Λήγουν σήμερα 31 Αυγούστου οι θερινές εκπτώσεις με τους εμπόρους πλέον να έχουν στραμμένο το βλέμμα στο φθινόπωρο και τον χειμώνα, με δεδομένες τις περαιτέρω αυξήσεις στο ρεύμα, την άνοδο του πληθωρισμού και τη σταδιακό κλείσιμο της τουριστικής σεζόν.
Η πρώτη αίσθηση από τους επιχειρηματίες είναι σε αρνητικό έδαφος, με εξαίρεση τις τουριστικές περιοχές, όπου η κίνηση από τους ξένους επισκέπτες κατάφερε να σώσει την παρτίδα, αν και όχι σε όλα τα είδη του εμπορίου. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κατανάλωση κινήθηκε σε επίπεδα 2021, έτος πανδημίας, απέχοντας πολύ από το να ξεπεράσει το 2019, το οποίο ήταν μια φυσιολογική χρονιά για την εμπορική κίνηση.
Αυτό μάλιστα συνέβη, παρότι, ειδικά μετά τα μέσα Αυγούστου, οι τιμές ήταν ιδιαίτερα προσιτές, πλησιάζοντας ακόμα και το 60%, σε είδη όπως η ένδυση και η υπόδηση, δύο κατηγορίες που παρότι εποχικές, για μια ακόμα φορά τα τελευταία δύο έτη, επλήγησαν ιδιαίτερα.
Kατά τους εμπορικούς φορείς οι 45 ημέρες των φετινών εκπτώσεων χαρακτηρίστηκαν από δύο στοιχεία: Από τη μια πλευρά τους αυξημένους τζίρους στα καταστήματα του κέντρου της Αθήνας και εν γένει των μεγάλων πόλεων, και από την άλλη ο χαμηλός μέσος όρος κατανάλωσης, η ‘’απόδειξη’’ όπως λένε οι καταστηματάρχες που έκανε ο κάθε πελάτης που έμπαινε στο μαγαζί.
Παραδοσιακά, εξάλλου, κατά τους αρμόδιους φορείς, ο Ιούλιος και φέτος ήταν η καλύτερη περίοδος από πλευράς πραγματοποίησης πωλήσεων, καθώς οι περισσότερες αγορές, τόσο από Έλληνες, όσο από ξένους επισκέπτες γίνονται κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα των εκπτώσεων.
Αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις καταγράφονται ανά μεγάλη γεωγραφική περιοχή. Οι καλύτερες επιδόσεις στη νησιωτική χώρα αλλά και στη βόρεια Ελλάδα σχετίζονται με τον τουρισμό, ενώ στην Αττική οι κλιματολογικές συνθήκες και ο συνωστισμός φαίνεται ότι δεν λειτούργησαν θετικά προς την ενίσχυση της αγοράς.
Εξάλλου, αυτό το καλοκαίρι τα είδη που παρουσίασαν την μεγαλύτερη ζήτηση ήταν τα ηλεκτρικά, εξαιτίας του προγράμματος ‘’Αλλάζω συσκευη’’, το οποίο έδωσε μια ανάσα στους καταστηματάρχες, κυρίως όμως στις μεγάλες αλυσίδες, οι οποίες μάλιστα έβγαλαν, σε αυτό το πλαίσιο, ειδικές διαφημίσεις και προχώρησαν σε προσφορές. Παρόλαυτα, δεν έλειψαν, σε αρκετές περιπτώσεις και οι διαμαρτυρίες από καταναλωτές, που παρουσιάστηκαν σε μεγάλο βαθμό στα Social media και κατέδειξαν, ακόμα και από μεγάλες αλυσίδες, ελάχιστες διαφορές στις τιμές προ μετά εκπτώσεων.
Από τα στοιχεία του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών προκύπτει ότι 6 στους 10 επιχειρηματίες είδαν φέτος καλύτερα ταμεία από το 2021, όμως αντίστοιχα 6 στους 10 απέχουν ακόμα αρκετά από το τελευταίο «κανονικό» 2019. Επίσης, μία εξαιρετική πληροφορία που αποτυπώνει τις δυνατότητες προγραμματισμού για όλες τις επιχειρήσεις, έδειξε ότι μόνο τα μισά σημεία είδαν τις προσδοκίες και άρα τον προγραμματισμό τους να επιβεβαιώνεται, ενώ όπως όλοι περιμέναμε, σχεδόν 4 στα 10 σημεία επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό.
