Η επιχειρηματικότητα αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς και στην εποχή του «ψηφιακού μετασχηματισμού» και της «πράσινης μετάβασης», ο βηματισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πρέπει να επιταχυνθεί. Η πρόσβασή τους σε κατάλληλα και στοχευμένα εργαλεία χρηματοδότησης διατηρείται, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται, ως πρώτη προτεραιότητα όπως σημειώνει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος Γιώργος Καββαθάς.
«Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση δεν αφορά μόνο στην εκθετική ανάπτυξη των αναδυόμενων τεχνολογιών αλλά και κυρίως στην εφαρμογή τους στις παραγωγικές διαδικασίες αλλά και στην ευρύτερη διάχυση τους σε επίπεδο οικονομικών, επιχειρηματικών, εμπορικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων» αναφέρει ο κ. Καββαθάς, υπογραμμίζοντας ότι «η υλοποίηση επενδύσεων για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογικών συστημάτων, η αναδιοργάνωση παραγωγικών διαδικασιών και η προσαρμογή επιχειρηματικών μοντέλων προϋποθέτει πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ο βαθμός της οποίας όπως γνωρίζουμε είναι εξαιρετικά περιορισμένος σε επίπεδο μικρών επιχειρήσεων».
Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, η ενίσχυση της "συνεργατικότητας" μεταξύ μικρών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί βασικό όρο βιώσιμης λειτουργίας και ανάπτυξης, απαιτεί ευρύτερες και διαφορετικής (ολιστικής) μορφής πρωτοβουλίες σε επίπεδο χρηματοδότησης, στρατηγικής καθοδήγησης, οικοδόμησης επιχειρησιακών ικανοτήτων και φορέων υποστήριξης που θα διευκολύνουν την ανάπτυξη δράσεων παραγωγικού εκσυγχρονισμού, και επιχειρηματικής ανάπτυξης.
Πέρα όμως από από τη χρηματοδότηση, σημαντικές προϋποθέσεις για την τεχνολογική και ψηφιακή προσαρμογή των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων , όπως σημειώνει ο πρόεδρος, αποτελούν τόσο η ανάπτυξη νέων συμπληρωματικών επιχειρησιακών ικανοτήτων και νέων δεξιοτήτων που θα καταστήσουν αποδοτική την τεχνολογική αξιοποίηση, όσο και η ανάπτυξη ενός ενισχυμένου βαθμού καινοτομικής ικανότητας που θα "μεταφράσει" την τεχνολογική προσαρμογή σε προοστιθέμενη αξία μέσω νέων διαδικασιών, προϊόντων, υπηρεσιών και επιχειρηματικών μοντέλων. Τέλος ο κ. Καββαθάς υπογραμμίζει ότι αν και η πανδημική κρίση δεν έφερε λουκέτα, κυρίως λόγω των μέτρων στήριξης που εφαρμόστηκαν. Ωστόσο, το παρατεταμένο διάστημα που ένα σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων παρέμειναν κλειστές ή υπολειτούργησαν έχει επιβαρύνει δυσανάλογα τη κατάσταση. Οπότε για να μην τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών κρίνεται αναγκαία η επαναφορά κάποιων από τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν την προηγούμενη περίοδο.
Πιο αναλυτικά στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιωργος Καββαθάς δήλωσε τα εξής:
Η πρόσφατη έρευνα που παρουσίασε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ έδειξε ότι η πανδημική κρίση παρά το γεγονός ότι δεν έφερε λουκέτα στην αγορά εντούτοις έχει επιτείνει την ανασφάλεια των επιχειρήσεων για το μέλλον, με δεδομένο ότι ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη. Πως πιστεύετε ότι μπορεί η αγορά να βρει και πάλι το βηματισμό της δεδομένου ότι παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει lockdown, σε ορισμένους κλάδους όπως για παράδειγμα η εστίαση συνεχίζουν να υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί;
Πράγματι η πανδημική κρίση δεν έφερε λουκέτα. Αυτό βέβαια οφείλεται κυρίως στα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν τα οποία βοήθησαν να αποφύγουμε τα χειρότερα. Ωστόσο, το παρατεταμένο διάστημα που ένα σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων παρέμειναν κλειστές ή υπολειτούργησαν έχει επιβαρύνει δυσανάλογα τη κατάσταση τους, κυρίως γιατί δεν έγιναν αρκετά στο πεδίο των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα την υπερσυσσώρευση οφειλών. Ειδικά για την εστίαση οι 3-4 καλοί μήνες που προηγήθηκαν δεν ήταν αρκετοί για να καλύψουν τις απώλειες 16 μηνών. Ουσιαστικά ο κλάδος από τις 13 Σεπτεμβρίου τελεί υπό καθεστώς «μίνι lockdown», δεδομένης της υποχρέωσης των επιχειρήσεων να φιλοξενούν στους εσωτερικούς τους χώρους μόνο εμβολιασμένους ή πελάτες που έχουν νοσήσει. Οι περιορισμοί αυτοί μειώνουν ακόμη και κατά 50% τη δυνητική πελατεία των επιχειρήσεων, που έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφουν μείωση τζίρου έως και 50% επιβαρύνοντας περαιτέρω τη δύσκολη καταστεί στην οποία βρίσκονται. Ως εκ τούτου και προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων αυτών θεωρώ αναγκαία την επαναφορά κάποιων από τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν την προηγούμενη περίοδο.
Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να εκπληρώσουν το σύνολο των υποχρεώσεων τους και επιπλέον η αύξηση της ενέργειας αλλά και των πρώτων υλών έχει δυσχεράνει τις συνθήκες για αυτές. Ποια είναι η πρόταση της ΓΣΕΒΕΕ δεδομένων των συνθηκών;
Στην παρούσα συγκυρία και προκειμένου να αποφύγουμε τα γενικευμένα λουκέτα αλλά και μια νέα γενιά οφειλετών είναι κατ' αρχάς απαραίτητο να ληφθούν μέτρα για την διαχείριση των οφειλών που δημιουργήθηκαν και συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα έχει λάβει κάποιες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή όπως πχ η αποπληρωμή σε 72 δόσεις των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στον πρώην ΟΑΕΕ. Τέτοιου είδους ρυθμίσεις θα μπορούσαν να συμπληρωθούν και από την πλήρη απαλλαγή επιστροφής των επιστρεπτέων προκαταβολών. Επιπλέον, και για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων του πληθωρισμού θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά η δυνατότητα μείωσης των τελών στα καύσιμα και την ενεργεία καθώς και η μείωση του ΦΠΑ στο 6% στις επιχειρήσεις εστίασης, ώστε να μην μετακυλιστεί το αυξημένο κόστος των επιχειρήσεων στον καταναλωτή. Όσον αφορά τις τοποθετήσεις ότι λεφτά δεν υπάρχουν, θα μου επιτρέψετε να τονίσω πως το μείζον ζήτημα στην παρούσα συγκύρια είναι να μην ακυρώσει η κυβέρνηση όλη τη προσπάθεια που κατέβαλε το προηγούμενο διάστημα με τα μέτρα στήριξης που έλαβε για τον μετριασμό του αρνητικού αντίκτυπου της πανδημίας. Θα είναι ιδιαίτερα οδυνηρό, εάν τώρα, που κατά τα φαινόμενα βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της πρωτόγνωρης αυτής περιόδου, αφήσουμε χωρίς στήριξη την οικονομία με κίνδυνο να βιώσουμε εκτεταμένα λουκέτα και απώλεια χιλιάδων θέσεων απασχόλησης.
Θεωρείται ότι το τραπεζικό σύστημα έχει επιτύχει πλέον να βοηθά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις; Και αν όχι με ποιο τρόπο θα έπρεπε να γίνει αυτό;
Η πρόσβαση στη χρηματοδότηση εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τις μικρές επιχειρήσεις. Σε όλες τις έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ανεξάρτητα από την οικονομική συγκυρία και τα ποσοστά αισιοδοξίας-απαισιοδοξίας, προκύπτει σταθερά μια αναφορά (άνω του 70%) αρνητικών επιδόσεων σχετικά με τη ρευστότητα των επιχειρήσεων. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και από τις εξαμηνιαίες έρευνες γνώμης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπου η χώρα μας κατατάσσεται σταθερά πρώτη στο χρηματοδοτικό κενό, καθ' όλη τη διάρκεια που πραγματοποιείται η έρευνα (από το 2009 ως και σήμερα). Αυτό, εκτός ότι δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις αυτές να βρουν κεφάλαια για να καλύψουν έκτακτες και απρόβλεπτες ανάγκες που συνήθως οδηγούν στον φαύλο κύκλο της υπερχρεώσης, τις καθηλώνει και επιχειρηματικά. Για παράδειγμα, σήμερα, στην εποχή του «ψηφιακού μετασχηματισμού» και της «πράσινης μετάβασης», η πρόσβαση σε κατάλληλα και στοχευμένα εργαλεία χρηματοδότησης καθίστανται κρίσιμες παράμετροι βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας για τις μικρές επιχειρήσεις προκειμένου να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις, ώστε, να μπορέσουν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούμε ότι θα πρέπει να αναπτυχτούν χρηματοδοτικά εργαλεία εξειδικευμένα για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις όπως πχ η σύνδεση των εμπορικών πιστώσεων με τη χρήση του PoS και η ενίσχυση των εναλλακτικών του δανεισμού εργαλείων χρηματοδότησης όπως το leasing και το factoring.
