Υπό συνθήκες κρίσης που διαμορφώνει ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται ο κλάδος της πτηνοτροφίας. Έχοντας απορροφήσει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και τις επιπτώσεις της πανδημίας Covid 19 καλείται να διαχειριστεί την αλματώδη αύξηση της ενέργειας καθώς και την αύξηση του κόστους των ζωοτροφών, που αποτελούν βασική πρώτη ύλη για την παραγωγική διαδικασία του κλάδου, σε ένα περιβάλλον που αλλάζει ριζικά, με δεδομένη και τη διεθνή γεωπολιτική συγκυρία.
Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Πτηνοτροφίας, Θάνος Αγγελάκης «οι διεθνείς εξελίξεις προβληματίζουν και θέτουν σε διαρκή εγρήγορση τον κλάδο της πτηνοτροφίας, όπως συμβαίνει άλλωστε και με το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας». Η κρεατοπαραγωγός πτηνοτροφία καλείται να διαχειριστεί τα τρέχοντα ζητήματα σε δύο άξονες: Ο πρώτος είναι βραχυπρόθεσμος και περιλαμβάνει τις σημαντικές αυξήσεις στο κόστος παραγωγής λόγω του συνδυασμού των ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες παρασκευής ζωοτροφών, στην ενέργεια και στις δαπάνες μεταφοράς. Ο δεύτερος είναι μεσοπρόθεσμος, αλλά εξίσου σημαντικός, καθώς μέσα από την τρέχουσα κρίση ο κλάδος της ελληνικής πτηνοτροφίας καλείται να αντιμετωπίσει τα διαρθρωτικά του ζητήματα και να ανταπεξέλθει στις τρέχουσες προκλήσεις όντας ενισχυμένος έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού και των πιθανών επερχόμενων κρίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει ο κ. Αγγελάκης, «έχει ξεκινήσει ήδη η συζήτηση με τους κρατικούς φορείς με σκοπό να αντιμετωπιστούν θέματα όπως, οι αδειοδοτήσεις των πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και η επαναδιαπραγμάτευση επί των υφιστάμενων χρεώσεων στον κλάδο οι οποίες δεν προσφέρουν τα αντίστοιχα ανταποδοτικά οφέλη».
Ζητούμενο η επάρκεια ζωοτροφών
Στα προβλήματα του κλάδου έρχεται να προστεθεί ένα ακόμα βασικό που αφορά εκτός από το αυξημένο κόστος των ζωοτροφών και την μειωμένη επάρκεια αυτών. Αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης αυτών των θεμάτων ο κ. Αγγελάκης αναφέρει ότι το κόστος των ζωοτροφών πλήττει συνολικά την κτηνοτροφία, όμως δυστυχώς επηρεάζει παραπάνω τον κλάδο της πτηνοτροφίας, καθώς οι εκτροφές είναι εντατικές και δεν υπάρχει η δυνατότητα βόσκησης όπως μπορεί και συμβαίνει στη βοοτροφία και στην αιγοπροβατοτροφία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η μειωμένη επάρκεια αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τον κλάδο, όμως ήδη έχουν κατατεθεί προτάσεις προς τα αρμόδια υπουργεία και αναμένουμε με ενδιαφέρον τις τελικές εξαγγελίες της κυβέρνησης. Το θετικό είναι ότι υπάρχουν ενέργειες από πλευράς της κυβέρνησης που μπορούν να ανακουφίσουν τις συνέπειες της μειωμένης επάρκειας και της αύξησης των τιμών, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τις αρχές της ΕΕ. Το σίγουρο είναι ότι όλες οι προτάσεις έχουν τεθεί και εξετάζονται. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις προτάσεις που κατέθεσε η ΕΔΟΠ συμπεριλαμβάνεται τόσο η αναζήτηση πηγών προμήθειας πρώτων υλών για ζωοτροφές από τρίτες χώρες, ως βραχυπρόθεσμη λύση, όσο και η στήριξη των παραγωγών για τη σπορά ελληνικών δημητριακών, ως μεσοπρόθεσμη λύση, που θα μειώσει το βαθμό εξάρτησης της χώρας μας από τις εισαγωγές. Επιπλέον, η ενίσχυση κεφαλαίου κίνησης για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των εκμεταλλεύσεων του κλάδου είναι αναγκαία για την τόνωση της ρευστότητας που είναι σήμερα απαραίτητη περισσότερο από ποτέ.
