Ανάμικτα είναι τα συναισθήματα στο καταναλωτικό κοινό τον τελευταίο καιρό εξαιτίας των συνεχών αυξήσεων στα τρόφιμα, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης, με τα ζυμαρικά να βρίσκονται στο στόχαστρο, εξαιτίας και της μεγάλης τους δημοφιλίας.
Από την πλευρά τους οι εταιρείες παραγωγής ζυμαρικών παραδέχονται ότι ο συνδυασμός της πανδημίας και της ραγδαίας ανόδου σε όλες τις πρώτες ύλες και την ενέργεια έχει ανακατέψει την τράπουλα και έχουν φέρει αναταραχή και αύξηση στα κόστη, όμως σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, δεν πρόκειται το αγαπημένο τρόφιμο των Ελλήνων να υποστεί άλλη αύξηση παρά τα μηνύματα για το αντίθετο από το εξωτερικό.
Ποια είναι αυτά; Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από λίγες ημέρες ο CEO της Divella, της δεύτερης μεγαλύτερης βιομηχανίας ζυμαρικών της Ιταλίας, Βιντσέντζο Ντιβέλα προειδοποίησε για αυξήσεις 38% στις χονδρικές τιμές τους λόγω του αυξανόμενου κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας, προκαλώντας αναστάτωση στην αγορά.
Αιχμή του δόρατος, εξάλλου, στην παρούσα χρονική στιγμή αποτελεί και η συνεχιζόμενη κρίση στην Ουκρανία, η οποία, κατά τα στελέχη των βιομηχανιών ζυμαρικών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό μπορεί να έχει διπλή επίδραση, τόσο από την πλευρά της ενέργειας, όσο και από αυτή των σιτοβολώνων της χώρας, οι οποίοι τροφοδοτούν πολλές μονάδες παραγωγής σε όλη την Ευρώπη.
Στην Ελλάδα, οι ανατιμήσεις στα ζυμαρικά άγγιξαν το 9% σε 12μηνη βάση όσον αφορά τις τιμές καταναλωτή με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ενώ το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Αρχής, ενδέχεται να καταγράψουν υψηλότερη αύξηση, κυρίως λόγω της διατήρησης του ακριβού ενεργειακού κόστους.
Όλα αυτά συμβαίνουν όταν η χώρα μας παραδοσιακά καταλαμβάνει, παρά το μικρό της πληθυσμό, μια πολύ υψηλή θέση στην κατανάλωση ζυμαρικών.
Σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ζυμαρικών, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση της διεθνούς κατάταξης που αφορά την κατανάλωση ζυμαρικών μετά την Ιταλία, την Τυνησία και τη Βενεζουέλα.
Συγκεκριμένα, η μέση κατά κεφαλή κατανάλωση ζυμαρικών στη χώρα υπολογίστηκε περίπου στα 11,1 κιλά/ άτομο ανά έτος.
Για την «καταιγίδα» που έπληξε τον κλάδο και οδήγησε σε αυξήσεις μετά από αρκετά χρόνια, αλλά και σε λειτουργία εν μέσω ενός ιδιαίτερα ρευστού οικονομικού περιβάλλοντος μιλά στο BusinessNews.gr ανώτερο οικονομικό στέλεχος της βιομηχανίας ζυμαρικών Μέλισσα Κίκιζας, τονίζοντας ότι ήταν σχεδόν αναπόφευκτη αυτή η κίνηση δεδομένου ότι υπήρχαν δυσθεώρητες αυξήσεις σε τρεις βασικούς πυλώνες, σταδιακά, ήδη από το προηγούμενο καλοκαίρι: Αρχικά στην τιμή του σκληρού σίτου, η οποία είναι πλέον 100% πάνω σε σχέση με το καλοκαίρι του 2021, στα υλικά συσκευασίας, σε ποσοστό 50% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ το μεγαλύτερο πλήγμα, ήδη από τις αρχές του φθινοπώρου έχει επιφέρει η αύξηση στην ενέργεια, όπου το ποσοστό ανόδου στα κόστη έχει, στην κυριολεξία, ξεπεράσει το 200%. Αν σε αυτά υπολογίσουμε το αυξημένο μισθολογικό κόστος, αλλά και τις τιμές των ναύλων που, επίσης, έχουν εκτοξευθεί, μιλάμε για μια συσσωρευμένη κρίση που όμοια της είχε να δει ο κλάδος πολλά χρόνια».
Σε αυτό το πλαίσιο, κατά το ίδιο στέλεχος το ποσοστό αύξησης 9-10% που έγινε στα ζυμαρικά της εταιρείας πριν από μερικές εβδομάδες ήταν «το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει, προκειμένου να μπορούμε να συμψηφίσουμε, σε ένα ποσοστό, τις αυξήσεις που δεχθήκαμε εμείς ως εταιρεία, αλλά και να φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης του καταναλωτικού κοινού. Ας μην ξεχνάμε ότι τα ζυμαρικά είναι ένα από τα βασικά διατροφικά στοιχεία στην Ελλάδα που δεν σχεδόν δεν λείπουν από το καθημερινό τραπέζι. Θεωρώ δε απίθανο, παρά τα αρνητικά μηνύματα από το εξωτερικό, ότι θα έχουμε περαιτέρω ανατιμήσεις τους επόμενους μήνες».
