Η αξιοποίηση του τουρισμού, της γαστρονομίας, αλλά και η εκπόνηση στρατηγικής για οργανωμένες εξαγωγές είναι τα «κλειδιά» για την ανάδειξη του ελληνικού ελαιολάδου όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός των τειχών, σε μια περίοδο που ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις χώρες που παράγουν έχει αυξηθεί ιδιαίτερα.
Γεγονός είναι, κατά τους αρμόδιους φορείς, ότι παρά την καλή πορεία των εξαγωγών του ελληνικού ελαιολάδου τα τελευταία χρόνια, ακόμα και εν μέσω πανδημίας, υστερεί ακόμα αρκετά σε σχέση με τους ισχυρούς ανταγωνιστές του στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τους ιθύνοντες του κλάδου, οι εξαγωγές αποτελούν στην παρούσα οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας και ο ελαιοκομικός τομέας, τη μόνη διέξοδο από την πτώση και συρρίκνωση των πωλήσεων στο εσωτερικό, ενώ συμβάλλουν, μεταξύ άλλων και στην ενίσχυση του κύκλου εργασιών, του επιπέδου δραστηριότητας, αλλά και των θέσεων εργασίας του τομέα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η εξαγωγή ελαιόλαδου αυξήθηκε κατά 12,8% το 2021 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ συνολικά οι εξαγωγές της Ελλάδας –συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών– αυξήθηκαν κατά 8,89 δισ. ευρώ ή κατά 29,2% και ανήλθαν σε 39,3 δισ. ευρώ (από 30,42 δισ. ευρώ το 2020).
Την πρώτη θέση στις εξαγωγές τυποποιημένου ελληνικού ελαιολάδου, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε, κατέχει η Γερμανία με 14.907 τόνους (από 10.760 τόνους το προηγούμενο έτος) και ακολουθεί με διαφορά η Μεγάλη Βρετανία (2.698 τόνους), η Αυστρία (2.578 τόνους), η Γαλλία (2.032 τόνους), το Βέλγιο (1.463 τόνους), η Σουηδία (1.385 τόνους) και η Κύπρος (1.209 τόνους).
Στις εκτός ΕΕ αγορές, την πρώτη θέση κατέχουν οι ΗΠΑ (9.143 τόνους) και ακολουθούν ο Καναδάς (1.851 τόνους), η Αυστραλία (1.773 τόνους), η Ρωσία (1.218 τόνους) και η Σουηδία (1.196 τόνους).
Σύμφωνα με όσα τονίζουν στελέχη του ΣΕΒΙΤΕΛ, μάλιστα, την εμπορική περίοδο 2020/2021 καταγράφηκε μια αύξηση ρεκόρ των εξαγωγών τυποποιημένου ελαιολάδου προς τις χώρες της ΕΕ κατά 17,8% σε σχέση με την περίοδο 2019/2020 και προς τις τρίτες χώρες κατά 6,4%.
Ανταγωνιστής της Ελλάδας… η Τυνησία
Από τους μεγάλους ανταγωνιστές της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές χώρες συνιστά πλέον η Τυνησία, με το ελαιόλαδο να αποτελεί βασικό εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν, καθώς έχει τη μεγαλύτερη συμμετοχή στα έσοδα από εξαγωγές γεωργικών προϊόντων στη χώρα, ενώ και η καλλιέργεια της ελιάς απασχολεί και προσφέρει εισόδημα σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού.
Ενδεικτικό είναι, κατά φορείς που γνωρίζουν καλά την τυνησιακή αγορά, ότι ο κλάδος του ελαιολάδου και των παραγώγων του αντιπροσωπεύει σχεδόν το 15% της συνολικής αξίας της τελικής γεωργικής παραγωγής. Μάλιστα, ο διεθνές εμπόριο ελαιολάδου αντιπροσωπεύει το 50% των συνολικών αγροτικών εξαγωγών, το 5,5% των συνολικών εξαγωγών και είναι η πέμπτη μεγαλύτερη πηγή εισοδήματος σε ξένο νόμισμα για τη χώρα.
Η ελαιοπαραγωγή καθιστά την Τυνησία ανταγωνιστική με τη χώρα μας στις παγκόσμιες αγορές καθόσον μάλιστα φυτεύονται όλο και περισσότερες εκτάσεις, η τυποποίηση αυξάνεται και βελτιώνεται και υπάρχει μια σταθερή πολιτική υποστήριξης του προϊόντος.
Σημαντική αγορά για το τυνησιακό ελαιόλαδο αποτελεί η Ε.Ε. και με βάση την ισχύουσα Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τυνησίας προβλέπεται ετήσια ποσόστωση εξαγωγής 56.700 αδασμολόγητων τόνων ελαιολάδου.
