Νέα ώθηση στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε περιοχές με εν γένει μεγάλη τουριστική κίνηση και το μεγαλύτερο τμήμα του ετήσιου τζίρου τους λαμβάνει χώρα είτε στο τετράμηνο Ιουνίου–Σεπτεμβρίου είτε σε αυτό του Οκτωβρίου–Δεκεμβρίου αναμένεται να δώσει, σύμφωνα με τους φορείς του εμορίου, η εκκίνηση μιας συζήτησης και στη συνέχεια η υλοποίηση της διαδικασίας για τον καθορισμό σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων στην ελληνική επικράτεια ως ‘’τουριστικές’’.
Ηδη έχουν αρχίσει συνομιλίες και έχει γινει ανταλλαγή υπομνημάτων από τους προηγούμενους μήνες ανάμεσα στην Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) και τα υπουργεία Τουρισμού, Οικονομίας και Ανάπτυξης,. Ο εμπορικός κόσμος προσδοκά τους επόμενους μήνες να «ανοίξει» περισσότερο η πόρτα για επιδοτήσεις και χρηματοδότηση επιχειρήσεων που λόγω ΚΑΔ, αποκλείονταν από αυτές τους προηγούμενους μήνες της πανδημίας και εξαιτίας της μειωμένης τουριστικής κίνησης, έφθασαν ακόμα και ένα βήμα πριν το λουκέτο.
Χαρακτηριστικό του ενδιαφέροντος που υπάρχει για την οριοθέτηση ενός τέτοιου πλαισίου ήταν και η πρόσφατη συνάντηση του υπουργού Τουρισμού Βασίλη Κικίλια με τον πρόσφατα επανεκλεγέντα Πρόεδρο της ΕΣΕΕ Γιώργο Καρανίκα, στην οποία καθορίστηκαν οι πρώτες γραμμές της διαδικασίας.
Τις επόμενες εβδομάδες, σύμφωνα με πληροφορίες του BusinessNews, αναμένονται και συναντήσεις με εκπροσώπους και άλλων υπουργείων που εμπλέκονται, κυρίως του υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να προσδιοριστούν με περισσότερη ακρίβεια τα όρια και να συζητηθούν και οι φορολογικές παράμετροι μιας τέτοιας κίνησης στο άμεσο μέλλον.
Σύμφωνα με εμπορικούς φορείς, αυτό που επιδιώκεται είναι μια εμπορική επιχείρηση να μπορεί να χαρακτηρίζεται ως ‘’τουριστική’’, κατά κύριο λόγο όταν αντλεί το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της (άνω του 50%) τους μήνες του καλοκαιριού και τον Σεπτέμβριο (δηλαδή τετράμηνο) και αντίστοιχα για τη χειμερινή περίοδο από Οκτώβριο μέχρι Ιανουάριο. Δευτερευόντως, σύμφωνα με πηγές από τους εμπορικούς φορείς, μπορεί να υπάρχουν τέτοιες επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα ανάλογα με το που βρίσκονται ξενοδοχεία, ή περιοχές οι οποίες θερούνται τουριστικές Καρπενήσι, Πήλιο, Ζαγοροχώρια κλπ.
Επί της ουσίας με αυτό τον όρο, μπορούν να προσδιοριστούν όλα εκείνα τα εμπορικά καταστήματα λιανικής πώλησης, που έχουν ως αντικείμενο τους την εμπορία τουριστικών ειδών με την ευρεία έννοια του όρου, όπως τα εξειδικευμένα καταστήματα τροφίμων, τα αργυροχρυσοχοΐα, καθώς επίσης και οι επιχειρήσεις που εμπορεύονται είδη λαϊκής τέχνης, κεραμικά, κ.ά.
Παράλληλα, ως τουριστικές επιχειρήσεις μπορούν να χαρακτηριστούν, κατά τις ίδιες πηγές, τα καταστήματα τα οποία βρίσκονται πέριξ μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων ή λειτουργούν μέσα στις αγορές που βρίσκονται στο επίκεντρο του τοπικού τουρισμού.
