Το σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου (Weighted Average Cost of Capital ή ακόμη πιο πρακτικά, WACC) αποτελεί ένα προεξοφλητικό επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την εύρεση της παρούσας αξίας των μελλοντικών ταμειακών ροών μιας εταιρείας. Ζητούμενό του, είναι ο προσδιορισμός της αναλογίας προέλευσης της εταιρικής χρηματοδότησης ως προς την προέλευση των κεφαλαίων (ίδια ή δανειακά), καθεμία από τις οποίες σταθμίζεται με την αντίστοιχη χρήση της.
Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει το σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου (WACC) ως το σταθμισμένο μέσο ποσοστό απόδοσης που μια επιχείρηση αποδίδει θεωρητικά στους πιστωτές και τους μετόχους (ή κεφαλαιοδότες) της προκειμένου να αντισταθμίσει τον κίνδυνο που αυτοί αναλαμβάνουν, επενδύοντας το κεφάλαιό της.
Η επικείμενες δομικές μεταβάσεις του ευρύτερου παραγωγικού μοντέλου, που κάθε επιχείρηση εφαρμόζει (πράσινη και ψηφιακή), όπως είναι φυσικό, προβλέπεται ότι θα επηρεάσουν τεκτονικά, το δείκτη αυτό, με αποτέλεσμα, η κεφαλαιακή σύνθεση κάθε επιχείρησης να τεθεί στο επίκεντρο μιας νέας αντιπαράθεσης, ως προς τη χρυσή τομή, ανάμεσα στη χρήση ξένων και ιδίων πόρων.
Έως σήμερα, η συντήρηση μιας αναλογίας, βάσει της οποίας το σύνολο των δανειακών κεφαλαίων (δάνεια συν πιστώσεις κάθε είδους) ήταν μικρότερο από το σύνολο των Ιδίων Κεφαλαίων, προσέφερε στην κάθε εταιρεία, τόσο άνεση στην εξόφληση των υποχρεώσεων της, όσο και ασφάλεια στους μετόχους της, ως προς την λήψη της απόδοσης που αυτοί ανέμεναν. Αλλάζει τώρα αυτό; Είναι θέμα οπτικής γωνίας.
Οι επιχειρήσεις, καθώς εισέρχονται πλέον στην εποχή των Μεγάλων Μεταβάσεων, αντιμετωπίζουν ένα και μόνο επιβεβαιωμένο δεδομένο: την αύξηση του κόστους σε μεσο-βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Το «πράσινο» σκέλος των αλλαγών, αυξάνει τις απαιτούμενες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, μεγεθύνει το χρηματοοικονομικό κόστος (εφόσον χρειαστεί δανεισμός για να υλοποιηθούν οι επενδύσεις αυτές) και είναι ικανό να δημιουργήσει τάσεις φυγής από πλευράς μετόχων, αφού οι προσδοκίες αυξανόμενων μερισμάτων συρρικνώνονται.
Από την άλλη πλευρά, ο «ψηφιακός» παράγοντας, είναι ικανός να μειώσει τα κόστη, αλλά μεσομακροπρόθεσμα, καθώς οι μεταβολές που θα προκληθούν, συνοδεύονται από σημαντικές δαπάνες σε εκπαίδευση, εξοπλισμό και χρηματοδότηση προγραμμάτων αποχώρησης προσωπικού. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το προεξοφλητικό επιτόκιο που θα χρησιμοποιηθεί από τη Διοίκηση, θα είναι αυξημένο, αφού – επίσης μεσοβραχυπρόθεσμα – οι Μεταβάσεις αναμένεται να υπερθερμαίνουν την οικονομία.
Η άσκηση είναι προφανώς εξαιρετικά δύσκολη και επιχειρηματικά προκλητική, αφού, ουσιαστικά, το σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου (WACC) επιμετρά τη βιωσιμότητα ενός παραγωγικού οργανισμού στη λεπτομέρεια της. Πως μπορεί να κινηθεί ένας επιχειρηματίας, ένας Διευθύνων Σύμβουλος ή ένας Οικονομικός Διευθυντής, προκειμένου να κερδίσει χρηματοδοτικό χώρο;
Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί μόνο μέσα από την υιοθέτηση ενός προϋπάρχοντος, αλλά παραμελημένου όρου: του Κόστους Αναδιάρθρωσης (Restructuring Cost) καθώς αποτελεί τη μέθοδο εκείνη που μειώνει σημαντικά το χρόνο πραγματικής απόσβεσης μιας διαδικασίας δομικής μετάβασης – πλήρους ή μερικής – με τέτοιο τρόπο ώστε η καθαρή ωφέλεια από την επιλογή αυτή να εισέλθει στην επιχείρηση το δυνατόν αμεσότερα. Επιπλέον, δίνει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να παρουσιάζει τις οικονομικές της επιδόσεις, διαχωρίζοντας διακριτά τα κόστη που πηγάζουν από τη διαδικασία εφαρμογής του.