Πάντως, παρά το γεγονός ότι οι αυξήσεις έχουν γίνει εδώ και κάποιες εβδομάδες, δεν υπάρχει ακόμα ανταπόκριση για το πώς έγιναν αποδεκτές από τους καταναλωτές και αν είχε επίδραση στις πωλήσεις. «Είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε πως το δέχτηκαν οι καταναλωτές, θεωρώ ότι αυτό είναι ένα στοιχείο που θα μπορούμε να έχουμε ως σταθερή πληροφορία μέσα στο α’ εξάμηνο της χρόνιάς, ωστόσο με δεδομένο ότι πρόκειται για μια μικρή, σύμφωνα με τις ανατιμήσεις που έχουμε δεχθεί, αύξηση, εκτιμώ ότι δεν θα σημειωθεί πτώση στις πωλήσεις» υποστηρίζει το ίδιο στέλεχος.
Σύμφωνα, πάντως, με τον Γιώργο Μουτσιάνο, διευθυντή πωλήσεων της εταιρείας Eurimac, η οποία παράγει τα ζυμαρικά MΑΚΒΕΛ στη Βόρεια Ελλάδα, υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με τις αυξήσεις από τους καταναλωτές και τις χώρες – αποδέκτες των εξαγωγών της εταιρείας: «Προχωρήσαμε και εμείς σε αυξήσεις της τάξης του 9-10% στα προϊόντα μας πριν από λίγο καιρό και αυτό που εισπράξαμε ήταν καταρχάς μια αίσθηση γκρίνιας από τη λιανική, όταν στο κομμάτι των εξαγωγών, η άνοδος στις τιμές έγινε αποδεκτή πιο ομαλά, καθώς υπήρχε αίσθηση της κατάστασης, η οποία μας υποχρέωσε να προβούμε σε αυτές τις αυξήσεις».
Στο ίδιο μήκος κύματος σε σχέση με την πιθανότητα πρόσθετων αυξήσεων που θα φτάνουν το 30%, σύμφωνα με όσα έρχονται από το εξωτερικό, αναμένεται να πορευτεί όπως και η Μέλισσα, το επόμενο εξάμηνο και η Eurimac, με τον κ. Μουτσιάνο να επισημαίνει ότι ότι «έχουμε το περιθώριο σαν μεγάλη βιομηχανία με επάρκεια προϊόντων να μην κάνουμε άλλες ανατιμήσεις στις τιμές μας για τους επόμενους μήνες και όσο μπορούμε να θα το διατηρήσουμε».
Αύξηση κύκλου εργασιών εν μέσω πανδημίας
Και για τις δύο κύριες εταιρείες του κλάδου, πάντως, η χρονιά της καραντίνας, το 2020 αποδείχθηκε εξαιρετική, καθώς σημείωσαν αυξητική πορεία, ενώ οι πρώτες εκτιμήσεις θέλουν και το 2021 να βρίσκεται σε, οριακά μεν, αλλά θετικό πρόσημο.
Πιο συγκεκριμένα, πολύ καλές επιδόσεις κατέγραψε κατά το 2020 η Barilla Hellas, με τον κύκλο εργασιών να αυξάνεται στα 88,8 εκ. ευρώ (+17.9% έναντι 75,9 εκ. ευρώ το 2019).
Τα μικτά κέρδη διαμορφώθηκαν στο ύψος των 40,3 εκ. ευρώ από 36,0 εκ. ευρώ το προηγούμενο έτος, ενώ παρά την αύξηση κατά 9,7% στα έξοδα διοίκησης και διάθεσης, τα κέρδη προ τόκων και φόρων (ΕΒΙΤ) διαμορφώθηκαν στο ύψος των 6,7 εκ. ευρώ από 5,1 εκ. ευρώ το 2019, ως αποτέλεσμα της ισχυρής αναπτυξιακής πορείας της εταιρείας.
Τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 6,6 εκ. από 5,1 εκ. ευρώ την περυσινή χρονιά ενώ τα κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν σε 4,8 εκ. ευρώ από 3,5 εκ. ευρώ, αυξημένα κατά 34,9%.
Η σημαντική κερδοφορία συνεισέφερε στην ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας τα οποία ανήλθαν σε 48,5 εκ. ευρώ από 43,8 εκ. ευρώ.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες οικονομικές καταστάσεις της Μέλισσα Κίκιζας, κατά την χρήση που έληξε την 31 Δεκεμβρίου 2020, τα καθαρά (μετά από φόρους) κέρδη του ομίλου ανήλθαν σε € 4,1 εκατομμύρια περίπου και της Εταιρείας σε € 4,0 εκατομμύρια περίπου, σημειώνοντας αύξηση περίπου 9,3% και 6,0% αντίστοιχα σε σχέση με την προηγούμενη χρήση.
Οι δε πωλήσεις άγγιξαν τα 73.897.035 ευρώ, σε σχέση με τα 65.433.904 εκ. ευρώ του 2019.