Τον επανασχεδιασμό των συντελεστών ΦΠΑ για αγαθά και υπηρεσίες, με τρόπο ώστε το κόστος του καλαθιού των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα να επιμεριστεί περισσότερο αναλογικά και τον επανασχεδιασμό του μηχανισμού απόδοσης των παροχών και των επιδομάτων προτείνει το ΚΕΠΕ για τη διαχείριση της εισοδηματικής ενίσχυσης των ευάλωτων στρωμάτων.
Το ΚΕΠΕ κυκλοφόρησε σήμερα (9/12) την πέμπτη ανάλυση επικαιρότητας για το 2021 με τίτλο «Πρόσφατες εμπειρίες και εξελίξεις για την εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα» αναφορικά με την εξέλιξη των δαπανών κοινωνικής προστασίας και τον προσδιορισμό της σχετικής θέσης της Ελλάδας σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ15.
Όπως σημειώνεται «τα όρια μεταξύ κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής είναι ορισμένες φορές δυσδιάκριτα και αυτοί οι δύο χώροι παρέμβασης θα πρέπει να βρίσκονται σε στενή συνεργασία».
Αναφέρεται ακόμη ότι, «σύμφωνα με τα δεδομένα, το ελληνικό σύστημα προστασίας χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό περιθώριο βελτίωσης. Ο επανασχεδιασμός του μηχανισμού απόδοσης των παροχών και των επιδομάτων δύναται να μεταβάλει το επίπεδο διαβίωσης των πιο ευάλωτων εισοδηματικών κλιμακίων και να τονώσει την εσωτερική ζήτηση - υπό την βάσιμη προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εισοδηματικές κατηγορίες χαρακτηρίζονται από υψηλή ροπή προς κατανάλωση».
Παρεμβάσεις άμεσης προτεραιότητας
Η έκθεση καταλήγει σε ορισμένες παρεμβάσεις άμεσης προτεραιότητας, η εφαρμογή των οποίων όπως σημειώνεται, θα ήταν δυνατόν να συμβάλει στη βελτίωση των αποτελεσμάτων της ασκούμενης πολιτικής και στην καλύτερη καταγραφή των αναγκών του πληθυσμού στον οποίο αναφέρεται. Πιο αναλυτικά αναφέρονται τα εξής:
«Πρωτίστως, η έκθεση εγείρει την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων (εκτός συντάξεων) για την άμβλυνση του γενικού ποσοστού φτώχειας. Το μέσο επίπεδο επίδρασης των λοιπών μεταβιβάσεων στις χώρες που απαρτίζουν την ΕΕ15 είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στην Ελλάδα και, συνεπώς, το περιθώριο που δίδεται είναι εξαιρετικά σημαντικό.
Επιπλέον, η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη εισοδηματικής στήριξης των μονογονεϊκών νοικοκυριών (π.χ. μέσω μέτρων φορο-ελαφρύνσεων ή/και επιδομάτων εργαζομένων). Αν και η επίλυση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση που αντανακλά τη σύνθετη ευρωπαϊκή εμπειρία, η στήριξη των μονογονεϊκών νοικοκυριών αποτελεί μία κρίσιμη όψη των σύγχρονων εξελίξεων. Ο αποτελεσματικός εντοπισμός και η σύνταξη εύστοχων κριτηρίων που θα ανοίγει διαύλους μεταξύ του κοινωνικού προϋπολογισμού και των δικαιούχων είναι απαραίτητα. Η στήριξη των μονογονεϊκών οικογενειών που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια χρήζει ειδικής μέριμνας.
Περαιτέρω, τίθεται το ζήτημα παροχής ενισχύσεων και μέριμνας προς μισθωτούς μερικής απασχόλησης. Τα δεδομένα αναδεικνύουν ότι το συντριπτικό ποσοστό (εξαιρετικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) των εργαζόμενων-μισθωτών μερικής απασχόλησης θα επιθυμούσε την εύρεση μισθωτής εργασίας με πλήρες ωράριο. Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη ομάδα, το ποσοστό φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις παραμένει υπερβολικά υψηλό. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε εργαζόμενους-μισθωτούς μερικής απασχόλησης που λογίζονται ως «υπεύθυνοι του νοικοκυριού».
Σχετικά σημαντικό παραμένει το επίπεδο φτώχειας των υπευθύνων χαμηλής εκπαίδευσης (απόφοιτοι γυμνασίου), ενώ το ζήτημα ενίσχυσης των ανέργων απαιτεί την ενδεχόμενη αναδιαμόρφωση της πολιτικής απόδοσης επιδόματος ανεργίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, τίθεται και η θέσπιση μιας διαρκούς εξέτασης εύρεσης θεσμικών κενών κατά τη χορήγηση επιδομάτων και παροχών. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού διαθέτει ατομικό εισόδημα χαμηλότερο του ορίου φτώχειας, αλλά το ποσοστιαίο μερίδιο των μεταβιβάσεων στο συνολικό του εισόδημα είναι εξαιρετικά μικρό έως και μηδενικό. Το τεκμαρτό εισόδημα μπορεί να παραμένει για φορολογικούς λόγους, αλλά θα ήταν ίσως θεμιτό να εξεταστεί η αφαίρεσή του από τον σχεδιασμό του συστήματος παροχής επιδομάτων στη βάση ελέγχου πόρων των δικαιούχων.
Καταλήγοντας, η έκθεση προτρέπει σε έναν επανασχεδιασμό των συντελεστών ΦΠΑ των αγαθών και υπηρεσιών, με τρόπο ώστε το κόστος του καλαθιού των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα να επιμεριστεί περισσότερο αναλογικά. Η εξέταση του καταναλωτικού προφίλ των τριών χαμηλότερων δεκατημορίων απαιτεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση, που πρέπει να επαναξιολογείται τακτικά, ώστε οι πρωτοβουλίες εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής να μην εντείνουν την ανισότητα».