Επενδυτές, μέτοχοι και πιστωτές, αποκτούν έτσι μια ολοκληρωμένη και αναλυτική εικόνα, τόσο της τρέχουσας δραστηριότητας, όσο και της εν εξελίξει μετάβασης – επένδυσης.
Πως όμως μπορεί μια εταιρεία, να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο του Κόστους Αναδιάρθρωσης ;
Αρχικά, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η αναγκαία ρευστότητα. Αποτελεί ζητούμενο ο συσχετισμός ξένων – ιδίων πόρων από την οποία θα προέλθει, καθώς μια σειρά από παράγοντες (κλάδος δραστηριοποίησης, εποχικότητα ή μη, πιστωτικές πολιτικές, κανονιστικά πλαίσια, μέγεθος) διαφοροποιούν το μείγμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ρευστότητα εξ ιδίων πόρων πρέπει να είναι μεγαλύτερη και σχετικά σταθερή μεσοπρόθεσμα.
Το δεύτερο βήμα, προϋποθέτει μια ενδελεχή, μεσοπρόθεσμη παρακολούθηση – προβλεπτικά – του Κεφαλαίου Κίνησης. Ουσιαστικά, το βήμα αυτό, θα μπορούσε να εκληφθεί ως συμπληρωματικό το πρώτου, καθώς η ακριβής προβολή του Κεφαλαίου Κίνησης, εξασφαλίζει τη σταθερή ροή ιδίας ρευστότητας.
Τρίτον, είναι αναγκαίο, να δημιουργηθεί ένα πλήρες πληροφοριακό πλαίσιο, ώστε οι πιστωτές και οι εν γένει χρηματοδότες να είναι σε θέση να ελέγχουν ανά πάσα στιγμή την εξέλιξη του σχεδίου.
Τέλος, το όλο σχέδιο οφείλει να ακολουθεί ένα αναλυτικό, λεπτομερές και βασισμένο σε σειρά παραδοχών, Επιχειρηματικό Σχέδιο.
Από τεχνικής άποψης, εργαλείο χρήσης αποτελεί το ΔΛΠ 37 (Προβλέψεις, ενδεχόμενες υποχρεώσεις και ενδεχόμενα περιουσιακά στοιχεία). Οι λογιστικές προδιαγραφές της Αναδιάρθρωσης, εκτίθεται εκτενώς στις παραγράφους 70 έως και 83.
Πέραν όμως αυτών, εξαιρετικό ενδιαφέρον, παρουσιάζει η δυνατότητα που παρέχεται στην επιχείρηση να συμπεριλάβει στα εξαιρούμενα από τη λειτουργική δραστηριότητα, κόστη (φόροι, τόκοι και αποσβέσεις) το σύνολο των άμεσων δαπανών αναδιάρθρωσης. Έτσι, εταιρείες με ακανόνιστη περιοδικότητα δαπανών, έχουν τη δυνατότητα να εξομαλύνουν το λειτουργικό τους αποτέλεσμα, προβάλλοντας την επίδοση που πραγματικά επιτυγχάνουν και όχι εκείνη που παραμορφώνεται ελέω συγκυρίας.
Διεθνώς, η χρήση του EBITDAR είναι εξαιρετικά δημοφιλής και σε δραστηριότητες εκτός Αναδιάρθρωσης, οι οποίες, είτε επισείουν μεγάλο κόστος ενοικίου χώρων ή σημαντικών δαπανών συντήρησης. Έτσι, ξενοδοχεία, εστίαση, και αεροπορικές εταιρείες, χρησιμοποιούν – και επωφελούνται – από τη μεθοδολογία αυτή.
Εισερχόμενοι στη νέα πραγματικότητα των Μεγάλων Μεταβάσεων, το Κόστος Αναδιάρθρωσης, αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο προσαρμογής. Δεδομένου δε, του ότι όλες οι θεσμικές και κανονιστικές παρεμβάσεις θα σχετιστούν με το περιεχόμενό του, καθίσταται αναγκαία η χρήση του, ακόμη και σε επίπεδο απλού σχεδιασμού – άσκησης. Το όφελος άμεσα θα στρέψει τους επιχειρηματίες, από τη θεωρία στην εφαρμογή.