Σε πτωτική πορεία, ακόμα και σε σύγκριση με πέρυσι, μια χρονική στιγμή που ήταν έντονη ακόμα η επίδραση του κορονοιού στις επιχειρήσεις, βρέθηκε το προηγούμενο δεκαπενθήμερο των ενδιάμεσων εκπτώσεων του Μαΐου του 2022, με τους εμπόρους να υποστηρίζουν ότι βρίσκονται μπροστά σε μια πρωτοφανή κατάσταση, καθώς η πλειοψηφία των πολιτών, παρότι παραδέχονταν ότι οι τιμές και οι προσφορές ήταν καλές, δεν μπορούσε να προχωρήσει σε αγορές, τουλάχιστον όχι στο ίδιο επίπεδο σε σχέση με το παρελθόν.
Σύμφωνα με φορείς της αγοράς, το ποσοστό μείωσης τζίρου σε σχέση με το 2021, παρότι ακόμα δεν έχει προκύψει από το σύνολο των αγορών σε όλη την Ελλάδα, υπολογίζεται σε διψήφιο ποσοστό.
Την ίδια στιγμή, οι εμπορικοί σύλλογοι από όλη την Ελλάδα εξακολουθούν να εμμένουν στην κατάργηση των ενδιάμεσων εκπτώσεων, με τα νέα δεδομένα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του BusinessNews.gr να μεταφέρουν αυτή την ενέργεια από το 2023, με κάθε επιφύλαξη, καθώς πλέον όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά «οι προτεραιότητες του Υπουργείου Ανάπτυξης είναι άλλες αυτή τη στιγμή όπως η καταπολέμηση της ακρίβειας και όχι τόσο πως θα κινηθούν οι εκπτώσεις».
Εξάλλου, αυτό τονίζουν οι φορείς είναι ότι θα έπρεπε να υπάρξει μια σειρά από στοχευμένα μέτρα, ήδη από τους προηγούμενους μήνες και όχι αναδρομικά, προκειμένου να κινούνταν περισσότερο η αγορά και να υπήρχαν και έσοδα για τα δημόσια ταμεία. «Πλέον έχει εμπεδωθεί μια απαισιοδοξία, η οποία επιδρά άμεσα και σε μια κακή ψυχολογία του κόσμου και αυτό έχει ως συνέπεια την εξαιρετικά χαμηλή αγοραστική κίνηση» επισημαίνουν.
Όλα αυτά συμβαίνουν όταν, κατά τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ η ακρίβεια τρέχει με 10,2%, ενώ στα είδη λιανεμπορίου εκτός τροφίμων, το ποσοστό βρίσκεται στο 4,2%, σημάδι, κατά τους φορείς του κλάδου, ότι έχει απορροφηθεί μεγάλο κομμάτι των αυξήσεων στην ενέργεια, στα μεταφορικά και τις πρώτες ύλες, προκειμένου οι τιμές να παραμείνουν προσιτές για τον καταναλωτή.
Κατά τον Αντιπρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, κ. Νίκο Κογιουμτσή, οι αγορές πλέον είναι, για την πλειονότητα των πολιτών, θέμα προτεραιοτήτων και αυτό φάνηκε πολύ έντονα σε αυτές τις ενδιάμεσες εκπτώσεις: «Ο κόσμος κυκλοφόρησε τις προηγούμενες ημέρες, υπήρχε σχετική κίνηση, βοήθησε και ο καιρός. Παρόλαυτα αυτό που γινόταν στους δρόμους, ήταν δυσανάλογο με αυτό που τελικά μπήκε στα ταμεία των καταστημάτων, η αγορά τελικά κινήθηκε πολύ υποτονικά. Ήταν έντονη και η αμηχανία του κόσμου, φάνηκε η δυσκολία στο να καταναλώνει, όλο αυτό που συμβαίνει στο κομμάτι το ενεργειακό και στο κομμάτι του κόστους της καθημερινότητας. Οι καταναλωτές έχουν πλέον προτεραιότητες και θέλουν να ανταπεξέλθουν πρώτα σε αυτές και στη συνέχεια ό,τι περισσεύει να το ξοδεύουν για το κάτι παραπάνω».
Για τον ίδιο, πάντως, η διατήρηση του θεσμού των ενδιάμεσων εκπτώσεων είναι ένα μεγάλο αγκάθι, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επισημαίνοντας ότι τελικά, κερδισμένες από αυτόν βγαίνουν κυρίως οι μεγάλες αλυσίδες, τα μεγάλα πολυκαταστήματα, τα οποία προχωρούν σε προωθητικές ενέργειες και μπορούν να έχουν σημαντικό περιθώριο κέρδους.
