Καθοριστικός είναι ο Νοέμβριος για τις κινήσεις των αρτοποιών σε σχέση με την τιμή του ψωμιού, καθώς αναμένεται να κορυφωθεί το κύμα αυξήσεων σε όλα τα είδη αρτοσκευασμάτων, κάτι που, στις μεγάλες αλυσίδες έχει ξεκινήσει τις τελευταίες εβδομάδες, με την αύξηση να φτάνει ακόμα και το 10%.
Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, η τιμή για μισό κιλό ψωμί αγγίζει πλέον, το 1 ευρώ.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η κατάσταση σε ό,τι αφορά τα δημοφιλή γλυκίσματα της χριστουγεννιάτικης περιόδου, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Οι τιμές τους στις περισσότερες των περιπτώσεων έχουν πάρει ένα 10% σε σχέση με την περσινή τιμής τους, λόγω της αύξησης στη ζάχαρη, το βούτυρο και τους ξηρούς καρπούς.
Ως εκ τούτου, οι καταναλωτές μπορούν να τα βρουν, πλέον σε πιο τσουχτερές τιμές που κυμαίνονται, ανάλογα με το κατάστημα από 10 μέχρι και 16 ευρώ το κιλό.
Κατά τους αρτοποιούς, πάντως, οι αυξήσεις αποδεικνύονται εκ των ουκ άνευ, δηλαδή «εξαφανίζεται» καθώς τόσο οι ανατιμήσεις πρώτων υλών όπως για παράδειγμα του αλευριού και της ενέργειας όσο και οι ελλείψεις βασικών υλικών τους υποχρέωσαν να προχωρήσουν αρκετά καθυστερημένα σε αυξήσεις, καθώς οι ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες άρχισαν να γίνονται εντονότερες πριν το καλοκαίρι.
Μάλιστα, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά, ειδικά στο αλεύρι, τέτοια αύξηση είχε να υπάρξει ακόμα και προ οικονομικής κρίσης, εν έτει 2008, ενώ λόγω του γεγονότος ότι πρόκειται για άκρως παραγωγικές επιχειρήσεις με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας καθημερινά και για πολλές ώρες, η άνοδος από 0,06 ευρώ ανά κιλοβατώρα στα 0,15 ευρώ ανά κιλοβατώρα, εκτόξευσε τους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου.
Κάποιοι εκ των οποίων, μάλιστα, υπογραμμίζουν ότι τα κόστη αποδείχθηκαν για ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρηματιών άρτου τόσο δυσβάσταχτα, που αν δεν αναπροσάρμοζαν τις τιμές του ψωμιού, θα υποχρεώνονταν σε κλείσιμο.
Μιχάλης Μούσιος (Πρόεδρος Ομοσπονδίας Αρτοποιών): Αναπόφευκτη η αύξηση – Αναμένουμε σταθεροποίηση
Για αναπόφευκτη άνοδο στην τιμή του ψωμιού μιλά στο BusinessNews.gr ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος Μιχάλης Μούσιος, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι σύμφωνα με τις δικές του πληροφορίες από μεγάλους προμηθευτές, για το επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται σταθεροποίηση στις τιμές.
«Οι αυξήσεις έπρεπε να γίνουν, καθώς στην πλειοψηφία τους οι συνάδελφοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το κόστος. Ήδη, απ’ όσο γνωρίζω οι περισσότεροι προχώρησαν μετά από ένα δύσκολο καλοκαίρι σε κάποιες αυξήσεις τον Οκτώβριο, ενώ έγιναν και κάποιες μέσα στο Νοέμβριο. Ειδικά το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο κάθε επίσκεψη των αρτοποιών στον προμηθευτή σήμαινε και μια αύξηση 5% στις πρώτες ύλες. Όλες αυτές οι αυξήσεις είναι σε βάρος των επιχειρήσεων, αλλά κυριότερα των καταναλωτών, ωστόσο, το ποσό της αναπροσαρμογής το επέβαλε ατομικά η κάθε επιχείρηση, το οποίο τελικά κινήθηκε και κινείται κοντά στο 10% και όχι παραπάνω».
Ο ίδιος, πάντως δηλώνει ότι το ράλι των αυξήσεων θα σταθεροποιηθεί τους επόμενους μήνες. «Σταδιακά η κατάσταση αρχίζει να σταθεροποιείται και θεωρώ ότι από τις αρχές του χρόνου θα είναι καλύτερα τα πράγματα. Δε λέω ότι δεν θα είναι ακριβές οι πρώτες ύλες, σε σχέση με αυτά που δίνουμε και συγκριτικά με ό,τι γινόταν στο παρελθόν, όμως, τουλάχιστον δεν θα έχουμε κάθε εβδομάδα και από μια αύξηση. Εκτιμώ ότι θα υπάρξει σύντομα μια διόρθωση. Αυτό τουλάχιστον λένε τις τελευταίες ημέρες τα μηνύματα από τους προμηθευτές».
Μελομακάρονα – κουραμπιέδες: «Φωτιά» λόγω ζάχαρης και ξηρών καρπών
Την εμφάνισή τους, εξάλλου, τις τελευταίες ημέρες έχουν κάνει στις προθήκες των ζαχαροπλαστείων και των αρτοποιείων και τα γιορτινά γλυκά, τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες, οι τιμές των οποίων σε σχέση με πέρυσι έχουν καταγράψει άνοδο της τάξης του 10-15%, μετά από αρκετά χρόνια σταθεροποίησης.