Σχετικά με τα κίνητρα, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης για τις συνενώσεις και τις συνεργασίες μικρών και οικογενειακών επιχειρήσεων, πως εκτιμάτε ότι θα λειτουργήσουν για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις;
Bάσει των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, γνωρίζουμε ότι διαχρονικά το μεγαλύτερο τμήμα των μικρών επιχειρήσεων δεν επιτυγχάνει να διασφαλίσει πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία και άλλες σχετικές χρηματοδοτικές πηγές. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ως συνέχεια των κατευθύνσεων του «Σχεδίου Πισσαρίδη», αναμένουμε ότι δεν θα προσφέρει λύσεις στο συγκεκριμένο μείζον πρόβλημα καθώς έχει σχεδιασθεί με τρόπο που περιορίζει τις χρηματοδοτικές επιλογές των μικρών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, το δανειακό σκέλος ουσιαστικά εμμέσως «αποκλείει» τη μεγάλη πλειονότητα των μικρών επιχειρήσεων που ήδη έχουν ελλιπή πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία και τραπεζικό δανεισμό. Από την άλλη, στο σκέλος των επιχορηγήσεων, όπου τεχνικά οι μικρές επιχειρήσεις θα μπορούσαν ευχερέστερα να αποκτήσουν πρόσβαση, οι πόροι είναι αρκετά περιορισμένοι ως προς την υποστήριξη τους, δεδομένου ότι το σκέλος των επιχορηγήσεων περιλαμβάνει, ως επί το πλείστον, μεγάλα έργα, υποδομές και ψηφιακό μετασχηματισμό των λειτουργιών του Κράτους. Στο ίδιο πλαίσιο, το νομοσχέδιο για τα «κίνητρα ανάπτυξης επιχειρήσεων» δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη λύση για την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος καθώς τα κριτήρια χρηματοδότησης δεν περιλαμβάνουν μόνο τη διάσταση των συγχωνεύσεων και συνεπώς, οι συγχωνεύσεις δεν συνιστούν από μόνες τους εχέγγυο διασφάλισης χρηματοδοτικής πρόσβασης. Οι σχετικές παρεμβάσεις απαιτείται να προσαρμοστούν περαιτέρω στις ανάγκες και δυνατότητες των μικρών επιχειρήσεων με αντίστοιχη προσαρμογή των ορίων (π.χ. κύκλος εργασιών), διευρύνοντας τον ορίζοντα επιλεξιμότητας. Η ενίσχυση της "συνεργατικότητας" μεταξύ μικρών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί βασικό όρο βιώσιμης λειτουργίας και ανάπτυξης, απαιτεί ευρύτερες και διαφορετικής (ολιστικής) μορφής πρωτοβουλίες σε επίπεδο χρηματοδότησης, στρατηγικής καθοδήγησης, οικοδόμησης επιχειρησιακών ικανοτήτων και φορέων υποστήριξης που θα διευκολύνουν την ανάπτυξη δράσεων παραγωγικού εκσυγχρονισμού, και επιχειρηματικής ανάπτυξης.
