Ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την επίδραση της πανδημίας COVID-19 στο εργασιακό περιβάλλον και στην συμπεριφορά επιχειρήσεων και εργαζομένων ανέδειξε η έρευνα του ομίλου Adecco, με τίτλο «Disconnect to Reconnect», στην οποία συμμετείχαν πάνω από 1000 εργαζόμενοι από περισσότερες από 100 χώρες.
Οι τρεις βασικοί άξονες της έρευνας ήταν πρώτον πώς έχει εξελιχθεί το μοντέλο της εργασίας, μετά την εμφάνιση της πανδημίας, δεύτερον αν οι εργαζόμενοι μπορούν να αποσυμπιέζονται από την πίεση της δουλειάς και τρίτον αν οι επιχειρήσεις προωθούν την ευεξία στον χώρο εργασίας.
Η ψυχολογική πίεση και το άγχος στον κόσμο της εργασίας έχουν αυξηθεί, μετά την εμφάνιση της πανδημίας, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας. Ειδικότερα, το 68% των εργαζομένων απάντησε ότι αισθάνεται άγχος και στρες μερικές φορές ή συχνά στην εργασία του. Ωστόσο, στην ερώτηση, αν το άγχος των εργαζομένων έχει αυξηθεί, μετά την πανδημία, το 59% των εργοδοτών απάντησε θετικά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους ήταν μόνο 25%.
Το συμπέρασμα, όπως προκύπτει από την έρευνα, είναι ότι, ενώ η πανδημία έχει σαφώς επηρεάσει την ευημερία των εργαζομένων, η πλειονότητα πιεζόταν ψυχολογικά από πριν και οι εταιρείες δεν γνώριζαν σε ποιον βαθμό οι εργαζόμενοι τους ένιωθαν στρεσαρισμένοι.
Οι νεότερες γενιές αντιμέτωπες με την εργασιακή εξουθένωση
Τα νεότερα σε ηλικία άτομα ανέφεραν τα υψηλότερα επίπεδα στρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας, με το 77% των εκπροσώπων της γενιάς Z και το 73% της γενιάς Y να αναφέρουν αύξηση του άγχους. Με βάση την έρευνα, αυτές οι γενιές ήταν πιο πιθανόν να εργάζονται πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας, γεγονός που συνέβαλε στην αύξηση των στρεσογόνων καταστάσεων που βίωναν. Οι γυναίκες ήταν επίσης πιο πιθανόν να αναφέρουν αύξηση του στρες, με 3 στις 10 γυναίκες να αναφέρουν ότι ο φόρτος εργασίας και το άγχος τους έχουν αυξηθεί, μετά την πανδημία.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι εταιρείες υπερεκτίμησαν επίσης την αύξηση του φόρτου εργασίας. Το 41% των ερωτηθέντων εταιρειών θεώρησε ότι ο φόρτος εργασίας είχε αυξηθεί, αλλά μόνο το 31% των εργαζομένων συμφώνησε. Οι εργαζόμενοι που εργάζονταν από το σπίτι ήταν πιο πιθανόν να υποδείξουν ότι ο φόρτος εργασίας τους ήταν υψηλότερος από ό,τι πριν από την έναρξη της πανδημίας, 36% έναντι 30% πριν.
Επαναπροσδιορίζοντας την ισορροπία προσωπικής και επαγγελματικής ζωής
Παρόλο που η πανδημία δεν δημιούργησε ξαφνικά το άγχος και τις στρεσογόνες καταστάσεις στην εργασία, ήταν το σημείο καμπής για πολλούς εργαζόμενους να επανεξετάσουν την ισορροπία μεταξύ προσωπικού και επαγγελματικού χρόνου, με τη διαχείριση του φόρτου εργασίας και την ευελιξία να αποτελούν βασικούς παράγοντες στις αποφάσεις τους.
Περισσότεροι από τους μισούς (52%) των ερωτηθέντων εργαζομένων σχεδιάζουν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους εντός πέντε ετών, με 1 στους 10 από αυτούς να σχεδιάζουν να φύγουν τον επόμενο χρόνο.
Όσο υψηλότερα είναι τα αναφερόμενα επίπεδα άγχους, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να εγκαταλείψουν την εργασία τους νωρίτερα, με το 35% των εργαζομένων στον τομέα της εξυπηρέτησης πελατών να εκφράζει την επιθυμία να αλλάξει εργασία σε δύο χρόνια ή λιγότερο.
Από την άλλη, οι εργαζόμενοι στους οποίους δόθηκε η ευκαιρία να εργαστούν από το σπίτι και να έχουν ένα ευέλικτο πρόγραμμα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατάφεραν να χειριστούν καλύτερα τόσο τον φόρτο εργασίας όσο και τα επίπεδα άγχους και σημείωσαν ότι η αποσύνδεση από την εργασία ήταν ευκολότερη και ότι είναι λιγότερο πιθανόν να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους στο άμεσο μέλλον.
Τα υψηλά επίπεδα στρες προϋπήρχαν της εμφάνισης της πανδημίας
Στην αρχή της πανδημίας, όταν πολλές επιχειρήσεις υιοθέτησαν την εργασία από το σπίτι, για να προστατεύσουν την υγεία των εργαζομένων τους, υπήρχε η ανησυχία ότι η προσαρμογή από το μοντέλο της εργασίας στο γραφείο στην εργασία από το σπίτι θα ήταν δύσκολη, καθώς τα όρια του προσωπικού χρόνου άρχισαν να γίνονται δυσδιάκριτα.
