Πριν από λίγες ημέρες, η είδηση της εξαγοράς της ζυθοποιίας Σερρών Siris Microbrewery, εκτός από την κινητικότητα στο χώρο της ζυθοποιίας, μέσα από τα λόγια του νέου ιδιοκτήτη Β. Φωτιάδη ανάδειξε και μια νέα πραγματικότητα στον κλάδο, η οποία έχει γίνει ακόμα πιο έντονη μετά και από τον πόλεμο στην Ουκρανία: Την κατακόρυφη αύξηση στην τιμή του κριθαριού, δηλαδή της βύνης, που έχει δημιουργήσει ζητήματα τους τελευταίους μήνες, ειδικά σε πιο μικρές ζυθοποιίες.
Ζήτημα, το οποίο γίνεται πιο έντονο, με φόντο και την έναρξη της θερινής σεζόν, η οποία ενθαρρύνει περισσότερο την κατανάλωση μπίρας τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους ξένους επισκέπτες.
Η βύνη, είναι δημητριακό, κυρίως κριθάρι, που έχει υποστεί την επεξεργασία της βυνοποίησης. Κατά τη βυνοποίηση, το κριθάρι διαβρέχεται και βλασταίνει μερικώς, μέχρι να αναπτυχθούν τα ένζυμα που είναι αναγκαία για την παραγωγική διαδικασία ενώ στη συνέχεια ξηραίνεται και καβουρδίζεται σε εύρος θερμοκρασιών για να πάρουμε από ανοιχτόχρωμες μέχρι καραμελοποιημένες και σκουρόχρωμες βύνες. Επί της ουσίας, η βύνη είναι το κύριο συστατικό της μπίρας, το οποίο παρέχει τα αναγκαία σάκχαρα, τα οποία θα καταναλωθούν από τη μαγιά κατά τη ζύμωση για να πάρουμε αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα.
Στην Ελλάδα, οι ζυθοποίιες χωρίζονται σε αυτές που έχουν δικά τους βυνοποιία και άρα δεν χρειάζονται να εισάγουν για την παραγωγή των προϊόντων τους, όπως η Αθηναϊκή Ζυθοποιία και η Ζυθοποιία Μακεδονίας – Θράκης (που παράγει τη μπίρα Βεργίνα) και σε όλες τις υπόλοιπες, μεσαίου και μικρότερου βεληνεκούς που βρίσκονται στη διαδικασία να αγοράζουν από Ελλάδα και εξωτερικό.
Πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος της Αθηναϊκής Ζυθοποίιας Αλέξανδρος Δανιηλίδης έκανε λόγο για το πρόγραμμα συμβολαιακής καλλιέργειας, το οποίο τρέχει τα τελευταία 14 χρόνια και καλύπτει 2.000 αγρότες, απορροφώντας το 20% της παραγωγής κριθαριού της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον ίδιο, με τη συμβολή της επιστημονικής κοινότητας και του γεωπονικού πανεπιστημίου, δημιουργήθηκαν σπόροι που θα είναι ανθεκτικοί στις νέες κλιματικές συνθήκες, για κριθάρι που παράγεται από τους Έλληνες αγρότες, στα βυνοποιία που διαθέτει η εταιρεία τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην Πάτρα.
Για τον κ. Δανιηλίδη, η κίνηση εξαγωγής βύνης μπορεί να σηματοδοτήσει ακόμα περισσότερο την ανάπτυξη του τομέα καλλιέργειας κριθαριού στην Ελλάδα: «Φτάσαμε στο σημείο να εξάγουμε τη βύνη που παράγουμε στην Ελλάδα, όταν η παραγωγή κριθαριού ήταν πάρα πολύ μεγάλη τα προηγούμενα χρόνια και νομίζουμε ότι αυτό το παράδειγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για την ανάπτυξη ενός τομέα που για την Ελλάδα είναι ζωτικής σημασίας”.
Tην ίδια στιγμή, στέλεχος της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας λέει στο BusinessNews.gr ότι το κλειδί για την αντιμετώπιση όλων αυτών των εξωγενών εμποδίων είναι η ανάληψη άμεσων πρωτοβουλιών. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι διεθνείς εξελίξεις (βλ. παρατεταμένη επιρροή covid-19, πόλεμος στην Ουκρανία) έχουν επηρεάσει όλα τα επίπεδα της εφοδιαστικής αλυσίδας παγκοσμίως. Λόγω της μεγάλης αναστάτωσης το «σημείο-κλειδί» είναι η έγκαιρη διασφάλιση της επάρκειας. Για αυτό και φροντίσαμε, στο μέτρο του εφικτού, για τη διασφάλιση των πρώτων υλών και των υλικών μας, την επάρκεια σε ανθρώπινο δυναμικό μέσω νέων προσλήψεων, το χτίσιμο των αποθεμάτων μας και τον όσο το δυνατόν ορθότερο προγραμματισμό σε όλο το φάσμα λειτουργίας μας», αναφέρει.
