στην ανάσχεση της πανδημίας που θα έχει το επιλεγμένο από την κυβέρνηση μείγμα μέτρων. Με αυτά τα δεδομένα, το λιανεμπόριο εισέρχεται και πάλι σε «αχαρτογράφητα νερά» και μάλιστα ενόψει της εορταστικής περιόδου, την οποία ανέμενε με προσδοκίες ανάκαμψης του τζίρου και της ψυχολογίας.