Όπως δε αναφέρει ο Πρόεδρος του ΕΣΑ, Σταύρος Καφούνης «Με αυτά τα δεδομένα είναι ξεκάθαρο ότι πήγαμε καλύτερα από πέρσι, αλλά απέχουμε ακόμη αρκετά από το να ξεπεράσουμε το 2019, που αποτελεί για όλους τον μοναδικό στόχο. Ο τουρισμός αδιαμφισβήτητα συνεισφέρει στην αύξηση των πωλήσεων, αλλά δεν πρέπει να στηριζόμαστε μόνο σε αυτόν, γιατί όσο απομακρυνόμαστε από περιοχές με τουριστική ροή και βασιζόμαστε μόνο στην εγχώρια κατανάλωση, τόσο δυσκολεύει η κατάσταση. Συνεπώς σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον, με την εισαγόμενη ακρίβεια να αφαιρεί εισόδημα από όλους και την αδυναμία σωστού προγραμματισμού, είναι αναγκαίο να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η απορρόφηση της αύξησης του ενεργειακού κόστους που θα βελτιώσει το διαθέσιμο εισόδημα, μέχρι να επανέλθει η πολυπόθητη ισορροπία στην οικονομία, είναι επιτακτική ανάγκη. Αλλιώς, όλα όσα με κόπο και θυσίες διατηρήσαμε μέχρι σήμερα, θα τα δούμε να καταρρέουν με καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία και τη χώρα».
Την ίδια στιγμή, κατά τον Αντιπρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Νίκο Κογιουμτσή «η πτώση στην εμπορική κίνηση σε αυτή την εκπτωτική σεζόν είναι σε διψήφιο αριθμό σε σχέση με το 2019, που για την πλειοψηφία των εμπόρων ήταν μια καλή χρονιά, ενώ τα πράγματα είναι λίγο χειρότερα για τους κλάδους ένδυσης και υπόδησης, όπου η κάθοδος έφτασε το 20% σε όλη την Ελλάδα. Κινήθηκε πάνω κάτω στα περυσινά επίπεδα, που ήταν χρόνος πανδημίας, οπότε από αυτή την άποψη, οι εκπτώσεις δεν πήγαν καλά».
Όπως εξάλλου υποστηρίζει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας και τον Εμπορικό Σύλλογο Αθήνας: «Από όλο αυτό το τοπίο σώζονται κάπως οι τουριστικές περιοχές, όπως η Πλάκα και Μοναστηράκι και τα καταστήματα παντός είδους που είναι γύρω από αυτές, καθώς και τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. εκεί η κατανάλωση είχε ένα σχετικό θετικό πρόσημο, λόγω της μεγάλης άφιξης τουριστών. Οι Έλληνες, πάλι, φαίνεται ότι προτίμησαν να κάνουν, φέτος, δύο τρεις ημέρες παραπάνω διακοπές, που σε αρκετούς έλειψαν τα προηγούμενα χρόνια, παρά να δαπανήσουν χρήματα σε νέες αγορές, ειδικά ρούχα».
