Έντονη κινητικότητα, αν και είμαστε ακόμα στον Σεπτέμβριο, διαπιστώνουν οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους της εναλλακτικής θέρμανσης, πέρα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, με τις τιμές να έχουν πάρει την ανιούσα, ήδη, από το καλοκαίρι και τις παραγγελίες να έχουν ξεκινήσει από πολύ νωρίς σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι επιχειρήσεις που εμπορεύονται καυσόξυλα, πέλλετ για σόμπες, αλλά και αυτές των ενεργειακών τζακιών καταγράφουν αύξηση στις παραγγελίες ακόμα και άνω του 50% σε σχέση με το 2021, με φόντο και τις πρόσφατες εξελίξεις σε ό,τι αφορά την ενεργειακή αγορά, και κυρίως το ρεύμα και το φυσικό αέριο και με το τοπίο να παραμένει θολό.
Παρόλαυτα, από τους επιχειρηματίες επισημαίνεται ότι θα πρέπει να μπει ένα ‘’φρένο’’ στις παραγγελίες, ειδικά όσον αφορά την Αττική, καθώς η καύση των ξύλων και των μπρικετών σε τόσο μεγάλη έκταση, αφ’ ενός θα επιβαρύνει σημαντικά το περιβάλλον, τη στιγμή που προειδοποιούν ότι αν οι παραγγελίες εξακολουθούν με τέτοιο ρυθμό, μέχρι το τέλος του φθινοπώρου, θα υπάρχει σημαντική έλλειψη ξυλείας προκειμένου να εξυπηρετηθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Αυτό αιτιολογείται από τους επιχειρηματίες, καθώς όπως τονίζεται, είναι πολύ πιθανό, αν συνεχίσει ο πόλεμος και ο αποκλεισμός της Ρωσίας από την Ευρώπη, οι χώρες που τώρα αποτελούν εξαγωγείς ξυλείας όπως η Βουλγαρία να κρατούν πλέον τις ποσότητες για τις δικές τους ανάγκες, με αποτέλεσμα ‘’βραχυκύκλωμα’’ στις υπόλοιπες αγορές.
Κατά τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Στερεάς Ξυλείας και χρόνια επιχειρηματία στο χώρο των καυσόξυλων κ. Γιάννη Σακελλαράκη, το 2022, τα καυσόξυλα πήραν μια αύξηση 20%, λόγω της κατάστασης, μετά από ‘’παγωμένες τιμές’’ από το 2007. Αυτό σημαίνει ότι από εκεί που το κυβικό τα ξύλα είχε 120 ευρώ, τώρα έχει 140. Aυτή η ανατίμηση πραγματικά δεν είναι τίποτα μπροστά στις τιμές παραγωγού, οι οποίες έχουν αυξηθεί κατά 100% σε σχέση με πέρυσι» και δικαιολογείται, καθώς έχει μειωθεί πάρα πολύ η παραγωγή ξύλου».
Κατά τον κ. Σακελλαράκη, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για προμήθεια καυσόξυλων από πολύ νωρίς φέτος: «Από τέλος Αυγούστου έχουν αρχίσει οι παραγγελίες, τόσο από μεγάλες εταιρείες, όσο και από ιδιώτες, κάτι το πρωτοφανές. Θεωρώ ότι έχουν παίξει το ρόλο τους σε αυτό και τα δελτία ειδήσεων που αναφέρονται καθημερινά στις τιμές της ενέργειας, στο ρεύμα και στο φυσικό αέριο και ο κόσμος αναζητά εναλλακτικές».
Αυτή όμως η ξαφνική ζήτηση είναι πιθανό να δημιουργήσει προβλήματα κατά τη διάρκεια του χειμώνα: «Καθώς πλέον έχουν μειωθεί πολύ οι χώρες από τις οποίες εισάγουμε ξύλα και έχει μειωθεί η παραγωγή, είναι ορατό το ενδεχόμενο να μείνουμε ακόμα και τον Δεκέμβριο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα χωρίς ξύλα. Χρειαζόμαστε 150.000 τόνους το χρόνο σαν χώρα και τώρα έχουμε διαθέσιμους 100.000».
