Στον ρόλο του ανθρώπινου δυναμικού και στη συμβολή του στην ανάπτυξη έδωσε έμφαση ο αντιπροέδρος της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών και πρόεδρος του EFA Group Κρίστιαν Χατζημηνάς, μιλώντας στην 7η Ετήσια Οικονομική Διάσκεψη της ΕΕΝΕ, με θέμα «Επιχειρηματικότητα 2.0: Επαναπροσδιορίζοντας την Ελληνική Επιχειρηματικότητα».
Εφέτος, τιμούμε κυρίως τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα των οποίων η παραγωγικότητα, σε σχέση πάντα με τους υφιστάμενους μισθούς που αναγκαστικά η κρίση έπληξε καίρια, έχει χτυπήσει ταβάνι. Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο αυτό που λέω , αλλά αν πάτε σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης, με μικρές εξαιρέσεις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, δεν θα συναντήσετε τέτοια παραγωγικότητα στους εργαζόμενους, και βέβαια φιλότιμο και προσπάθεια. Αυτή η παραγωγικότητα έχει φτάσει πια στα όρια της, πάντα σε σχέση με τους υφιστάμενους μισθούς, λόγω κάποιων συγκεκριμένων παραγόντων τους οποίους θα αναλύσουμε περαιτέρω, είπε ο αντιπρόεδρος της ΕΕΝΕ.
Ο κ.Χατζημηνάς επισήμανε ότι ως επιχειρηματίες αλλά και το κράτος, οφείλουμε να βοηθήσουμε κυρίως τα νέα παιδιά και όχι μόνο να ανεβάσουν το χαμηλό εισόδημα τους των 650 και 750 ευρώ, των 1000 ευρώ και πιο πάνω, μέσω περαιτέρω αύξησης της παραγωγικότητας. Ο πρώτος ανασταλτικός παράγοντας είναι το μη μισθολογικό κόστος. Αυτό πρέπει να χτυπηθεί καίρια, μέσα στο πλαίσιο μιας δημοσιονομικής πειθαρχίας, με μια στρατηγική όμως όχι μόνο από πάνω προς τα κάτω, αλλά και από κάτω προς τα πάνω, με αιχμή του δόρατος, εκτός των άλλων, την πολυσυζητημένη ψηφιοποίηση, που πρέπει ταυτόχρονα να υποστηρίζει την επανεκπαίδευση σε ψηφιακές δεξιότητες, πρόσθεσε.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΕΝΕ επισήμανε ότι θα πρέπει να υπάρξει γενναία έκπτωση στο μη μισθολογικό κόστος που το επιβαρύνονται και οι εργαζόμενοι αλλά και οι εργοδότες, με την προϋπόθεση η επιχείρηση να επενδύσει στην επανεκπαίδευση σε ψηφιακές δεξιότητες, σε αναγνωρισμένες σχολές με αυστηρά κριτήρια επιτυχούς περαίωσής της από τον εργαζόμενο.
Έδωσε μάλιστα το ακόλουθο παράδειγμα: Εργαζόμενος που αμείβεται στα 700 και 1000 ευρώ καθαρά και σήμερα, το μη μισθολογικό κόστος είναι αντίστοιχα 116-180 ευρώ και 185-667 ευρώ για εργαζόμενο και επιχείρηση (συνολικό μη μισθολογικό κόστος: 300-850 ευρώ αντίστοιχα), να μειωθεί κατά 30% τουλάχιστον δηλαδή, στα παραδείγματα αυτά σύνολο έκπτωσης 90-250 ευρώ ανά μήνα. Αυτό πρέπει να ισχύει και για τις μεγαλύτερες κλίμακες για να επανεκπαιδευθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι με αντίστοιχο ποσοστιαίο όφελος στις καθαρές αμοιβές τους/κόστος επιχείρησης.
Ο κ.Χατζημηνάς έθεσε το ερώτημα γιατί να μην έχει ο κάθε εργαζόμενος ένα αντίστοιχο πιστοποιητικό όπως ένας εμβολιασμένος που θα του αυξάνει το εισόδημα και θα στοιχίζει και στην επιχείρηση λιγότερο να τον προσλάβει ή και να του δώσει αύξηση. Σε αυτό το πιστοποιητικό πρέπει βέβαια ανά τακτά χρονικά διαστήματα να υπάρχει και μια «αναμνηστική δόση» ανανέωσης αυτών των ψηφιακών δεξιοτήτων με περαιτέρω σύντομη εκπαίδευση, μιας και οι τεχνολογικές εξελίξεις τρέχουν πια πολύ γρήγορα. Η χρηματοδότηση αυτή δηλαδή της μείωσης του μισθολογικού κόστους πρέπει να προέλθει κυρίως από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα στήριξης, τόνισε μεταξύ άλλων.
Αναφέρθηκε επίσης σε δυο άλλους παράγοντες/εμπόδια στην ανάπτυξη, που αφορούν μεν την παραγωγικότητα, αλλά είναι πέραν του παράγοντα ανθρώπινου δυναμικού. Στην ανάγκη ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης καθώς και στα κόκκινα δάνεια.
Δεν υπάρχει πιο αντιπαραγωγικό από το να μένει αναξιοποίητο ανθρώπινο δυναμικό, επιχειρήσεις και πάγια στοιχεία που θα μπορούσαν να παράγουν, να κάθονται ανεκμετάλλευτα σε μια ιδιότυπη ομηρία με αβέβαιη κατάληξη. Πολλά από αυτά είναι βιώσιμα με μια γενναία ρύθμιση. Καλώς οι κυβερνήσεις νομοθέτησαν για να φύγουν από τους ισολογισμούς των τραπεζών και να περάσουν στα funds σε ένα ποσοστό της αξίας τους. Εάν είναι όμως τα funds αυτά, για να βγάλουν τα σπασμένα από το μικρό και μεσαίο ποσοστό αυτών των επιχειρήσεων που είναι βιώσιμες, να τις πιέσουν υπερβολικά ώστε αυτές να αποδώσουν και να επιζήσουν προσωρινά αλλά να μην ορθοποδήσουν μακροπρόθεσμα, τότε κάναμε μισή δουλειά, είπε. Για να καταλήξει: Δεν είμαστε αντίθετοι στα funds τα οποία είναι καλοδεχούμενα και αναγνωρίζουμε τη συνεισφορά τους. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να δεχθούμε ως ΕΕΝΕ κανένα υπέρμετρο και άδικο ασφυκτικό πλαίσιο στους επιχειρηματίες με τέτοια δάνεια, που όμως μπορούν να ορθοποδήσουν. Σε κάθε περίπτωση τα πάγια στοιχεία αυτά, οι επιχειρήσεις αυτές όπως και το ανθρώπινο τους δυναμικό πρέπει να ξανα-αποδοθούν στην παραγωγή με μακροπρόθεσμη προοπτική επιβίωσης, πρόσθεσε.