Επί ποδός βρίσκονται οι επιχειρηματίες του κλάδου των ψητοπωλών λόγω της έλευσης της περίφημης Τσικνοπέμπτης, η οποία παραδοσιακά – υπό κανονικές συνθήκες - συγκεντρώνει μεγάλη κατανάλωση, τόσο στη σάλα, όσο και στο delivery.
Αυτή τη χρονιά η Τσικνοπέμπτη θα είναι σχεδόν απελευθερωμένη από υγειονομικούς περιορισμούς με εξαίρεση τους ανεμβολίαστους (μπορούν να καθίσουν στους εξωτερικούς χώρους της εστίασης -σε όσα μαγαζιά διαθέτουν ανοιχτό χώρο - με αρνητικό rapid test), αλλά θα είναι λίγο πιο ‘’τσιμπημένη’’ για τους Έλληνες, καθώς στο σύνολό τους τόσο οι αλυσίδες ψητοπωλείων, όσο και τα συνοικιακά καταστήματα έχουν προχωρήσει εδώ και κάποιες εβδομάδες σε αυξήσεις 10-20%. Οι αυξήσεις αφορούν πλειονότητα των προϊόντων τους, με αποτέλεσμα να βαρύνει ακόμα περισσότερο ο προϋπολογισμός της ημέρας.
Ως βασική αιτία περιγράφεται από τους επιχειρηματίες του κλάδου η κατακόρυφη αύξηση του κόστους της ενέργειας, στις περισσότερες περιπτώσεις στο 100% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ ακολουθούν οι αυξήσεις στη μαναβική και τα κρέατα, αλλά και στη μισθοδοσία.
Παρόλαυτα, σύμφωνα με τους αρμόδιους φορείς, οι παραγγελίες για τα κρέατα της ημέρας έχουν, ήδη, γίνει και η κίνηση αναμένεται να είναι ανοδική φέτος και ειδικά στους καθήμενους σε σχέση με πέρυσι, όταν και η εστίαση λειτουργούσε μόνο, λόγω της πανδημίας, το delivery.
Είναι χαρακτηριστικό, κατά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ότι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, οι τιμές του κρέατος εμφανίζονται αυξημένες κατά 17%, των γαλακτοκομικών κατά 19% και των ελαίων κατά 34%, με την άνοδο αυτή να οφείλεται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας.
Εξάλλου, αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές. Συγκεκριμένα, ακόμα και το 2022, σε σύγκριση με τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, εξακολουθούν να καταγράφονται αρνητικές εξελίξεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO).
Σύμφωνα με τη υπεύθυνη marketing της αλυσίδας ψητοπωλείων Big Bad Wolf, Χριστιάνα Μανταλβάνου, μετά από αρκετά έτη σταθερών τιμών έγιναν κάποιες αυξήσεις στα προϊόντα της επιχείρησης μόλις πριν από μερικές ημέρες, στις αρχές του Φεβρουαρίου: «Προσπαθήσαμε κάποια προϊόντα μας να τα διατηρήσουμε σταθερά όπως το καλαμάκια, ενώ έγινε αύξηση10 λεπτά σε όλα τα τυλιχτά σουβλάκια. Θα έλεγα ότι τελικά οι αυξήσεις κυμάνθηκαν από 15% έως και 20%, ανάλογα με το προϊόν. Ήταν κάτι που έγινε μετά από αρκετούς μήνες αυξημένων τιμών τόσο στην ενέργεια, όσο και στις πρώτες ύλες και έγινε μεγάλη προσπάθεια να μην υλοποιηθεί, όμως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα απειλούνταν η βιωσιμότητα της επιχείρησης, που σε αυτή τη φάση απασχολεί 400 άτομα. Επιλέξαμε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να δίνουμε δουλειά για τόσες οικογένειες, χωρίς ταυτόχρονα να ρίξουμε και την ποιότητα των προϊόντων που διαθέτουμε».
Σύμφωνα με το ίδιο στέλεχος, οι μεγαλύτερες αυξήσεις ξεκινούν από τις συσκευασίες και καταλήγουν στα κρέατα, στη μαναβική και στην ενέργεια, ενώ γίνεται συνεχής προσπάθεια εξοικονόμησής της, ως έναν από τις πυλώνες της επιχείρησης, διαχρονικά.
Η κυρία Μανταλβάνου, δε, τονίζει πως ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο η εταιρεία προσπαθεί να κάνει τα προϊόντα δελεαστικά στους καταναλωτές μέσω προσφορών «Θέλουμε να είμαστε κοντά στον καταναλωτή, ακόμα και εν μέσω τόσων αυξήσεων και επεκτείναμε τις προσφορές μας, δίνοντας την ευκαιρία στον πελάτη να φάει ένα πλήρες γεύμα, ακόμα και με 5 ευρώ, κάτι το οποίο δεν το βρίσκεις πλέον εύκολα».