Και τα δύο γλυκίσματα αποτελούνται από δύο συστατικά, τα οποία τους τελευταίους μήνες έχουν σημειώσει ιδιαίτερη αύξηση, τη ζάχαρη και το βούτυρο, με 50% και 40% άνοδο στα κόστη, σε σχέση με το 2020.
Ενδεικτικό της ανόδου των τιμών των υλικών είναι ότι σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου ο επικεφαλής της αλυσίδας Φούρνοι Βενέτη, Παναγιώτης Μονεμβασιώτης, υπογράμμισε ότι εκτός από τις βασικές πρώτες ύλες, ακόμα και οι ξηροί καρποί έχουν αυξηθεί 120% σε σχέση με το 2020, γεγονός που παρέσυρε συνολικά και τις τιμές των γλυκισμάτων.
Γιάννης Γλυκός (Πρόεδρος Ομοσπονδίας Ζαχαροπλαστών): Θα κορυφωθούν οι αυξήσεις μέσα στις γιορτές
Παράλληλα, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Oμοσπονδίας Ζαχαροπλαστών Ελλάδος Γιάννη Γλυκό πρόκειται για μια κατάσταση, η οποία έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες, αλλά αναμένεται να κορυφωθεί κατά την εορταστική περίοδο, οπότε και γίνεται η εκτεταμένη κατανάλωση.
«Οι τιμές στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα είναι ανεβασμένες φέτος και οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν γίνει πολύ μικρές αυξήσεις, σε σχέση με αυτό που έχουμε υποστεί όλοι οι ζαχαροπλάστες το τελευταίο εξάμηνο σε σχέση με τις πρώτες ύλες. Όταν δηλαδή τα βασικά υλικά παραγωγής μας τους τελευταίους μήνες είναι σταθερά σε αύξηση και υπάρχει, εκτός όλων αυτών, και έλλειψη σε πολλά από αυτά είναι εύλογο να μην μπορεί να απορροφηθεί για πολύ ακόμα από εμάς αυτό το κόστος. Θα πρέπει, επίσης, μέσα σε όλο αυτό να υπολογίσουμε και το κόστος της ενέργειας που ξεπέρασε το 100%. Το ό,τι πολλοί συνάδελφοι έκαναν ένα 10% αύξηση στα παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, δεν το βλέπω κακό, το θεωρώ μηδαμινό μπροστά σε αυτά που καλούμαστε να πληρώσουμε αυτή τη στιγμή και όλους τους προηγούμενους μήνες».
Κατά τον κ. Γλυκό, πάντως, σε αντίθεση με τον επικεφαλής των αρτοποιών, η κινητικότητα στις τιμές των πρώτων υλών θα θα κορυφωθεί στις γιορτές και θα συνεχιστεί το νέο χρόνο.
Νωρίτερα τα μηνύματα από τις βιομηχανίες αλεύρων
Εξάλλου, οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες παραγωγής αρτοσκευασμάτων είχαν, ήδη γίνει εμφανείς από τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών παραγωγής αλεύρων του πρώτου εξαμήνου του 2021.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα αποτελέσματα του α’ εξαμήνου της εισηγμένης εταιρείας Μύλοι Λούλη διαφαίνεται σημαντικά ανεβασμένο κόστος πωληθέντων, κατά 17,63%, κάτι το οποίο κατά τους επικεφαλής, οφείλεται κυρίως στην αύξηση του κόστους κτήσης των πρώτων και βοηθητικών υλών στην εγχώρια και παγκόσμια αγορά όπως επίσης και στην γενικότερη αύξηση των εξόδων παραγωγής.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διατήρηση των τιμών πώλησης στα ίδια επίπεδα, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του μικτού κέρδους στην εταιρεία κατά 10,82%, στα €9,92 εκατ., των EBITDA κατά 18,29% (στα €4,21 εκατ.) και των προ φόρων κερδών κατά 40,33% (στα €0,77 εκατ.).
Το ίδιο, εξάλλου, είχε επισημάνει και στην οικονομική έκθεση του πρώτου εξαμήνου του 2021 και η επίσης εισηγμένη εταιρεία Μύλοι Κεπενού.
Από την συγκεκριμένη επιχείρηση είχε αναφερθεί ότι «εκτίθεται σε κίνδυνο από την μεταβολή της διαμορφωθείσας τιμής αγοράς των σιτηρών όπως αυτή διαμορφώνεται καθημερινά στη διεθνή αγορά στο μέτρο που η αξία των αποθεμάτων είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους μεταβολές στην τιμή».
Στην ίδια έκθεση αναγράφονταν, επιπρόσθετα, δε, ότι «προστατεύεται από τον κίνδυνο μεταβολών στις τιμές των σιτηρών διαμορφώνοντας κατά περιόδους τις τιμές πώλησης των προϊόντων της (αλεύρων) σε συνάρτηση με τις ισχύουσες, στη διεθνή αγορά, τιμές των σιτηρών και με συνεχή αξιολόγηση του κόστους παραγωγής της».