Σε τροχιά ανόδου, μετά από δύο και κάτι χρόνια υβριδικής κατάστασης λόγω πανδημίας, βαδίζει ο συνεδριακός τουρισμός στην Ελλάδα, όντας σε φάση αναδιάταξης και αλλεπάλληλων επαφών με την πολιτεία, προκειμένου να διευθετηθούν ακανθώδη ζητήματα του κλάδου, όπως η έλλειψη μητρώου εκδηλώσεων, η απουσία του συγκεκριμένου κλάδου τουρισμού από το εθνικό σχέδιο προβολής, αλλά και η έλλειψη υποδομών που έχουν στρέψει πολλούς διεθνείς φορείς για τη διοργάνωση συνεδρίων σε άλλες χώρες, ανταγωνίστριες του κλάδου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η φετινή χρονιά, εν μέσω Ουκρανικής κρίσης και των τελευταίων συνεπειών από τον Covid 19, ξεκίνησε με θετικό πρόσημο, με τις περισσότερες διοργανώσεις να γίνονται δια ζώσης και τα συνολικά έσοδα, για το πρώτο εξάμηνο του 2022, και σύμφωνα με εκτιμήσεις φορέων του κλάδου, να υπερβαίνουν το 1,7 δισ. ευρώ.
Εξάλλου, σε άνω του 80% υπολογίζεται η πτώση τζίρου στον κλάδο της διοργάνωσης συνεδρίων στη χώρα μας εν μέσω πανδημίας, με οικονομικές απώλειες που, σύμφωνα με τους αρμόδιους φορείς, εκτιμώνται, συνυπολογίζοντας όλα τα επαγγέλματα που επηρεάζονται από την απουσία τους, άνω του 1 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την νέα πρόεδρο του συλλογικού οργάνου των εταιρείων διοργάνωσης συνεδρίων και events HAPCO- DES, Σίσσυ Λιγνού «είναι πάνω από πενήντα επαγγέλματα που συνδέονται με τον συνεδριακό τουρισμό, ο οποίος παρότι προσφέρει δουλειά και απασχόληση 12 μήνες το χρόνο, εξακολουθεί να μην βρίσκεται στο εθνικό σχέδιο προβολής για τον τουρισμό όπως άλλοι κλάδοι. Ο συνεδριακός τουρισμός δίνει λύση στην εποχικότητα, κάνει την Ελλάδα προορισμό 365 ημέρες το χρόνο και παρόλαυτα η χώρα μας βρίσκεται πίσω σε σχέση με χώρες που μπορεί να μην διαθέτουν την ίδια οργάνωση και κατάρτιση, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία που έχουν έσοδα άνω των 4 δισ. ευρώ ανά έτος από τον συνεδριακό τουρισμό».
Σε απόλυτους αριθμούς, πάνω από 20 εταιρικοί κλάδοι ασχολούνται στη χώρα μας με τη διοργάνωση συνεδρίων, ενώ είναι πάνω από 90 οι εταιρείες οι οποίες διοργανώνουν συνέδρια και παρόμοιες εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με στοιχεία του HAPCO – DES η Αθήνα, ως συνεδριακός προορισμός, βρέθηκε το 2021, στην 10η θέση στην διοργάνωση συνεδρίων στην Ευρώπη, και στην 18η θέση παγκοσμίως, την ώρα που η Θεσσαλονίκη είναι, για την ίδια χρονιά, στη 12η θέση και παγκοσμίως στη 47η.
Την ίδια στιγμή, οι επιχειρηματίες του κλάδου υπογραμμίζουν τις δυσκολίες των μεγάλων διοργανώσεων, καθώς αυτές διεκδικούνται και ‘’κλείνονται’’ ακόμα και πέντε χρόνια πριν, η διοργάνωσή τους ξεκινά ακόμα και δύο χρόνια πριν την υλοποίησή τους, ενώ ο ‘’φάκελος’’ για τη διεκδίκηση ενός σημαντικού συνεδρίου μπορεί να στοιχίσει ακόμα και 50.000 ευρώ, τα οποία πληρώνονται εξ ολοκλήρου από τις εταιρείες διοργάνωσης και όχι, τουλάχιστον σε κάποιο μέρος τους, από την πολιτεία, παρόλο που μέσα από τα συνέδρια υπάρχει προβολή της χώρας μας.
Κατά την κ. Λιγνού, το μεγάλο ζήτημα, το οποίο ‘’διώχνει’’ σημαντικές διοργανώσεις από τη χώρα είναι συχνά η έλλειψη κατάλληλων υποδομών: «Παρότι διαθέτουμε πραγματικά ένα μεγάλο πορτφόλιο ξενοδοχείων και συνεδριακών κέντρων, λείπουν τα πολύ μεγάλα συνεδριακά κέντρα που μπορούν να φιλοξενήσουν διεθνή συνέδρια άνω των 6.000 ατόμων».
Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που, κατά τις εκτιμήσεις του HAPCΟ-DES, ο συνεδριακός τουρίστας, ο οποίος συνήθως είναι υψηλού μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου, ξοδεύει ακόμα και επτά φορές πάνω από τον συμβατικό τουρίστα των καλοκαιρινών διακοπών.
Πάγιο αίτημα, εξάλλου, των διοργανωτών συνεδρίων στη χώρα μας είναι η επιστροφή ή η εξαίρεση ΦΠΑ από την τιμολόγηση των εργασιών τους, καθώς η συμπερίληψή του εκτοξεύει τις δαπάνες στα ύψη, ενώ κατά τους αρμόδιους φορείς ένα άλλο ακανθώδες ζήτημα είναι και η γραφειοκρατία. Σύμφωνα με την κ. Λιγνού «η Ελλάδα είναι μόνη χώρα στην οποία για να διοργανωθεί ένα ιατρικό συνέδριο, θα πρέπει να εφαρμοστούν δύο εγκύκλιοι, από ΕΟΦ και ΣΦΕΕ με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να υπάρχει αχρείαστη γραφειοκρατία».
Παρόλαυτα, με φόντο τις αλλαγές που έγιναν κατά την πανδημία, ανάμεσα σε αυτές και τον πλήρη εναρμονισμό στην ψηφιακή εποχή και την άνοδο του τουρισμού, οι προοπτικές του κλάδου για το 2022 παραμένουν θετικές, με το φθινόπωρο να είναι κατά μεγάλο βαθμό πλούσιο σε εκδηλώσεις, το 2023 έχει, ήδη, κλείσει ένας σεβαστός αριθμός εκδηλώσεων, ενώ θολό είναι ακόμα το τοπίο για το 2024.
Εξάλλου, ανάμεσα στα επόμενα σχέδια του συλλογικού οργάνου του κλάδου είναι η προβολή του αιτήματος για εισαγωγή μαθημάτων για τη διοργάνωση συνεδρίων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε συνεργασία με τον ΣΕΤΕ και το ΙΝΣΕΤΕ, αλλά και η εντατικοποίηση της επικοινωνίας με τον ΕΟΤ για την περαιτέρω στήριξη του κλάδου και την συμπερίληψή του σε ένα ενιαίο πλαίσιο προβολής, τη στιγμή που η χώρα μας, κατά τον φορέα, καταγράφει ρεκόρ αιτήσεων για διεθνή συνέδρια από φορείς από όλο τον κόσμο.