Πρόσθετει, επίσης, ότι «παράλληλα, πρωταρχικό μέλημά μας ως Ολυμπιακή Ζυθοποιία είναι να ανταποκριθούμε στις ανάγκες τόσο της αγοράς, όσο των καταναλωτών και των πελατών. Για αυτό το λόγο, καταβάλουμε σταθερά μεγάλη προσπάθεια έτσι ώστε η άνοδος των τιμών να μετακυλιστεί στον μικρότερο δυνατό βαθμό στον τελικό καταναλωτή απορροφώντας μεγάλο μέρος του κόστους παραγωγής. Σαφώς και συνεχίζουμε την προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση, παραμένοντας ευέλικτοι και προχωρώντας σε διαρκείς προσαρμογές σε διάφορα επίπεδα της λειτουργίας μας, με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητας συνολικά στον τρόπο λειτουργίας μας».
Δεν είναι όμως για όλες τις εταιρείες ανθηρά τα πράγματα, καθώς η κατακόρυφη αύξηση των τιμών της πρώτης ύλης και το ενδεχόμενο ανεπάρκειας, αν συνεχιστεί η υπάρχουσα κατάσταση, είναι ορατό, και μάλιστα σε μια δύσκολη χρονική συγκυρία, το καλοκαίρι, οπότε και η κατανάλωση μπίρας αυξάνεται κατακόρυφα.
Σύμφωνα με στέλεχος της Ελληνικής Ζυθοποιίας Αταλάντης (ΕΖΑ), «είναι ένα ζήτημα που έχει δημιουργηθεί αυτό με τη βήνη, ωστόσο στην παρούσα φάση δεν επηρεαζόμαστε, καθώς υπάρχει κάλυψη στην επάρκεια από τους προηγούμενους μήνες. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν υφίσταται θέμα, το οποίο, αν το προσθέσεις σε όλες τις ανατιμήσεις που υπάρχουν τον τελευταίο καιρό, δημιουργεί ένα ασφυκτικό κλίμα, κυρίως όμως για το μέλλον, όχι για τώρα, καθώς από την Ευρώπη το μήνυμα που έρχεται είναι ότι δεν υπάρχουν ποσότητες».
Κατά το ίδιο στέλεχος, εξάλλου, η τιμή της βύνης ήδη, από το 2020 συνεχώς ανεβαίνει και εν έτει 2022, δύο χρόνια μετά, έχει διπλασιαστει.
Ο πολεμος, δε, όξυνε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, καθώς πριν την ουκρανική κρίση, ο τόνος κριθάρι αποτιμώνταν στα 660 ευρώ και από τον Φεβρουάριο και μετά ανέβηκε αυτόματα στα 900 ευρώ.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και η τοποθέτηση του επικεφαλής της εταιρείας που παράγει την μπίρα Septem στην Εύβοια, Σοφοκλή Παναγιώτου, σύμφωνα με τον οποίο πλέον έχει δημιουργηθεί τεράστια αναστάτωση σε επίπεδο τιμών σε ό,τι αφορά την πώληση βύνης. «Πρόκειται για μια αύξηση που ξεκίνησε από 15% πάνω σε σχέση με μερικούς μήνες και πλέον έχει φτάσει στο 4-50% αύξηση, με την μετακύλιση που έχει γίνει, προς το παρόν, προς τον καταναλωτή να είναι η ελάχιστη δυνατή».
Και αν κατά τον ίδιο η κατάσταση, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι διαχειρίσιμη, αν δεν υπάρξει, όμως, σύντομα κάποιο τέλος στο θέμα του πολέμου, ίσως να υπάρχει σημαντικό πρόβλημα, από το φθινόπωρο και μετά, καθώς οι προμήθειες του καλοκαιριού δεν κινδυνεύουν.
Για την ανάγκη ύπαρξης περισσότερων βυνοποιίων στις ελληνικές ζυθοποίιες στην Ελλάδα, προκειμένου να μην υπάρξουν και στο μέλλον παρόμοια ζητήματα μιλά στο BusinessNews.gr ο εκ των ιδιοκτητών της premium Κορινθιακής μπίρας Ζέος, Γιώργος Γκάμαρης, ο οποίος επισημαίνει ότι υπάρχουν ελλείψεις σε δυνατή ποιοτικά βύνη, κάτι το οποίο στρέφει τους παραγωγούς σε άλλες χώρες, που διαθέτουν μεν την πρώτη ύλη, αλλά είναι πιο ‘’αδύναμη ποιοτικά’’, γεγονός που συνεπάγεται και τη χρήση μεγαλύτερης ποσότητας, κάτι που έχει επίδραση και στο τελικό κόστος παραγωγής».
«Υπό κανονικές συνθήκες τη βύνη την αγοράζαμε από την Ουκρανία, καθώς τη γνωρίζαμε και ποιοτικά, ενώ ήταν και σε καλή τιμή, τώρα πλέον αγοράζουμε… απ’ όπου βρούμε, κυρίως από Γερμανία και Βέλγιο και κάποια μικρή παραγωγή από την Ελλάδα» αναφέρει ο κ. Γκάμαρης, ο οποίος πέρα από το ζήτημα της βύνης θίγει και αυτό της έλλειψης φιαλών, που οδηγεί και στην έλλειψη κάποιων κωδικών, καθώς και μεγάλο μέρος φιαλών στην ζυθοποιία εισάγονταν, επίσης, από την Ουκρανία.