Η πρώτη απόπειρα
Η πανδημία ανέδειξε, λοιπόν, το ζήτημα, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση από πλευράς εμπορικού κόσμου. Οι πληροφορίες του BusinessNews θέλουν τις πρώτες προσπάθειες ανάδειξης του εμπορίου το οποίο συνδέεται άμεσα με τον τουρισμό, να έχουν αρχίσει σταδιακά από τη δεκαετία του 1970-1980.
Τελικά, όμως, αυτές δεν καρποφόρησαν, καθώς ο προσανατολισμός τους και η διαδρομή τους στα αρμόδια υπουργεία σχετίστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό με το να καθοριστούν ‘’τουριστικές περιοχές’’ παρά τουριστικές επιχειρήσεις, όπως, σύμφωνα με τα στελέχη της αγοράς, είναι εν έτει 2021, το ζητούμενο.
Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά από πηγές του εμπορικού κόσμου «το να προσδιορίζουμε ως τουριστικές τις επιχειρήσεις που βρίσκονται μόνο σε συνοικίες όπως η Πλάκα, τα νησιά κλπ, είναι μια παρωχημένη αντίληψη, καθώς η εμπειρία πλέον αποκλείει τον χωρικό διαχωρισμό σε τουριστικό και μη, καθότι, υπό ευρεία έννοια, όλη η Ελλάδα πλέον είναι εν δυνάμει τουριστική περιοχή».
Ως εκ τούτου, δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα ο καθορισμός τουριστικής εποχικής εμπορικής επιχειρηματικότητας, παρότι πρόκειται, πάντα κατά τους φορείς της αγοράς, για μια παραδοσιακή μορφή δραστηριότητας της ελληνικής αγοράς.
Φορείς του εμπορίου επισημαίνουν, μάλιστα, ότι οι εποχικές τουριστικές επιχειρήσεις ανά την Ελλάδα αποτελούν βασική συνιστώσα της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, ενώ συμβάλλουν σημαντικά στο ΑΕΠ και για το λόγο αυτό θα πρέπει να βγουν μπροστά ως ξεχωριστός κλάδος της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Σημαντικές οι απώλειες τους πρώτους μήνες της πανδημίας
Αυτού του είδους οι επιχειρήσεις, που βασίζονται κατά κύριο λόγο στις αγορές των επισκεπτών από το εξωτερικό, σύμφωνα με έρευνες που έγιναν εν μέσω lockdown, απώλεσαν από τη μια πλευρά μεγάλο μέρος του τζίρου τους λόγω μειωμένης τουριστικής κίνησης, ενώ από την άλλη, είχαν μεγάλη δυσκολία στο να χρησιμοποιήσουν χρηματοδοτικά εργαλεία και να λάβουν τις έκτακτες επιδοτήσεις που προαναγγέλλονταν από το κράτος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως αποκαλύπτει έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών (ΕΣΑ), κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, 153 επιχειρήσεις της ευρύτερης περιοχής του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας, πέραν των σημαντικών απωλειών κατά τη διάρκεια της διακοπής λειτουργίας τους λόγω κορονοιού, δεν κατόρθωσαν στη συνέχεια να φθάσουν σε καλύτερο ή έστω ίδιο επίπεδο πωλήσεων σε σχέση με το 2019.
Μάλιστα, η συντριπτική πλειονότητα (79,1%) των επιχειρηματιών, είτε δεν άνοιξε καθόλου το κατάστημά του, είτε πραγματοποίησε σχεδόν μηδενικό τζίρο κατά τον πρώτο μήνα επαναλειτουργίας της επιχείρησής.
Ενδιαφέρον είναι, επίσης, το γεγονός ότι το 71,9%, δηλαδή 110 από τις 153 επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος στην έρευνα, δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να ενταχθούν, για διάφορους λόγους, σε κανένα χρηματοδοτικό εργαλείο.
Το μόνο που λειτούργησε, κατά τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων, αλλά και αυτό με χαμηλά ποσοστά ένταξης, ήταν η Επιστρεπτέα Προκαταβολή, στην οποία δήλωσε συμμετοχή το 19% του δείγματος, δηλαδή 29 από τις 153 επιχειρήσεις.