Το θέμα των συγχωνεύσεων και εξαγορών και πως αυτό εξελίσσεται παράλληλα με την πρόσβαση στην τεχνολογία θίγει η ελεγκτική εταιρεία Grant Thornton. Σύμφωνα με τη σχετική αναφορά οι επιχειρήσεις ανέκαθεν εμπλεκόντουσαν σε συγχωνεύσεις & εξαγορές, από τη στιγμή που η συγκριμένη τάση, ως ξεχωριστός κλάδος της επιχειρηματικότητας, γεννήθηκε τη δεκαετία του 1980, όταν η απελευθέρωση των αγορών και η πρόοδος της τεχνολογίας εγκαινίασαν την εποχή των μεγάλων συμφωνιών (mega-deals).
Προέκυψε έτσι ένα οικοσύστημα το οποίο συμπεριλάμβανε αρχικά συμβουλευτικές οντότητες που σκοπό είχαν να προσφέρουν υπηρεσίες συνδεδεμένες με το κλάδο των συγχωνεύσεων και εξαγορών και σταδιακά των διαφόρων ιδιωτικών κεφαλαίων (private equities), το οποίο βοήθησε σημαντικά μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων να κατακτήσουν την κυριαρχία στον κλάδο τους. Ήταν ένας νέος κόσμος που ζούσε με το σύνθημα ότι το μεγάλο ήταν πάντα πιο όμορφο (big is beautiful).
Από την άλλη πλευρά, σταδιακά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, οι εταιρείες μεσαίου μεγέθους (mid-market companies) συνέχισαν να εμπλέκονται σε αγοροπωλησίες, όπως άλλωστε έκαναν πάντα. Οι εμπλεκόμενοι στην αγορά, οι οποίοι είχαν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα στις επενδύσεις τους, αναγνώρισαν έγκαιρα το πλεονέκτημα να καθορίσουν τη χρήση συγχωνεύσεων και εξαγορών ως ένα στρατηγικό εργαλείο για να αποκτήσουν ενισχυμένη ανταγωνιστική θέση και αποδοτικότητα στο κλάδο τους. Σε αυτή τη προσπάθεια συνειδητοποίησαν ότι η τεχνολογία που οδήγησε σε μεγάλες εταιρικές συμφωνίες δεν ήταν προσβάσιμη σε αυτού του μεγέθους τις επιχειρήσεις ή απλώς όπου υπήρχε πρόσβαση, η απόκτηση της τεχνολογίας ήταν εξωφρενικά ακριβή.
Αυτό δείχνει να αλλάζει σήμερα με ταχύς ρυθμούς. Η ψηφιακή επανάσταση εκδημοκρατίζει την τεχνολογία, θέτοντας τις στρατηγικές συγχωνεύσεις και εξαγορές στην οπτική εμβέλεια και των μεσαίων και μικρότερων επιχειρήσεων καθώς επίσης και των συμβούλων που ειδικεύονται σε τέτοιου είδους συμφωνίες με εταιρείες μεσαίου μεγέθους.
Η κύρια πρόκληση για τις εταιρείες όλων των μεγεθών είναι να είναι ευέλικτες ως προς την αλλαγή της τεχνολογίας. Οι τεράστιες συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών είναι συχνά δύσκολες νίκες οι οποίες δίνουν μεν κυριαρχία στην αγορά, αλλά επιβαρύνουν με τεχνολογικά χρέη, επιβραδύνουν και περιορίζουν την ευελιξία των επιχειρήσεων ενώ παράλληλα τις κάνουν περισσότερο ευάλωτες. Όλο και περισσότερο, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τα mega-deals στη δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών στις χαμηλότερες και κυρίως στις μεσαίες αγορές.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Dealsuite, στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια χώρα με σημαντική παράδοση στις εξαγορές και συγχωνεύσεις, κατά το 2018, οι 25 μεγαλύτερες συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών αντιπροσώπευαν το 69% της συνολικής αξίας. Το 2019, το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 66%, ενώ το 2020, μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε από τις επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώθηκε στο 50%.
Όσον αφορά τη δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών, το 2020 δεν ήταν τελικά ακραίο. Για τους πρώτους μήνες του lockdown, οι συμφωνίες συγχωνεύσεων και εξαγορών περιορίστηκαν αισθητά καθώς οι εταιρείες υιοθέτησαν μια πολιτική αναμονής η οποία όμως δεν διήρκησε για πολύ καθώς η πανδημία αναγνώρισε σημαντικά κενά στην τεχνολογία και τις επιχειρηματικές τους διαδικασίες με αποτέλεσμα η δραστηριότητα των συγχωνεύσεων και εξαγορών να επιταχυνθεί και πάλι. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και το 2021 όπου για πρώτη φορά οι συνολικοί όγκοι των συμφωνιών ξεπέρασαν τα $5 τρις για πρώτη φορά στην επιχειρηματική ιστορία από το 2007, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Η τεχνολογία είναι ένας σημαντικός μοχλός που βοήθησε την αύξηση της δραστηριότητας συγχωνεύσεων και εξαγορών, καθώς και ένας παράγοντας που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να βρουν τη κατάλληλη συμφωνία για τις ανάγκες τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις καθώς ο αριθμός των πιθανών στόχων (ή επενδυτών) με αυτά τα μεγέθη είναι πολύ υψηλός. Επιχειρήσεις με μεγάλα εσωτερικά τμήματα συγχωνεύσεων και εξαγορών συνήθως αναπτύσσουν πολυμελείς ομάδες για να προσδιορίσουν και να ελέγξουν τη σωστή συναλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο οι μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν, αλλά δεν χρειάζεται πλέον.
Η Grant Thornton μέσω της συνεργασίας της με σημαντικές διεθνείς εξειδικευμένες πλατφόρμες τεχνολογίας πάνω στις εξαγορές και συγχωνεύσεις, μπορεί πλέον να δώσει γρήγορα μια επισκόπηση της αγοράς σε πραγματικό χρόνο, επιτρέποντάς τις ενδιαφερόμενες μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις να εντοπίζουν περισσότερες ευκαιρίες και έτσι να κάνουν ή να δέχονται περισσότερες και καλύτερες προσφορές.