Η επιχειρηματικότητα αλλάζει. Έχουμε μπει πλέον στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Θα λέγατε ότι τον ρυθμό των αλλαγών αυτών τον ακολουθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Προσαρμόζονται στις εξελίξεις ή υπάρχει υστέρηση και που εντοπίζεται;
Το ερώτημα είναι "ποιοι έχουν μπει στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση". Η 4η Βιομηχανική Επανάσταση δεν αφορά μόνο στην εκθετική ανάπτυξη των αναδυόμενων τεχνολογιών αλλά και κυρίως στην εφαρμογή τους στις παραγωγικές διαδικασίες αλλά και στην ευρύτερη διάχυση τους σε επίπεδο οικονομικών, επιχειρηματικών, εμπορικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Η παραγωγική χρήση των νέων τεχνολογιών διακρίνεται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η υλοποίηση επενδύσεων για την ενσωμάτωση νέων τεχνολογικών συστημάτων, η αναδιοργάνωση παραγωγικών διαδικασιών και η προσαρμογή επιχειρηματικών μοντέλων. Εντούτοις, η υλοποίηση επενδύσεων προϋποθέτει πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ο βαθμός της οποίας όπως γνωρίζουμε είναι εξαιρετικά περιορισμένος σε επίπεδο μικρών επιχειρήσεων. Γνωρίζουμε επί τούτου για παράδειγμα, από τις έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, ότι το μεγαλύτερο τμήμα των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν έστω και μια στοιχειώδη επενδυτική δραστηριότητα σε όρους ψηφιακής αναβάθμισης στηρίζονται σε ίδια κεφάλαια. Συνεπώς, όσο παραμένει περιορισμένο το επίπεδο πρόσβασης στη χρηματοδότηση για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, δεν πρέπει να αναμένουμε σημαντικές αλλαγές σε όρους τεχνολογικής και ψηφιακής αναβάθμισης. Αντίθετα, παρακολουθούμε έναν διαχρονικά υψηλό βαθμό τεχνολογικής υστέρησης σε σύγκριση με το διεθνές περιβάλλον, ιδιαίτερα στους ευρείς παραδοσιακούς κλάδους, στην κλίμακα των πολύ μικρών επιχειρήσεων και κυρίως στις αναδυόμενες τεχνολογίες υψηλότερης συνθετότητας. Πέραν της χρηματοδότησης κατ' επέκταση, σημαντικές προϋποθέσεις για την τεχνολογική και ψηφιακή προσαρμογή των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων αποτελούν τόσο η ανάπτυξη νέων συμπληρωματικών επιχειρησιακών ικανοτήτων και νέων δεξιοτήτων που θα καταστήσουν αποδοτική την τεχνολογική αξιοποίηση, όσο και η ανάπτυξη ενός ενισχυμένου βαθμού καινοτομικής ικανότητας που θα "μεταφράσει" την τεχνολογική προσαρμογή σε προοστιθέμενη αξία μέσω νέων διαδικασιών, προϊόντων, υπηρεσιών και επιχειρηματικών μοντέλων.
Τι πιστεύετε για την πολιτική που ακολουθήθηκε αναφορικά με τους εμβολιασμούς και τους ελέγχους;
Εστιάζοντας στον κλάδο της εστίασης θεωρώ ότι τα περιοριστικά μέτρα που υιοθετήθηκαν εργαλειοποιήσαν τον κλάδο ώστε να αυξηθεί η συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα. Αυτό εκτός ότι έχει δημιουργήσει σοβαρές απώλειες στο τζίρο των επιχειρήσεων, έχει φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους επιχειρηματίες του κλάδου που αναγκάζονται να κάνουν «διαλογή» πελατών, κάτι που είναι έξω από κάθε επιχειρηματική πρακτική. Επιπλέον οι περιορισμοί δεν είναι ομοιογενείς ούτε ενδοεπιχειρησιακά αλλά ούτε και διακλαδικά. Για παράδειγμα δεν επιτρέπεται να δεχτούμε ανεμβολίαστους πελάτες με την επίδειξη rapid test, αλλά από την άλλη, επιτρέπεται να απασχολούμε ανεμβολίαστο προσωπικό προφανώς μετά από διενέργεια και δήλωση rapid test. Αυτό δημιουργεί μια γενικότερη σύγχυση αλλά και αρκετά ερωτήματα για την σκοπιμότητα των μέτρων. Γενικά θεωρώ ότι στο πεδίο της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον πίσω από τις εξελίξεις. Φαίνεται ότι δεν έγιναν αρκετά σε ενημερωτικό επίπεδο για την αποτελεσματική πειθώ όσο το δυνατόν περισσότερων ανεμβολίαστων συμπολιτών μας να εμβολιαστούν, με συνέπεια τη λήψη αποσπασματικών μέτρων «κατασταλτικού» τύπου που δημιουργούν σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες.