Μια πολύ ευχάριστη είδηση επεφύλαξε το τέλος Φεβρουαρίου για την ελληνική αγορά, καθώς τα ετήσια αποτελέσματα 29 μη τραπεζικών εισηγμένων εταιρειών εμφάνισαν το 2021 καθαρά κέρδη αυξημένα κατά 241% σε σύγκριση με το 2020 και κατά 40% αυξημένα από αυτά του 2019, έτος το οποίο δεν είχε επηρεαστεί από την πανδημία της Covid-19.
Οι επιδόσεις αυτές, για τις οποίες μας είχαν προϊδεάσει τα αποτελέσματα του τετάρτου τριμήνου του 2021, αποτελούν, σύμφωνα με εκτιμήσεις, όχι μόνο ρεκόρ για πολλές από τις σημαντικότερες εταιρείες της χώρας, αλλά και προανάκρουσμα μακροχρόνιας και διατηρήσιμης αύξησης των μεγεθών των εισηγμένων εταιρειών.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι αυξημένες χρηματικές διανομές των εταιρειών προς τους μετόχους μπορεί να αποτελέσει σοβαρό κίνητρο για την αύξηση των επενδύσεων.
Σύμφωνα ωστόσο με άλλες εκτιμήσεις, οι κίνδυνοι δεν λείπουν, καθώς, παρά την έκρηξη της κερδοφορίας, η οποία σε σημαντικό βαθμό οφείλεται σε έκτακτους παράγοντες, ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών υπολείπεται σαφώς των επιπέδων του 2019. Επιπλέον δεν μπορεί να αγνοηθούν οι τρέχουσες κρίσεις (εφοδιαστικές αλυσίδες, αγορά ενέργειας, υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και, εσχάτως, η πολεμική περιπλοκή στην Ουκρανία και οι μη προβλέψιμης διάρκειας συνέπειές της).
Τα προβλήματα αυτά έρχονται να προστεθούν σε παραδοσιακές αδυναμίες της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, περιφερειακής άλλωστε ως προς τις αγορές της Ε.Ε., όπως επί παραδείγματι οι χαμηλές αποτιμήσεις, η χαμηλή ρευστότητα, ο πολύ χαμηλός δείκτης τζίρου προς κεφαλαιοποίηση συγκριτικά με την ευρωζώνη, η υποαπόδοση των εισηγμένων συγκριτικά με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, το μικρό μέσο μέγεθος των εισηγμένων και ο πολύ μικρός μέσος όρος κεφαλαιοποίησης ανά εταιρεία (τετραπλάσιος στην ευρωζώνη και επταπλάσιος στον υπόλοιπο κόσμο).
Απαιτείται, συνεπώς, να υπάρξουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στην ισχυροποίηση των πυλώνων της ελληνικής αγοράς και θα δημιουργήσουν ένα περιβάλλον σταθερότητας, το οποίο θα συμβάλει στη σταθερότερη και αποδοτικότερη για τους επενδυτές προσέλκυση κεφαλαίων.
Όπως προσφάτως έχει επισημάνει ο Αθανάσιος Κουλορίδας, πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Ένωσης Εισηγμένων Εταιρειών (ΕΝΕΙΣΕΤ) και επ. καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένας τομέας στον οποίο υπάρχουν πολύ σοβαρά περιθώρια βελτίωσης είναι η ουσιαστική προσαρμογή των εισηγμένων εταιρειών σε ένα σύγχρονο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό οι εταιρείες να διαθέτουν στελέχη στα Δ.Σ. τους όσο το δυνατόν ικανότερα να διαγιγνώσκουν εγκαίρως και με αξιοπιστία τα προβλήματα των εταιρειών και των αγορών, να προτείνουν τις βέλτιστες λύσεις και να λαμβάνουν τις κρίσιμες αποφάσεις.
Επειδή ωστόσο η προσαρμογή στην εταιρική διακυβέρνηση απαιτεί, εκτός των άλλων, και αξιοσημείωτα κόστη, υπάρχει άμεση ανάγκη θέσπισης κινήτρων, με έμφαση στα φορολογικά. Για παράδειγμα όπως πολύ έξυπνα έχει προτείνει η ΕΝΕΙΣΕΤ θα μπορούσε να καθιερωθεί για τις εισηγμένες εταιρίες ένας αυξημένος συντελεστής έκπτωσης για τα έξοδα που συνδέονται με την εταιρικής διακυβέρνηση, στο ίδιο πνεύμα των ρυθμίσεων που εφαρμόζονται για τις δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας, καθώς αμφότερα προάγουν την αξία της εταιρίας.
Επιπλέον θα πρέπει να γίνει κατανοητό στην ελληνική επιχειρηματικότητα ότι πλέον, στην εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων, και ιδιαιτέρως της κλιματικής, ενισχύεται δυναμικά η απαίτηση των επενδυτών για ισχυρό περιβαλλοντικό και κοινωνικό πρόσημο των εταιρειών στις οποίες επενδύουν. Η τάση αυτή δεν είναι συγκυριακή. Αντιθέτως η Περιβαλλοντική και Κοινωνική Ευθύνη (ESG) και η αειφορία έχουν ήδη καταστεί αναπόσπαστα στοιχεία της επιχειρηματικής αριστείας.
Συνεπώς κάθε εταιρεία που ενδιαφέρεται να προσελκύσει σοβαρά κεφάλαια, εκτός από την εξασφάλιση κερδών στους επενδυτές της, οφείλει να γνωρίζει ότι η δραστηριότητά της θα πρέπει να συνοδεύεται από έντονη περιβαλλοντική και κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Οι παγκόσμιες τάσεις είναι απολύτως ενδεικτικές της νέας πραγματικότητας:
- Τα επενδυτικά κεφάλια που λειτουργούν με κανόνες ESG ανέρχονται σε περισσότερα από 1,8 τρισ., αυξημένα κατά 400% από το 2016.
- Η αγορά των ομολόγων ESG ανέρχεται σε 2,2 τρισ. παγκοσμίως το 2022 και αναμένεται να φτάσει τα 11 τρισ. το 2025.
- Στην Ελλάδα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η νέα αυτή τάση ισχυροποιείται διαρκώς, αφού ήδη ο δείκτης ESG αντιπροσωπεύει τα 3/4 της συνολικής κεφαλαιοποίησης, ενώ έχουν ήδη καταγραφεί σημαντικές επιτυχίες πράσινων ομολογιακών εκδόσεων.
Συμπερασματικά η προσπάθεια για την ενίσχυση της ελληνικής αγοράς οφείλει να είναι πολυεπίπεδη: να αποσκοπεί στη διόρθωση εγγενών ανισορροπιών της αγοράς, να θέτει στόχους εκσυγχρονισμού και αποδοτικότητας στη διοικητική λειτουργία των εταιρειών, να φέρνει το ελληνικό επιχειρείν όλο και πιο κοντά στα ευρωπαϊκά πρότυπα λειτουργίας, να προσφέρει κίνητρα εισαγωγής στο Χ.Α. και ταυτοχρόνως να αναγνωρίζει και να αξιοποιεί στο έπακρο τις νέες τάσεις και αντιλήψεις των μεγάλων επενδυτών.
Ο δρόμος είναι ενδεχομένως μακρύς, αλλά δεν είναι αδιάβατος...