Πέντε μήνες και κάτι μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η κατάσταση στην εφοδιαστική αλυσίδα μοιάζει σύμφωνα με τους φορείς της αγοράς με κινούμενη άμμο, καθώς οι αυξήσεις που έχουν επιβληθεί στα ναύλα και τα καύσιμα έχουν προκαλέσει αντίστοιχα ανατιμήσεις σε μόνιμα συμβόλαια, αλλά και σε άπαξ μεταφορές από μεγάλες εταιρείες μεταφορών, προκαλώντας με τη σειρά τους, ανοδική πορεία στις τιμές των προϊόντων που φτάνουν στον καταναλωτή.
Οι, δε, τιμές των μεταφορών εκτινάσσονται ότι τα δρομολόγια περιλαμβάνουν και θαλάσσια μετακίνηση, με συνδυασμό αύξησης καυσίμων και ναύλων.
Στελέχη της συγκεκριμένης αγοράς στην Ελλάδα αναδεικνύουν πλέον ζήτημα επιβίωσης αρκετών, ειδικά μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ μιλούν για έναν δύσκολο χειμώνα, αν εξακολουθήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, προσθέτοντας ότι η κατάσταση θα γίνει χειρότερη αν υπάρξει κάποια νέα μετάλλαξη του Covid-19.
Υπενθυμίζεται ότι η εκτίμηση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) για την άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία είναι ότι θα φέρει επιβάρυνση στην παγκόσμια ανάπτυξη και στον πληθωρισμό. Προειδοποίησε, δε, ότι η αρνητική αυτή εξέλιξη θα μπορούσε να μειώσει το ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών κατά 0,7 μονάδες έως το 2023 και να αυξήσει τον πληθωρισμό κατά μία μονάδα.
«Οι τιμές του αργού πετρελαίου έχουν αυξηθεί περισσότερο από 30%, του φυσικού αερίου στην Ευρώπη κατά περισσότερο από 60%, των τροφίμων και των μετάλλων έχουν επίσης αυξηθεί» σημειώνουν οι αναλυτές της BIS.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου πριν από μερικούς μήνες, σύμφωνα με την οποία ο αντίκτυπος που έχουν τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα στην αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγάλος.
Στη συγκεκριμένη μελέτη αναφέρεται ότι η μεταποιητική παραγωγή της ευρωζώνης το 2021 θα είχε αυξηθεί 6% και το ΑΕΠ της 2% περισσότερο, αντίστοιχα, αν δεν υπήρχαν οι περιορισμοί στην προσφορά, ενώ η αύξηση των τιμών παραγωγού στην περιοχή θα ήταν 50% μικρότερη.
Ανησυχητικό είναι ότι οι περιορισμοί στην προσφορά αναμένεται να διαρκέσουν περισσότερο και είναι πολύ πιθανό να επεκταθούν και στο 2023, λόγω των μεταλλάξεων του κορονοιού, ενώ στα τέλη του 2021 οι ειδικοί για τη βιομηχανία ανέμεναν ότι οι ελλείψεις για την αυτοκινητοβιομηχανία θα εξέλειπαν έως τα μέσα του 2022 και τα ευρύτερα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας έως τα τέλη του 2022.
Παράλληλα, πρόσφατα υψηλόβαθμό στέλεχος στο τμήμα logistics της Visy Industries τόνισε ότι η παγκόσμια συμφόρηση στα λιμάνια πρόκειται να συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2023 και ως εκ τούτου oι ναύλοι στην spot αγορά αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, επεσήμαναν στελέχη των logistics, καλώντας τους ναυλωτές να στραφούν σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια για τη διαχείριση του κόστους.
Το ίδιο στέλεχος επισημαίνει πως το ξέσπασμα της πανδημίας έχει επιμηκύνει τους χρόνους παράδοσης των πλοίων από το 2020, αυξάνοντας τα κόστη ναύλων, ενώ η σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας και το lockdown στη Σαγκάη προστέθηκαν στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας.
«Πιστεύουμε ότι η τρέχουσα συμφόρηση, όχι μόνο στα λιμάνια αλλά και στις υποδομές στην ξηρά, θα μας προβληματίζουν τουλάχιστον μέχρι το 1ο τρίμηνο του 2023», δήλωσε ο Πίτερ Σουντάρα, αξιωματούχος στο τμήμα logistics της Visy Industries.
Διαφοροποιήσεις σε συμβόλαια - «Ράλι» πιέσεων για πολλές εταιρείες
Και αν στην αρχή του πολέμου στην Ουκρανία υπήρχε αίσθηση ότι επίκεινται περαιτέρω αυξήσεις στα καύσιμα που θα επηρέαζαν τις τιμές των μεταφορών, πλέον μιλάμε, σύμφωνα με όσα αναφέρουν στο BusinessNews.gr στελέχη του κλάδου για αξιοσημείωτες ανατιμήσεις που αφορούν τόσο τις εθνικές όσο και τις διεθνείς μεταφορές.
