Ανοδική πορεία, παρά τις συνεχείς αυξήσεις στο σουβλάκι και εν γένει τους τριγμούς στην αγορά λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια, σημειώνει η εταιρεία Megas Yeeros, με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα χρονιά να έχουν θετικό πρόσημο, καθώς υπάρχει, κατά όσα αναφέρονται από την εταιρεία, ισχυρή οικονομική απόκριση από δύο πυλώνες ταυτόχρονα: Τόσο από το κομμάτι του τουρισμού όσο και την ενίσχυση του ethnic ελληνικού φαγητού στις αγορές του εξωτερικού, οι οποίες μέσα στο 2022 αναμένεται να γίνουν περισσότερες.
Παράλληλα, η εταιρεία, που δεν σταμάτησε τις επενδύσεις για την αναβάθμιση των μονάδων παραγωγής της, ακόμα και εν μέσω πανδημίας, «ανοίγει» ακόμα περισσότερο τη βεντάλια των προϊόντων meatless, στην οποία είχε επενδύσει, ήδη από τη δεκαετία 2010-2020 από τις πρώτες.
Σύμφωνα με όσα επισημαίνει στο BusinessNews.gr, ο CEO της εταιρείας Νίκος Λούστας «οι προβλέψεις μας για την πορεία της εταιρείας μέσα στο 2022 προβλέπονται ευοίωνες, αφού αναμένουμε αύξηση στο τζίρο μας. Βρισκόμαστε στο μέσον της χρονιάς και τα δείγματα είναι ιδιαίτερα θετικά, καθώς ο αυξημένος τουρισμός στο εσωτερικό και το ethnic ελληνικό φαγητό που προσφέρουμε στο εξωτερικό, δείχνουν ανοδικές τάσεις και σε αξία και σε όγκο προϊόντων».
Από την άλλη πλευρά, το σουβλάκι, το παραδοσιακό ελληνικό φαγητό βρέθηκε στο στόχαστρο λόγω της αύξησης στην τιμή του, η οποία στα νησιά φτάνει ακόμα και τα 5 ευρώ ανά τεμάχιο. Τι απαντά σε αυτό ο επικεφαλής της εταιρείας, όντας ανάμεσα στους κύριους προμηθευτές κρέατος σε μεγάλες αλυσίδες ψητοπωλείων στη χώρα; «Δεν θεωρούμε ότι ανέβασε τη τιμή του, με την έννοια ότι το σουβλάκι εξακολουθεί να βρίσκεται στη χαμηλότερη δυνατή τιμή συγκριτικά με το προσφερόμενο προϊόν στο σύνολό του. Αποτελεί το πιο φθηνό προϊόν στην ελληνική και παγκόσμια αγορά στη κατηγορία του fast casual food. Σκεφτείτε ότι με 3,5 € προσφέρουμε 350γρ-450γρ. πρωτεΐνης και ουσιαστικά καταναλώνουμε ένα πλήρες γεύμα».
Δεδομένο είναι δε, ότι οι συνεχείς αυξήσεις έχουν μετατρέψει την αγορά σε κινούμενη άμμο. Όπως τονίζει ο κ. Λούστας «το τελευταίο διάστημα, βλέπουμε διαρκώς αυξήσεις στην ενέργεια, στη συσκευασία, στις Α’ ύλες, οι οποίες μοιραία θα πρέπει να μετακυληθούν και στο τελικό προϊόν. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν τα έξοδα, πέφτουν στην παγίδα να αγοράσουν φτηνότερες Α' ύλες, όπως γύρο, για παράδειγμα, με "όφελος" 20 και 30 λεπτά ανά κιλό. Με αυτόν τον τρόπο, "κερδίζουν" στα 30 κιλά γύρου 6 ευρώ την ημέρα και 180 ευρώ το μήνα, ενώ, την ίδια στιγμή, θα μπορούσαν να τιμολογήσουν με 1 ευρώ κάθε κατ’ οίκον παράδοση και έτσι, με 200 διανομές την ημέρα, να κερδίσουν 6.000 ευρώ μηνιαίως, χωρίς να πλήξουν στο ελάχιστο την ποιότητα και την αξιοπιστία τους. Μόνο αν προωθήσουν και τιμολογήσουν σωστά το προϊόν τους, θα αλλάξουν και την κουλτούρα του Έλληνα καταναλωτή, ώστε να αντιληφθεί ότι το ψητοπωλείο είναι μια σύγχρονη, μοντέρνα επιχείρηση που μπορεί να προσφέρει καινούρια και καινοτόμα προϊόντα».