Πάντως, από τα μέχρι στιγμής στοιχεία, δεν ξεχώρισε κάποιος κλάδος από πλευράς πωλήσεων, εκτός από την ένδυση και υπόδηση, με ένα μικρό προβάδισμα, τις μικροηλεκτρικές συσκευές και τα καλλυντικά για το καλοκαίρι.
Για μια ουδέτερη κατάσταση στην αγορά τις προηγούμενες ημέρες, για ένα «λάθος μέτρο σε λάθος εποχή» κάνει λόγο στο BusinessNews.gr ο Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά (ΕΒΕΠ) Βασίλης Κορκίδης: «Δεν έγινε τίποτα ιδιαίτερο αυτό το προηγούμενο δεκαπενθήμερο, ειδικά στην Αττική. Δεν υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον από τον κόσμο, το αποτέλεσμα εν γένει δεν είναι καθόλου ικανοποιητικό για τους εμπόρους. Ο κόσμος γύρισε την πλάτη στις εκπτώσεις και επί της ουσίας, ό,τι περιμέναμε επιβεβαιώθηκε: Σαν εργαλείο για τον καταναλωτή, επιβεβαιώνεται ότι δεν συγκινούν πλέον, πόσο μάλλον σε μια τόσο αρνητική οικονομική συγκυρία. Επί της ουσίας, είναι ένα λάθος μέτρο σε μια λάθος εποχή, σε μια εποχή που ούτε χρήματα υπάρχουν, αλλά ούτε και καλό οικονομικό κλίμα».
Παρόμοια κατάσταση, πάντως, επικράτησε και στη Θεσσαλονίκη τις προηγούμενες ημέρες, με τους πολίτες να κάνουν τη βόλτα τους, να απολαμβάνουν τον καλό καιρό, αλλά να μην προχωρούν σε αγορές, τουλάχιστον όχι στο ίδιο ποσοστό όσο στο παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Παντελή Φιλιππίδη «αυτό που χαρακτήρισε αυτή τη φορά τις ενδιάμεσες εκπτώσεις ήταν το ‘’κάθε πέρυσι και καλύτερα’’. Ο κόσμος βγήκε, είδε βιτρίνες, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις απήλθε χωρίς να αγοράσει και πολλά πράγματα, επιβεβαιώνοντας στην ουσία, αυτό που βιώνουμε όλοι μας τους τελευταίους μήνες: Την μειωμένη αγοραστική ικανότητα».
Μάλιστα, κατά τον κ. Φιλιππίδη, οι κλάδοι που αντιμετώπισαν πανωλεθρία στη Βόρεια Ελλάδα ήταν αυτοί της ένδυσης και της υπόδησης: «Τα ρούχα και τα παπούτσια πλέον ο κόσμος δεν τα βλέπει ως είδος πρώτης ανάγκης. Αυτό που θέλει πρώτα είναι να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, δηλαδή την τροφή και τους λογαριασμούς του και στη συνέχεια, αν έχει, να προχωρήσει και σε άλλες αγορές. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, δεν έχει, δεν μπορεί να κοιτάξει τη μόδα του καλοκαιριού, αν δεν έχει να φάει».
Τι λένε οι έρευνες
Υπενθυμίζεται ότι το συμπέρασμα που προέκυψε και από έρευνα που έλαβε χώρα τους προηγούμενους μήνες, ήταν ότι οι ενδιάμεσες εκπτώσεις δεν ενισχύουν ουσιαστικά ταμειακά τις εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα δεν διευκολύνουν στην πράξη τις αγορές των καταναλωτών.
Τα στοιχεία προήλθαν από μελέτη για λογαριασμό του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ενδιάμεσων φθινοπωρινών εκπτώσεων του 2021.
Σύμφωνα με αυτά, η πλειονότητα των ερωτηθέντων σε ποσοστό 82,14% απάντησε ότι οι πωλήσεις τους κινήθηκαν πτωτικά, το 14,29% απάντησε θετικά και ένα ποσοστό της τάξης του 3,57% απάντησε δεν γνωρίζω/δεν απαντώ.
Επίσης, σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των καταστημάτων την πρώτη Κυριακή της φθινοπωρινής εκπτωτικής περιόδου και στην ερώτηση εάν το κατάστημα λειτούργησε την Κυριακή 7/11, 69,64% απάντησαν θετικά, ενώ δεν άνοιξε το 30,36% και στο ερώτημα πως κινήθηκαν οι πωλήσεις σας τη συγκεκριμένη ημέρα, το 15,38% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά, το 82,05% απάντησε αρνητικά και 2,56% "δεν ξέρω/δεν απαντώ".