Η ακρίβεια σε καθημερινά αγαθά, καύσιμα και ενέργεια είχαν ως συνέπεια τη μείωση των διαθέσιμων ποσών για αγορές ακόμα και στις εκπτώσεις: «Η αίσθηση που έχουμε είναι ότι η ακρίβεια έχει εξανεμίσει το διαθέσιμο εισόδημα. Το εισπράττουμε αυτό κάθε μέρα και όχι μόνο στην περίοδο των εκπτώσεων. Δεν ξέρω τι θα γίνει όταν θα ρίξει ρολά ο τουρισμός, εκεί κοντά στον Νοέμβριο. Είναι αρκετές οι επιχειρήσεις που στηρίζονται στην τουριστική κίνηση όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε άλλα σημεία της Ελλάδα. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το ¼ των επιχειρήσεων στην Ελλάδα λειτουργούν σε αυτό το περιβάλλον, οπότε όταν αυτό τα κέρδη από τον τουρισμό λείψουν, θα είναι δύσκολα τα πράγματα» καταλήγει ο Αντιπρόεδρος του ΕΕΑ.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η τοποθέτηση του Προέδρου του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά Θεόδωρου Καπράλου: «Στην ηπειρωτική Ελλάδα είχαμε χαμηλούς τζίρους, μείωση καταναλωτικής δύναμης και από την άλλη, στις τουριστικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων και των νησιών, υπάρχει μια κινητικότητα, λόγω της έντονης επισκεψιμότητας. Αυτό που αναμφισβήτητα προκύπτει είναι ότι το μάρμαρο για μια μια ακόμα φορά το πληρώνουν οι πιο μικρές επιχειρήσεις και λιγότερο οι μεγάλες αλυσίδες, σε όλους τους κλάδους».
Για τον κ. Καπράλο ανασταλτικά λειτούργησε, ειδικά, για τους Έλληνες καταναλωτές και η όλη υπερπροβολή της άσχημης οικονομικής κατάστασης: «Όχι πως δεν είναι άσχημα τα πράγματα, το αντίθετο και το βλέπουμε εδώ και πολλούς μήνες. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η αγορά είναι και ψυχολογία, οπότε όταν κάποιος έχει άσχημη ψυχολογία από αυτά που βλέπει και ακούει, δύσκολα θα προχωρήσει σε αγορές, ακόμα και αν οι τιμές είναι ελκυστικές. Ενδεικτική αυτής της κατάστασης είναι και μια πρόσφατη έρευνα που έδειξε ότι οι Έλληνες είναι ανάμεσα στους πιο απαισιόδοξους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι δείχνει αυτό και κάπου έχει αντίκτυπο».
Παρόμοιο με έτος πανδημίας
Παρόλαυτα, η εμπορική κίνηση αυτό το καλοκαίρι δεν διέφερε από την προηγούμενη χρονιά, με τις συνέπειες του κορονοιού να είναι ακόμα παρούσες.
Σύμφωνα με την έρευνα του INEMY ΕΣΕΕ, η οποία έλαβε χώρα στα τέλη του περασμένου καλοκαιριού, τόσο τον Ιούλιο, όσο και τον Αύγουστο του 2021 είχε διαφανεί μια σχετική ομαλοποίηση της κατάστασης της αγοράς και τάσεις επιστροφής στην κανονικότητα, μετά από 1,5 χρόνο.
Ωστόσο, καταγράφηκαν κλαδικές και περιφερειακές διαφοροποιήσεις, με την επισκεψιμότητα να εμφανίζεται χαμηλότερη ιδιαίτερα στα μεγάλα καταστήματα οικιακού εξοπλισμού των αστικών κέντρων.
Αντίθετα περιοχές όπως το Νότιο Αιγαίο ή η Κρήτη -εκεί δηλαδή που η τουριστική κίνηση έδειξε μια ιδιαίτερη δυναμική- αλλά και στον κλάδο ένδυσης & υπόδησης, το λιανικό εμπόριο παρουσίασε μια πιο θετική δυναμική.
Ενδεικτικό είναι ότι μία στις τρεις επιχειρήσεις (34%) πραγματοποίησε υψηλότερες πωλήσεις κατά τη διάρκεια της θερινής εκπτωτικής περιόδου σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Παράλληλα, περίπου τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις είχαν παρουσιάσει πτώση του κύκλου εργασιών τους κατά τη διάρκεια των φετινών θερινών εκπτώσεων κάτι που υπογραμμίζει το μέγεθος των πιέσεων σε σημαντικό τμήμα επιχειρήσεων.
Εξάλλου, για μία στις δύο επιχειρήσεις των οποίο ο κύκλος εργασιών κινήθηκε πτωτικά, η συρρίκνωση δεν υπερέβη το 20%, ενώ για την πλειονότητα των επιχειρήσεων (60%) η αγοραστική κίνηση είναι καλύτερη κατά το εκπτωτικό δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται συστηματικά όλα τα προηγούμενα έτη.