Ειδικά για το σιτάρι και το καλαμπόκι και τις λύσεις που προτείνει η ΕΔΟΠ ο κ. Αγγελάκης σημειώνει: «Όλες οι προτάσεις είναι προς συζήτηση. Στο πλαίσιο αυτό, συζητάμε δυνατότητες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων με τα απαραίτητα κεφάλαια κίνησης, ενώ ταυτόχρονα εξετάζουμε και την πιθανότητα αναζήτησης πηγών προμήθειας από τρίτες χώρες - πάντοτε σε ευθυγράμμιση με το Ευρωπαϊκό Κανονιστικό πλαίσιο».
Ανατιμήσεις φέρνει το υψηλό ενεργειακό κόστος
Η αύξηση των τιμών της ενέργειας έχει συμβάλει στην αύξηση του κόστους παραγωγής πολύ πριν από την εμφάνιση του πολέμου, ενώ πλέον με τις πρόσφατες εξελίξεις και τις ανατιμήσεις στα καύσιμα, το κόστος πιέζει σημαντικά τον κλάδο. Ο κ. Αγγελάκης ενδεικτικά αναφέρει ότι από το έτος 2020 έως το έτος 2021 το κόστος της ενέργειας αυξήθηκε κατά τουλάχιστον 300%, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό έχει σχεδόν διπλασιαστεί. «Για τους λόγους αυτούς ζητήσαμε από την κυβέρνηση να διευρύνει το πλαίσιο εφαρμογής του μέτρου στήριξης των επιχειρήσεων όσον αφορά την ενέργεια και να συμπεριλάβει και το υγραέριο, το οποίο αποτελεί βασική πηγή θέρμανσης των πτηνοθαλάμων» σημειώνει ο πρόεδρος της ΕΔΟΠ.
Αναφορικά με τις ανατιμήσεις που έχουν προχωρήσει οι επιχειρήσεις, ο κ. Αγγελάκης σημειώνει ότι ο κλάδος της πτηνοτροφίας καλύπτει περίπου το 80% της εγχώριας ζήτησης σε προϊόντα κρέατος κοτόπουλου. Όπως εξηγεί, η σχέση μεταξύ των ελληνικών πτηνοτροφικών επιχειρήσεων και των Ελλήνων καταναλωτών είναι στενή και στηρίζεται σε μία άτυπη συμφωνία, η οποία περιλαμβάνει ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα για τα ελληνικά νοικοκυριά. Οι πτηνοτροφικές επιχειρήσεις είναι ελληνικές επιχειρήσεις που απασχολούν πλήθος εργαζομένων και αυτό προκαλεί ένα ισχυρό αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινωνία, έτσι ώστε να μπορούν όσο το δυνατόν περισσότεροι καταναλωτές να απολαμβάνουν τα προϊόντα μας. «Για τον λόγο αυτό, ενώ το κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 40%, μετά την εμφάνιση της πανδημίας, οι ανατιμήσεις που έγιναν δεν ξεπερνούν το 12%. Η φιλοσοφία μας δεν πρόκειται να αλλάξει, οπότε θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις, θα τις αξιολογούμε και θα πράττουμε αναλόγως. Σημαντική βοήθεια σε αυτό φαίνεται ότι θα προσφέρει η πολιτεία, εφόσον αφουγκραστεί τα αιτήματα για τη λύση των προβλημάτων μας» επισημαίνει ο κ. Αγγελάκης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