Διανύουμε μία περίοδο όπου η πράσινη μετάβαση είναι επιτακτική για την ανατροπή της κλιματικής αλλαγής, γεγονός που ενισχύεται από τις υψηλές ενεργειακές τιμές, την ανάγκη για προώθηση της ενεργειακής αυτονομίας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αξίζει να σημειωθεί πως η ΕΕ εισάγει το 90% του φυσικού αερίου που καταναλώνει και το 45% περίπου αυτών των εισαγωγών που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση κατοικιών και την ηλεκτρική ενέργεια στις βιομηχανίες προέρχεται από τη Ρωσία. Υπό αυτό το πρίσμα, το υδρογόνο και κυρίως το «πράσινο» και «μπλε» θα μπορούσε να αποτελέσει μία από τις βιώσιμες λύσεις, αντικαθιστώντας σταδιακά το φυσικό αέριο και συμβάλλοντας στην επίτευξη των στόχων του «Fit for 55» και της αναμενόμενης αναθεώρησης του, για μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Στα μέσα του Δεκεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση για πλαίσιο ως προς την απανθρακοποίηση των αγορών αερίου, την προώθηση του υδρογόνου και τη μείωση των εκπομπών μεθανίου, συμπεριλαμβανομένου ως στόχου τη δημιουργία αγοράς υδρογόνου και κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη σχετικών υποδομών, έτσι ώστε να καταστεί δυνατό το εμπόριο μεταξύ χωρών. Κατόπιν, το Μάρτιο η Eπιτροπή πρότεινε το σχέδιο «REPowerEU», για να απεξαρτηθεί η Ευρώπη από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα πριν από το 2030, συμπληρώνοντας με αυτή την κίνηση την ήδη υπάρχουσα «Στρατηγική της ΕΕ για το Υδρογόνο». Η στρατηγική αυτή προέβλεπε ήδη εγκατάσταση ηλεκτρολυτών 6GW έως το 2024, 40GW έως το 2030 και αποσκοπούσε στη χρήση του «πράσινου» υδρογόνου σε μεγάλη κλίμακα τα επόμενα χρόνια, ενώ το σχέδιο «Next Generation EU» υπογραμμίζει το υδρογόνο ως επενδυτική προτεραιότητα για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης.
Επίσης, η Επιτροπή σκοπεύει να αναπτύξει τον λεγόμενο «Επιταχυντή Υδρογόνου», με σκοπό έως το τέλος του Ιουνίου να έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση των πρώτων σημαντικών Έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος, ώστε να λάβουν χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά ταμεία. Μεταξύ άλλων, σημαντικά έργα ελληνικού ενδιαφέροντας είναι υποψήφια, όπως τo «White Dragon» για την παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου στη Δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, ο ΔΕΣΦΑ αποβλέπει στη κατασκευή «δίδυμου» αγωγού έως το 2040, που θα συνδέει την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του πανευρωπαϊκού δικτύου υδρογόνου και προχωρά προς την υλοποίηση αγωγού υψηλής πίεσης στη Δυτική Μακεδονία, συμβατού με μεταφορά υδρογόνου. Επιπλέον, η ΔΕΔΑ σκοπεύει να προχωρήσει με το «πρασίνισμα» των δικτύων της και οι ΜΟΤΟΡΟΙΛ, ΕΛΠΕ και ΔΕΗ εντάσσουν το υδρογόνο στα στρατηγικά τους πλάνα.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, φαίνεται πως το υδρογόνο θα είναι ένας μελλοντικός βασικός φορέας ενέργειας, αν και για να επιτευχθεί αυτό, θα χρειαστεί να πραγματοποιηθεί μία ομαλή ενεργειακή μετάβαση τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Τα δύο βασικότερα προτερήματα είναι πως αφενός το υδρογόνο έχει υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο ανά μονάδα μάζας και αφετέρου κατά την καύση του παράγονται μόνο νερό και θερμότητα και δε ρυπαίνει το περιβάλλον, δίνοντας του την δυνατότητα να συμβάλει στην επίτευξη στόχων για κλιματική ουδετερότητα. Αντιστικτικά, το μεγαλύτερο ίσως μειονέκτημα σχετίζεται με το αυξημένο κόστος παραγωγής του υδρογόνου χαμηλών εκπομπών, όπου έρχεται να προστεθεί η αργή ανάπτυξη υποδομών.
Εφόσον όμως οι τεχνολογίες αναπτυχθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, μειώνοντας το κόστος παραγωγής, και δημιουργηθούν κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα και οι σχετικοί κανόνες για την αγορά, ασφαλή διακίνηση και αποθήκευση, τροφοδοσία, εμπορία και χρήση του, το συγκεκριμένο καύσιμο θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη των εθνικών και ευρωπαϊκών στόχων για τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος. Για να γίνει όμως αυτό πραγματικότητα σε εθνικό επίπεδο, θα χρειαστεί να υπάρξει εμπεριστατωμένη στρατηγική της εκάστοτε χώρας για την προώθηση του ως μεταβατικό καύσιμο, η οποία θα εναρμονίζεται και με σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, το ρυθμιστικό πλαίσιο που απαιτείται για την ανάπτυξη αγοράς υδρογόνου θα πρέπει να δημιουργηθεί λαμβάνοντας υπόψιν την ευρωπαϊκή στρατηγική για το υδρογόνο, όπως επίσης και τις προκλήσεις και τους σχετικούς περιορισμούς (τεχνικούς, οικονομικούς και ασφάλειας). Θα χρειαστεί λοιπόν να περιλαμβάνει σχετικούς κανονισμούς, όχι μόνο για την αποθήκευση του υδρογόνου σε σταθμούς και λιμάνια, αλλά και τις διαδικασίες αδειοδότησης για την παραγωγή του και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των προδιαγραφών που απαιτούνται για τη μεταφορά και διανομή του, είτε αυτή πραγματοποιείται μέσω της έκχυσης του σε αγωγούς, είτε μέσω μεταφοράς με ειδικά διαμορφωμένες δεξαμενές φορτηγών και πλοίων. Παράλληλα, καθοριστικός θα είναι και ο ρόλος των επιχορηγήσεων και οικονομικών κινήτρων, μέσω χρηματοοικονομικών εργαλείων, που θα δοθούν στις ενεργειακές εταιρίες σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς θα διαμορφώσουν τις επενδύσεις και το όραμα τους για την επόμενη ημέρα.
Διαβάστε εδώ το αναλυτικό άρθρο της Grant Thornton