Σύμφωνα με την έρευνα «Disconnect to Reconnect» του ομίλου Adecco, διαπιστώθηκε ότι το 45% των εργαζομένων δήλωσε ότι εργαζόταν μέχρι αργά και το 60% έκανε έλεγχο στα e-mails ακόμα και μετά τη λήξη του ωραρίου.
«Η κατάσταση δεν φάνηκε να αλλάζει προς το χειρότερο με την εμφάνιση της πανδημίας, υποδηλώνοντας ότι οι εργαζόμενοι αισθάνονταν ήδη άγχος και εξάντληση και πριν από την έξαρση του κορονοϊού» επισημαίνεται στην έρευνα.
Αποσυμπίεση από την εργασία - Οι προτιμήσεις των εργαζομένων
Όσον αφορά την ανάγκη των εργαζομένων για αποσυμπίεση από τις εργασιακές υποχρεώσεις, τα συμπεράσματα είναι και εδώ κατατοπιστικά, καθώς η πανδημία έφερε περισσότερη ευελιξία στον χρόνο και τον τόπο που εργάζεται κανείς.
Οι εργαζόμενοι, χωρίς την ανάγκη να μετακινούνται από και προς το γραφείο, αφιέρωσαν την ενέργειά τους στο να περνούν περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους (41%), να κάνουν χόμπι (20%) και να επικεντρώνονται στην υγεία τους (29%). Κυρίαρχο συμπέρασμα είναι ότι οι εργαζόμενοι όλων των ηλικιών έδωσαν προτεραιότητα στο να περνούν περισσότερο χρόνο με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Οι νεότεροι εργαζόμενοι ήταν πιο πιθανόν να ακούνε μουσική ή να γυμνάζονται, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι απολάμβαναν να διαβάζουν ή να παρακολουθούν τηλεόραση.
Επιστροφή στο γραφείο - Η άποψη των εργαζομένων
Με την επιστροφή στο γραφείο να αποτελεί ήδη γεγονός, υπάρχει η ανησυχία ότι η ψυχολογία και το ηθικό των εργαζομένων θα επιδεινωθεί. Όπως προκύπτει από την έρευνα «Disconnect to Reconnect», σχεδόν το ένα τρίτο (29%) των εργαζομένων που εργάζονταν από το γραφείο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ανέφεραν ότι είναι πιο πρόθυμοι να εγκαταλείψουν την εταιρεία τους τα επόμενα δύο χρόνια. Οι εργαζόμενοι πλέον αξιολογούν αρκετά υψηλά την ευελιξία στην εργασία και ενδέχεται να αναζητήσουν νέες ευκαιρίες, αναζητώντας μια επαγγελματική στέγη που θα τους επιτρέπει να διατηρήσουν την ελευθερία που προσφέρει η ικανότητα να εργάζονται από το σπίτι.
Με την επιστροφή των εργαζομένων στην εργασία να επιβαρύνει την ψυχολογία τους, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να δώσουν έμφαση σε πρωτοβουλίες που ενισχύουν την ευεξία και μειώνουν τα επίπεδα άγχους.
Επίσης, μεγάλα περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν και στον τρόπο που οι επιχειρήσεις αξιολογούν τις προκλήσεις που σχετίζονται με την ψυχική υγεία των εργαζομένων.
Οι επιχειρήσεις δεν υποστηρίζουν επαρκώς την ευεξία των εργαζομένων
Η τρίτη και τελευταία ενότητα της έρευνας αξιολογούσε το κατά πόσο οι επιχειρήσεις υποστηρίζουν επαρκώς την ευεξία των εργαζομένων τους και καλλιεργούν μια θετική και υποστηρικτική κουλτούρα. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι το επίπεδο υποστήριξης που εισπράττει ένας εργαζόμενος από την εταιρεία που απασχολείται, επηρεάζει σημαντικά την απόφασή τους να παραμείνουν ή όχι στην εταιρεία.
Ειδικότερα, η πλειονότητα των εργαζομένων δεν ανέφερε αύξηση του άγχους και του φόρτου εργασίας από τότε που ξεκίνησε η πανδημία, αλλά το 45% των συμμετεχόντων εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο εργοδότης δεν έκανε, αρκετά για να υποστηρίξει την ευημερία τους. Επίσης, 7 στους 10 από αυτούς που βίωσαν στρεσογόνες καταστάσεις, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τόνισαν ότι ένιωσαν έλλειψη υποστήριξης από τον εργοδότη.
Συμπερασματικά, όπως προκύπτει από την έρευνα, οι εταιρείες φαίνεται να κατανοούν ότι η ευημερία είναι ζωτικής σημασίας για την ικανοποίηση των εργαζομένων, ειδικά μετά την εμφάνιση της πανδημίας, η οποία έθεσε την ψυχική υγεία σταθερά στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους. Στο αναδυόμενο εργασιακό περιβάλλον, οι εργοδότες θα καλούνται συνεχώς να αντιμετωπίσουν την εξουθένωση, να οικοδομήσουν ανθεκτικότητα και να ενισχύσουν την ψυχική κατάσταση των εργαζομένων τους.