Η ανάγκη ισχυρού εθνικού brand
Σύμφωνα με γνώστες του επιχειρηματικού branding, πάντως, αυτό που λείπει στο ελληνικό ελαιόλαδο είναι το δυνατό εθνικό brand name, καθώς η ποιότητά του είναι εγνωσμένη και αποδεδειγμένη. .
Όπως ανέφερε σε πρόσφατη ημερίδα του ΣΕΒΙΤΕΛ, η σύμβουλος εξαγωγών της εταιρείας SIMPLY EXPORTS, Τζένη Σκοτίδη «ένα καλά οργανωμένο τμήμα εξαγωγών απαιτεί επαγγελματική προσέγγιση και προσεκτικές διαδικασίες προστασίας από απρόβλεπτους κινδύνους, διαρκείς ελέγχους ποιότητας, ελέγχους φυσικοχημικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών και παρακολούθηση άλλων κρίσιμων παραγόντων. Η εξωστρέφεια είναι επιδίωξη και όραμα πολλών επιχειρήσεων, αλλά προϋποθέτει δέσμευση της εταιρείας, υπομονή, συνέπεια και συνέχεια δράσεων».
Από την πλευρά του, ο Δημοσθένης Μπρούσαλης, της εταιρείας DASK Branding ανέφερε ότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρό brand name, αλλά δεν έχει εθνικό brand. Κατά τον ίδιο, η αξιοποίηση του τουρισμού και της γαστρονομίας είναι σημαντικά στοιχεία που θα προσδώσουν υπεραξία σε όλα τα ελληνικά τρόφιμα και φυσικά στα εθνικά μας προϊόντα, το ελαιόλαδο και την επιτραπέζια ελιά.
To παράδειγμα της Elawon: Σαπούνια από ελαιόλαδο στην… Αντζελίνα Τζολί
Από τις πρώτες εταιρείες παραγωγής και διανομής ελληνικού ελαιολάδου που συνειδητοποίησε έγκαιρα την σημασία του branding και του marketing ήταν η Elawon, η οποία ιδρύθηκε το 2013 και έχει καταφέρει να αποσπάσει πάνω από 100 βραβεύσεις και να κάνει τα προϊόντα της γνωστά σε πολλές χώρες του κόσμου.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της ELAWON, Ιωάννη Καμπούρη «η εταιρεία βαδίζει στον ένατο χρόνο από την ίδρυσή της και η στοχοθέτηση αποτελούσε πάντοτε το βασικότερο πυλώνα του στρατηγικού management της επιχείρησης. Οι στόχοι δεν ορίζονται μόνο για την εταιρεία ως σύνολο, αλλά ορίζονται και σε όλα τα επίπεδα για όλα τα τμήματα και όλες τις λειτουργίες της. Σκεφτήκαμε λοιπόν με τους άμεσους συνεργάτες, οι οποίοι αποτελούν την αρραγή ομάδα της ELAWON, για να επιτευχθούν οι στόχοι μιας επιχείρησης θα πρέπει να είναι έξυπνοι (S.M.A.R.T.). Δηλαδή να είναι συγκεκριμένοι (Specific), μετρήσιμοι (Measurable), εφικτοί (Achievable), ρεαλιστικοί (Realistic) και χρονικά δεσμευτικοί (Time bound). Όλα αυτά τα χρόνια βήμα – βήμα επιτεύχθηκαν, λοιπόν, οι αρχικοί στόχοι, και μάλιστα σε έναν άγνωστο για εμάς κλάδο, καθώς είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι η E-LA-WON ξεκίνησε τη δημιουργία της χωρίς σχετικό background».
Πρόσφατα, κατά τον κ. Καμπούρη, το ελαιόλαδο E-LA-WON Luxury δοκίμασαν και οι διάσημοι ηθοποιοί του Χόλιγουντ, Τομ Κρουζ και Τζένιφερ Ανιστον, ενώ τα σαπούνια από ελαιόλαδο δοκίμασαν επίσης δύο πολύ γνωστές κυρίες της αμερικανικής σόουμπιζ: «Φροντίζουμε να επικοινωνούμε τα προϊόντα μας στους celebrities. Πρόν από λίγο καιρό, μάλιστα, που λανσάραμε σαπούνια με χρυσό αξίας 47 ευρώ, τα στείλαμε στη Σακίρα και την Αντζελίνα Τζολί».
Εξάλλου, το μυστικό της επιτυχίας, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ο συνδυασμός ποιότητας και μάρκετινγκ, αλλά και η σωστή εκπαίδευση των πωλητών.