Με οικογενειακό background στις εκδόσεις και με μακροχρόνιες πανεπιστημιακές σπουδές πάνω στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, θα περίμενε κανείς ότι ο Γιάννης Λάμπρου θα προτιμούσε να συνεχίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα. Όταν έρθει η ώρα να κάνεις, όμως, τον απολογισμό σου να και να αποφασίσεις πως θα συνεχίσεις την επαγγελματική σου πορεία, τελικά η ίδια η ζωή σου δίνει τα σημάδια της και σε κατευθύνει.
Έτσι έγινε και στην περίπτωση του συγκεκριμένου επιχειρηματία – οινοπαραγωγού, ο οποίος κατάφερε με εντατική προσωπική δουλειά την τελευταία δεκαπενταετία να κάνει το κρασί από τη Λέσβο, ένα νησί, το οποίο κυρίως φημίζεται για τις διάφορες μάρκες ούζου, γνωστό ακόμα και στο εξωτερικό, ακόμα και σε αγορές όπως η μακρινή Ιαπωνία.
Πως ξεκίνησαν, όμως, όλα; Ο Γιάννης Λάμπρου πιάνει το νήμα της πορείας του Μεθυμναίου, του ομώνυμου κρασιού που παράγεται στα κτήματά του, αρκετά χρόνια πριν: «Το οινοποιείο όπου παράγεται ο Μεθυμναίος, όπως ονομάζεται το κρασί, άρχισε να χτίζεται το 1994 στα Χύδηρα της Λέσβου, όμως υπάρχει μια προϊστορία. Οι γονείς μου αγαπούσαν πάρα πολύ την περιοχή, ήταν και ο τόπος καταγωγής του πατέρα μου και το 1985 αποφάσισαν αρχικά να αναβιώσουν την παλιά ποικιλία κρασιού της, το λεγόμενο Χυδηριώτικο. Φύτεψαν αρχικά έναν αμπελώνα 10 στρεμμάτων με την ποικιλία, η οποία να αναφέρουμε ότι είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τη φυλλοξήρα, ένα έντομο καταστροφικό για τα αμπέλια, τη δεκαετία του 50’. Αναβίωσαν την ποικιλία από τα ελάχιστα εναπομείναντα κλίματα της περιοχής. Και έτσι έφτασε ως τις ημέρες μας και έτσι ξεκίνησε να παράγεται και εκ νέου η ποικιλία. Μέχρι τότε στη Λέσβο, ουσιαστικά έβγαινε μόνο ούζο, τίποτε άλλο. Το 1994 ξεκίνησε να χτίζεται το οινοποιείο, το 1997 ήταν η πρώτη χρονιά εμφιάλωσης του κρασιού και ολοκλήρωσης του οινοποιείου και το 1999 βγήκε το πρώτο μπουκάλι της σοδειάς του 1997. Στην αρχή έβγαινε μόνο κόκκινο, το 2007 βγήκε το λευκό, το πρώτο μπουκάλι, μετά από διαδικασία και πειραματισμούς 3 ετών. Το Orange βγήκε το 2010 και δημιουργήθηκε από σύμπτωση, αλλά τελικά άρεσε και καθιερώθηκε».
Πλέον ο Μεθυμναίος παράγεται από 25 στρέμματα που βρίσκονται στη Δυτική Λέσβο και ο χάρτης της δραστηριοποίησης για το κρασί του Γιάννη Λάμπρου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «Αυτή τη στιγμή οι εξαγωγές είναι η αιχμή του δόρατος για τον Μεθυμναίο. Υπήρχε μια αλματώδη ανάπτυξη από το 2016 και άρχισαν να αποδίδουν περισσότερο από το 2019 και μετά, περισσότερες με δικές μου επαφές ή εμπορικούς εκπροσώπους που με βρήκαν και λιγότερο από εκθέσεις. Υπάρχουν κάποιες ποσότητες στη λιανική και στα ξενοδοχεία, μέσω των αντιπροσώπων, ενώ το κρασί υπάρχει και στο Duty Free στο αεροδρόμιο ‘’Ελευθέριος Βενιζέλος’’. Το 2021 δεν δούλεψε καθόλου εξαιτίας της πανδημίας, όμως το 2022 εκτιμώ ότι θα υπάρξει αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών».
Για τον Γιάννη Λάμπρου το να εξάγει τον Μεθυμναίο είναι απολύτως αναγκαίο: «Είμαι από αυτούς που λένε ότι οι εξαγωγές είναι μονόδρομος και μάλιστα χωρίς επιστροφή και αυτό το έδειξαν και οι κρίσεις που περάσαμε τα προηγούμενα χρόνια, όπου πρακτικά ήταν δύσκολο να πουληθεί το κρασί στην Ελληνική αγορά. Βγαίνοντας έξω και ερχόμενος σε επαφή με τους αντιπροσώπους στο εξωτερικό, μπλέκεις με μια άλλη κατάσταση, κάνεις ένα δίκτυο που όλο και μεγαλώνει όταν ασχολείσαι με αυτό. Αν ασχολείσαι με τις εξαγωγές, δεν μπορείς να ασχοληθείς επισταμένως με το τι γίνεται στην Ελλάδα. Για να φτάσει σε ένα επίπεδο ένα κρασί, θα πρέπει να είναι διεθνών προδιαγραφών».