Για τον ασφυκτικό κλοιό του κόστους της ενέργειας για τις επιχειρήσεις εστίασης μιλά και ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας Πιάτσα Καλαμάκι, Γιάννης Σάββας: «Η αλήθεια είναι πως έτσι όπως έχει διαμορφωθεί το τοπίο στην εστίαση, πλέον δεν μπορούσαμε να μην προχωρήσουμε σε αυξήσεις. Το κάναμε τελικά πριν από είκοσι ημέρες, αφού όλο τον προηγούμενο καιρό, απορροφήσαμε τις τεράστιες αυξήσεις στο φυσικό αέριο, στο ρεύμα και στις πρώτες ύλες. Υπολογίζω την άνοδο γύρω στο 20% σε όλα μας τα προϊόντα».
Ο κ. Σάββας αναφέρεται, επίσης, σε μια σημαντική αιτία για τις πρόσφατες αυξήσεις, που είναι η δυσκολία στην εύρεση προσωπικού στην εστίαση, καθώς πλέον υπάρχει μεγάλη ζήτηση και μικρή προσφορά, κάτι το οποίο φέρνει με τη σειρά του και πιο ανεβασμένους, μισθούς για όσους τελικά προσλαμβάνονται: «Πρόκειται για ένα πολύ βασικό ζήτημα που αντιμετωπίζουμε έντονα μέσα στην πανδημία, την έλλειψη έμπειρου προσωπικού. Πάρτε παράδειγμα τους διανομείς: Εκεί που πριν από ένα χρόνο έπαιρναν 3,5 ευρώ την ώρα, τώρα το κατώτερο ποσό για την ώρα είναι 5 ευρώ, κάτι το οποίο αναδεικνύεται σε ένα σοβαρό κόστος, αν υπολογίσει κανείς ότι ένα μέσο ψητοπωλείο χρειάζεται 15 διανομείς».
Παράλληλα, κατά τον ίδιο, μεγάλες είναι και οι αυξήσεις στα κρέατα, σχεδόν 50%, σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι.
Η κατάσταση, πάντως, εκτιμάται από τον επιχειρηματία ως ιδιαίτερα δύσκολη και για τους επόμενους μήνες, τόσο που θεωρεί ότι θα υπάρχει δεύτερη αύξηση στα προϊόντα της εταιρείας μέσα στη χρονιά. «Είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Θεωρώ ότι το σουβλάκι σαν τρόφιμο είναι πολύ υποτιμημένο έτσι και αλλιώς. Είναι ένα πλήρες γεύμα, θα έπρεπε να κοστίζει περισσότερο και όταν κάποιος θέλει να φάει καλό κρέας δεν γίνεται να μην υπάρχει ποιότητα, ειδικά όταν είναι και τόσο μεγάλος ο ανταγωνισμός».
Πάντως, για τον κ. Σάββα, ο αυξημένος τζίρος της Τσικνόπεμπτης είναι ένας μύθος για τα ψητοπωλεία: «Πιο πολύ ταλαιπωρία είναι τελικά, παρά κέρδος, αν σκεφτεί κάποιος ότι η Τετάρτη και η Παρασκευή έχουν μειωμένη κίνηση και όλοι θέλουν να φάνε την Τσικνοπέμπτη, για τις ανάγκες της οποίας υποχρεωνόμαστε να βάζουμε έξτρα προσωπικό, που σημαίνει και περισσότερα έξοδα» .
Για ένα θολό τοπίο στην εστίαση τους επόμενους μήνες μιλά ο επιχειρηματίας Παναγιώτης Γιαννακόπουλος, ιδιοκτήτης της αλυσίδας ψητοπωλείων Κυρ Αρίστος, με τον ίδιο να παραδέχεται μια πρόσφατη αύξηση της τάξης των 20 λεπτών σχεδόν σε όλα τα προϊόντα, εκτός από τις σαλάτες και τα ορεκτικά, στις αρχές του Φεβρουαρίου.
«Είμαστε μπροστά σε ένα βουνό από έξοδα αυτή τη στιγμή. Κανένας δεν φαντάζεται με πόσο χαμηλό ποσοστό κέρδους δουλεύουμε τους τελευταίους μήνες. Πλέον, το κέρδος μας έχει περιοριστεί στο 10% και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς πληρώνουμε ακριβώς τα διπλάσια χρήματα αυτή τη στιγμή σε ΔΕΗ και φυσικό αέριο από αυτά που πληρώναμε πέρυσι. Μαναβική και κρέατα έχουν, επίσης, έχουν αυξηθεί κατά 30%. Δύσκολα μπορεί κανείς να αναπτυχθεί με αυτά τα κόστη, απλώς επιβιώνει. Πρόκειται για ένα πολύ ρευστό και θολό τοπίο που δεν ξέρουμε που θα βγει» επισημαίνει ο κ. Γιαννακόπουλος, ο οποίος προσθέτει ότι οι όποιες επιδοτήσεις σε σχέση με το ρεύμα και το φυσικό αέριο ελάχιστα βοηθούν την κατάσταση, καθώς ενώ έτσι είναι ρυθμισμένες που δεν τις δικαιούνται πολλοί επιχειρηματίες.