Να μην ασκηθεί δίωξη για απιστία σε βάρος του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της ΔΕΠΑ Θ. Κιτσάκου, αποφάσισε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με βούλευμα που έχει ήδη καταστεί οριστικό και αμετάκλητο, έπειτα και από σχετική πρόταση της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Στην εισαγγελική πρόταση, που υιοθετήθηκε πλήρως από το Δικαστικό Συμβούλιο, αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά το χρόνο θητείας του Θεοδώρου Κιτσακου:
α) δεν επήλθε σημαντική αύξηση του χρέους της ΕΛΦΕ ΑΕ, β) ο ίδιος προέβη σε νέες ρυθμίσεις καταβολής του χρέους, που απέδωσαν αποτελέσματα, αφού εξοφλήθηκε η τρέχουσα κατανάλωση,
γ) ο ίδιος προέβη σε δικαστικές ενέργειες επιδίωξης είσπραξης μέρους του παλαιότερου κεφαλαίου (έκδοση και είσπραξη διαταγών πληρωμής, καταλογισμός μετρητών σε παλαιά χρέη, είσπραξη ποσού τουλάχιστον 392.000 ευρώ μηνιαίως για παλιά χρέη),
δ) ο ίδιος συντασσόμενος με τις αποφάσεις της ΓΣ μετόχων, δεν επέλεξε τη διακοπή παροχής φυσικού αερίου ως λύση, διότι αυτό θα συνεπαγόταν αρνητικές συνέπειες και για τη λειτουργία της ΔΕΠΑ ΑΕ,
ε) οι αποφάσεις του κατέτειναν στην εξυπηρέτηση του εταιρικού συμφέροντος, ενώ ελήφθησαν μετά από συλλογή πληροφοριών, εκτίμηση κινδύνων και στάθμιση λογικής διακινδύνευσης κατά τη διαχείριση εμπορικής δραστηριότητας και στ) δυνάμει των προαναφερθέντων λογιστικών υπολογισμών, το χρέος της ΕΛΦΕ ΑΕ δεν σημείωσε σημαντική, άλλως αναπάντεχη αύξηση. [...]
Με τα δεδομένα αυτά, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της κακουργηματικής απιστίας, παρελκομένης της εξέτασης της συνδρομής του άμεσου δόλου που απαιτείται για την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος αυτού, και το οποίο δεν διαγνώστηκε στο πρόσωπο του Θεοδώρου Κιτσακου».
Σε δήλωσή του ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΠΑ αναφέρει ότι επιφυλάσσεται παντός νομίμου δικαιώματός του αναφορικά με τη βάναυση κατ᾽ εξακολούθηση όπως αναφέρει «επίθεση που υπέστην δημοσίως από πληθώρα μεμονωμένων φυσικών προσώπων αλλά και θεσμικά οργανωμένων ομάδων φυσικών προσώπων».
Ο ίδιος κάνει λόγο για κατάφωρη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, αλλά και για διακίνηση και προβολή ψευδών και συκοφαντικών ειδήσεων.