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2018 μέχρι τα μέσα του 2021, οι εξαγωγές του Μεθυμναίου στην Ιαπωνία έφτασαν μεσοσταθμικά στο 41% στην Ιαπωνία, 32% στην Ελβετία, 10% στη Ρωσία, 6% στον Καναδά, ακόμα και 5% στη Γαλλία, την πατρίδα του Ευρωπαϊκού κρασιού.
Οι περισσότεροι όταν ακούμε το όνομα Λέσβος έχουμε στο νου μας το περίφημο ούζο της και τους δεκάδες δημιουργούς του από όλο το νησί. Ο Γιάννης Λάμπρου επί της ουσίας είναι ο πρώτος, ο οποίος έβγαλε και ποικιλία κρασιού, και μάλιστα εκτός νησιού, εξάγοντάς το σε Ευρώπη και Ασία: «Όλοι στη Λέσβο έχουν σαν πρώτο μέλημα το ούζο και το νησί είναι κυρίως γνωστό παγκοσμίως για αυτό το απόσταγμα. Υπάρχουν κάποιες προσπάθειες για παραγωγή κρασιού, αλλά απ’ όσο γνωρίζω δεν έχει βγει κάποιος εκτός νησιού. Η πρώτη προσπάθεια εξαγωγής έγινε το 2005 στη Γερμανία, η οποία όμως δεν είναι και η καλύτερη χώρα για το ποιοτικό ελληνικό κρασί, γιατί είναι μια χώρα όπου το κρασί απευθύνεται κυρίως στους ομογενείς. Ωστόσο, έχω την τύχη εκεί να έχω έναν πολύ καλό αντιπρόσωπο εκεί και κάνει μια πολύ καλή προσπάθεια διαδικτυακά και σε καλά γερμανικά εστιατόρια».
Η βοήθεια από την πολιτεία σε αυτή την πορεία ήταν πιο εμφανής τα τελευταία χρόνια: «Η Enterprise Greece έχει βοηθήσει πολύ και νομίζω ότι έχει βοηθήσει πολύ τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά το 2015, η πολιτεία ευτυχώς αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι τότε και έδωσε την αρωγή της».
Παράλληλα, όπως τονίζει και ο ίδιος χαρακτηριστικά σε σχέση με τις εξαγωγές, το μυστικό είναι να μπορεί το κρασί να συνδυαστεί με την καθημερινότητα του ανθρώπου από την ξένη χώρα: «Η δική μου θέση σε σχέση με τις εξαγωγές είναι αν το ελληνικό κρασί είναι να πάει μπροστά και να πάει στο εξωτερικό, ο στόχος είναι να βρεθεί στο καθημερινό τραπέζι του ξένου καταναλωτή. Να μπορεί πχ ο Ιάπωνας να το απολαύσει με το σούσι του. Η βασική μου αγορά αυτή τη στιγμή είναι η Ιαπωνία και στα ταξίδια που έχω κάνει εκεί μου λένε «Ο Μεθυμναίος πάει με το σούσι, πάει με το ντάσι (σ.σ. πολύ γνωστά ιαπωνικά φαγητά) πηγαίνει με όλα αυτά τα εδέσματα που έχουμε εδώ».
Πρόκειται για μια πορεία που ξεκίνησε από το 2016 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, από μια επαφή που έγινε με τον Ιάπωνα εμπορικό ακόλουθο στην έκθεση ‘’τα Κρασιά του Αιγαίου'' και στη συνέχεια αναπτύχθηκε, μετά και από ταξίδι του επιχειρηματία στο Τόκιο και την Οζάκα.
Ο ίδιος μιλά και για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην παραγωγή του κρασιού το 2021: «Στη Λέσβο καύσωνα άνω των 40 βαθμών δεν είχαμε σχεδόν ποτέ και αν αυτό συνέβαινε, θα συνέβαινε μέχρι τα τέλη του Ιουλίου και δεν θα κρατούσε πάνω από δύο ημέρες. Τα πράγματα έχουν αλλάξει όμως πλέον. Τον περασμένο Αύγουστο είχαμε συνεχώς πάνω από 40 βαθμούς, κάτι πρωτοφανές και φυσικά είχε τη δική του επίδραση στα σταφύλια, καθώς κάηκαν πριν καν κοκκινίσουν. Μάλιστα, οι απώλειες έφτασαν στο 25% σε σχέση με το αναμενόμενο».