Κατά τα όσα αναφέρει ο COO της εταιείας Sarmed, Δημήτρης Καραγιάννης έγιναν μεγάλες αναπροσαρμογές στα συμβόλαια με πολλές εταιρείες μέσα στην άνοιξη, ως αποτέλεσμα της συνέχειας του πολέμου και όσων συνεπειών έφερε αυτός, ειδικά στα ενεργειακά ζητήματα: «Υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στα συμβόλαια, τόσο πιο μικρά, όσο και των μεγαλύτερων πελατών μας τους τελευταίους μήνες. Οι συνέπειες του πολέμου και το γεγονός ότι αυτός διαρκεί, δημιουργώντας μια αβέβαιη και ασύμμετρη κατάσταση στην αγορά έχει ως αποτέλεσμα κλιμακωτές αυξήσεις που έχουν, όπως αντιλαμβάνεστε, και τη δική τους επίδραση και στις τιμές των προϊοντων στην αγορά».
Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι προσαρμογές στα συμβόλαια ξεκινούν από 10-15% ενώ άγγιξαν, σε κάποιες περιπτώσεις και το 25-30%, στην περίπτωση άπαξ μεταφορών, ενώ η ενεργοποίηση και των επίναυλων έφερε ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση. Στην περίπτωση, δε, των νησιωτικών προορισμών οι ανατιμήσεις είναι σταθερά κοντά στο 30% σε σχέση με πέρυσι.
Πάντως, ο κ. Καραγιάννης εκτιμά ότι δεν θα υπάρξει σύντομα διόρθωση, χωρίς, όμως, να μπορεί να προβεί σε εκτίμηση πέρα των δύο τριών μηνών: «Θεωρώ ότι θα συνεχίσει αυτή την κατάσταση, εκτός αν αλλάξει κάτι σε σχέση με την πορεία του πολέμου. Η λογική λέει, και σύμφωνα με όσα βλέπουμε μέχρι τώρα, ότι θα είναι δύσκολος ο χειμώνας, ωστόσο, η ανατροπή έρχεται η μια μετά την άλλη, αναμένουμε όλοι τις εξελίξεις από Σεπτέμβριο-Οκτώβριο και μετά».
Για αυξήσεις που δοκιμάζουν τις αντοχές των επιχειρήσεων μιλά από την πλευρά του ο εμπορικός διευθυντής της Oρφεύς Βεϊνόγλου, Μιχάλης Γαλιάσσος: «Πλέον από την έναρξη του πολέμου και ύστερα, η αύξηση που έχουν υποστεί τα δρομολόγια είναι της τάξης των 700 ευρώ, ενώ η τιμή ανεβαίνει ακόμα περισσότερο όταν περιλαμβάνονται μέσα και πορθμειακά τέλη. Μόνο η επιβάρυνση από τα φερυ μποτ αγγίζει το 12-15%, χωρίς να υπολογίσουμε τα καύσιμα, κάτι που, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν μπορεί να μην μετακυληθεί και στις επιχειρήσεις».
Σε ό,τι αφορά τα διεθνή συμβόλαια, οι αυξήσεις που έχουν επιβληθεί μέσα στο 2022 είναι κλιμακωτά της τάξης του 10-20%, ενώ ανατιμήσεις έχουν επιβληθεί και στα εθνικά συμβόλαια, το τελικό κόστος των οποίων εξαρτάται και από τον προορισμό: «Είναι άλλο να κάνεις μεταφορά Αθήνα-Καλαμάτα και άλλο Αθήνα -Χίο. Στην πρώτη περίπτωση η επιβάρυνση σε σχέση με την περυσινή αντίστοιχη περίοδο είναι 12-15%, ενώ στη δεύτερη μπορεί να φτάσει ακόμα και το 30%».
«Αναμένουμε έναν πολύ άσχημο χειμώνα αν δεν βρεθεί λύση στο ενεργειακό ζήτημα» αναφέρει ο κ. Γαλιάσσος, συμπληρώνοντας ότι οι συνεχείς αυξήσεις στις μεταφορές έχουν εξουθενώσει πολλές επιχειρήσεις: «Προσπαθούμε όσο μπορούμε να μετακυλίουμε το λιγότερο δυνατό στους πελάτες μας, όμως, η κατάσταση είναι τέτοια πλέον, που είναι πολύ δύσκολο να απορροφούμε όλα τα κόστη. Έχοντας, δε, ένα μεγάλο πελατολόγιο που ξεκινά από μικρές επιχειρήσεις και καταλήγει σε κορυφαία ονόματα του χώρου με καθημερινές ανάγκες για μεταφορές, συμπεραίνω ότι έρχονται αντιμέτωποι πλέον με μεγάλες πιέσεις».