Την ίδια στιγμή, παρά τη δίνη των αυξήσεων, η εταιρεία βρίσκεται σε δημιουργικό πυρετό, είτε με τη δημιουργία νέων προϊόντων ή βάζοντας στο στόχαστρο νέες αγορές. Ενδεικτικό είναι ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην παρούσα φάση βρίσκονται μεγάλες αλυσίδες σουπερ μάρκετ στη Βρετανία, αλλά και η αγορά του Ισραήλ.
Σε ετοιμότητα, βρίσκεται, δε η εταιρεία για αγορές όπως αυτή της Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου, της Νορβηγίας και της Φινλανδίας, ενώ υπάρχει διάθεση ενίσχυσης σε ήδη υπάρχουσες αγορές όπως αυτή του Kαναδά και των ΗΠΑ, μια χώρα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Megas Yeeros, της οποίας η έκταση είναι μεγαλύτερη από την Ευρώπη και ο πληθυσμός της διπλάσιος. Φιλοδοξία, δε, της εταιρείας είναι μέσα στα επόμενα 4 χρόνια οι εξαγωγές της να ξεπεράσουν το 65% του τζίρου της.
Παρά τα ανοιχτά μέτωπα, η εταιρεία δεν σταματά, εξάλλου, να ανανεώνει το χαρτοφυλάκιό της, αξιοποιώντας σε μεγάλο βαθμό, την τάση meatless. Κατά τον κ. Λούστα μάλιστα, «μέχρι το 2025 ο Megas Yeeros, αξιοποιώντας τα mega meatless, αλλά και τα νέα καινοτόμα προϊόντα στην κατηγορία του κρέατος, θα πρέπει να κάνει τζίρο 100 εκατομμύρια και να βρίσκεται στον παγκόσμιο χάρτη των τροφίμων», προσθέτοντας ότι «είναι χρέος μας να παρακολουθούμε τις παγκόσμιες διατροφικές τάσεις, να τις μελετούμε και να προσφέρουμε νόστιμες επιλογές, υψηλής διατροφικής αξίας. Η επόμενη δεκαετία, είναι ξεκάθαρα η δεκαετία των εναλλακτικών πρωτεϊνών και προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε επενδύσει στον τομέα του εναλλακτικού κρέατος και στη δημιουργία της πολύ επιτυχημένης σειράς mega meatless».
Σε αυτό το πλαίσιο, η εταιρεία αναβαθμίζει συνεχώς τις μονάδες παραγωγής της. Όπως αναφέρει ο κ. Λούστας: «Τα τελευταία 3 χρόνια έχουμε επενδύσει πάνω από 3,3 εκατομμύρια ευρώ σε μηχανολογικό εξοπλισμό, στην επέκταση και αναβάθμιση των εργαστηρίων μας. Αυτοματοποιήσαμε τη παραγωγή μας με σκοπό την αύξηση της παραγωγικής μας δύναμης επιτυγχάνοντας παράλληλα περαιτέρω οικονομία στους φυσικούς μας πόρους. Ακολουθούμε τις πλέον, σύγχρονες μεθόδους που εφαρμόζονται παγκοσμίως, τόσο στο τμήμα παραγωγής του εργοστασίου αλλά και στις συσκευαστικές διαδικασίες των προϊόντων μας. Εκσυγχρονίσαμε τις κτηριακές μας εγκαταστάσεις με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας αλλά και την ασφάλεια των εργαζομένων. Προχωρήσαμε, επίσης, σε αναβάθμιση του εργαστηρίου ποιοτικού ελέγχου, με την εισαγωγή σύγχρονων, μοριακών μεθόδων για την ταχεία ανίχνευση παθογόνων μικρο-οργανισμών, προσφέροντας έτσι προϊόντα 100% ασφαλή, ανώτερης ποιότητας».
Σε σχέση, δε, με την εξοικονόμηση ενέργειας, που εξελίσσεται σε σημαντικό ‘’πονοκέφαλο’’ για τις μεγάλες βιομηχανίες, από την εταιρεία επισημαίνεται ότι στα βραχυπρόθεσμα πλάνα της δεν υπάρχουν σκέψεις για εναλλακτικές μορφές ενέργειες, ωστόσο ο μηχανολογικός εξοπλισμός της βοηθά σημαντικά τόσο στην εξοικονόμηση ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και νερού.