Αυξημένη, όμως, είναι η ζήτηση και στα πέλλετ για τις σόμπες, τη στιγμή καταγράφεται αύξηση στις τιμές άνω του 50% σε σχέση με πέρυσι.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Στερεάς Ξυλείας και επιχειρηματίας του χώρου Γιώργος Χατζηγεωργίου «οι αυξήσεις είναι μεγάλες, αλλά μεγάλη είναι και η ζήτηση. Να φανταστείτε πως κάποιες εταιρείες, τώρα που είναι τέλος Σεπτεμβρίου έχουν πουλήσει όλο το διαθέσιμο εμπόρευμα και δεν θα κάνουν άλλες παραγγελίες, γιατί δεν μπορούν να επιβαρυνθούν τα ποσά με τις αυξημένες τιμές. Η άνοδος άρχισε αμέσως μετά τον πόλεμο, εκεί που η τιμή του τόνου ήταν 165 ευρώ, μέσα σε λίγες ημέρες πήγε 250 ευρώ, επηρεαζόμενο προφανώς από τη ζήτηση που είχε ξεκινήσει να γίνεται πιο έντονη, ήδη από την άνοιξη».
Από την πλευρά του και ο κ. Χατζηγεωργίου αναφέρεται στην πιθανότητα έλλειψης του προϊόντος μέσα στο χειμώνα, ενώ αναφέρεται και στη νέα είσοδο στην αγορά, στην εισαγωγή pellet από την Τουρκία, όταν προηγουμένως οι βασικές αγορές ήταν η Λευκορωσία, η Βουλγαρία και η Ρωσία.
Από τον Δεκαπενταύγουστο, όμως, έχουν ξεκινήσει οι παραγγελίες και για τα ενεργειακά τζάκια, είτε μετατροπή σε ήδη υπάρχοντα, είτε στην τοποθέτηση αυτών σε νέες οικοδομές:
Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο BusinessNewsgr, ο CEO της εταιρείας Λιθοδομή κ. Ντελόπουλος «ήταν κάτι που είχε να συμβεί πολλά χρόνια, δηλαδή να έχουμε παραγγελίες αμέσως μετά το άνοιγμά μας στις καλοκαιρινές διακοπές, με παραγγελίες που αφορούν τόσο μετατροπές συμβατικών τζακιών, όσο και τοποθέτηση νέων ενεργειακών τζακιών σε νέα διαμερίσματα. Θα έλεγε ότι είμαστε στο 100% σε σχέση με πέρυσι και αν συνεχίσει έτσι θα αρχίσουν να υπάρχουν καθυστερήσεις στις τοποθετήσεις».
Κατά τον ίδιο, μοιραία είναι και η άνοδος των τιμών στην τοποθέτηση, αν και όχι όση επιβάλλεται από τις αυξήσεις υλικών όπως το σίδερο: «Υπάρχουν τιμές που ξεκινούν από 2.000 για την ανακατασκευή σε παλιό τζάκι, η κατασκευή από την αρχή κυμαίνεται στα 3.500-4.000 ευρώ, ενώ μπορεί να υπάρξουν και κατασκευές που να προσεγγίσουν τις 6.000 ευρώ. Το θετικό, όμως, στην περίπτωση των ενεργειακών τζακιών είναι το γεγονός ότι ο καταναλωτής μέσα σε λίγα χρόνια μπορεί να αποσβέσει τα κόστη».
Κατά τον ίδιο, σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε από το Πολυτεχνείο το 2021, τα ενεργειακά τζάκια είναι δεύτερα στη λίστα, μετά τις αντλίες θερμότητας, ως πιο οικονομικό μέσο θέρμανσης.
Αυτό που ωστόσο επισημαίνει είναι ότι η χρήση τόσο των συμβατικών τζακιών, όσο και των ενεργειακών, με το ‘’ρεύμα’’ που υπάρχει τον τελευταίο καιρό, μπορεί να αποβεί μοιραία για την υγεία. «Έχουμε 500.000 τζάκια σχεδόν στην Αττική. Θα είναι πρόβλημα αν όλα αυτά καίνε μαζί όλο το χειμώνα. Και παρόλο που τα ενεργειακά, είναι σαφώς πιο υγιεινά από τα συμβατικά, η ρύπανση υπάρχει».
Τι γίνεται με το πλαφόν
Σε αυτό το πλαίσιο αυξημένης ζήτησης και ανόδου στις τιμές σε τύπους θέρμανσης πέρα από το ρεύμα και το φυσικό αέριο, οι πληροφορίες του BusinessNews.gr θέλουν το Υπουργείο Ανάπτυξης να επεξεργάζεται μέτρα για πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, όπως γίνεται σε άλλους κλάδους.
Κατά όσα τόνισε πρόσφατα ο αρμόδιος Υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης «αντιλαμβανόμαστε μια αύξηση στις τιμές στα ξύλα και στα πέλετ και είναι λογικό να υπάρχει σε σχέση με πέρυσι, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης. Δεν είναι όμως λογικό να βλέπουμε τόσο μεγάλες αυξήσεις. Για να το φρενάρουμε θα εφαρμόσουμε πλαφόν στο περιθώριο κέρδους όπως κάνουμε για τα τρόφιμα και διάφορα άλλα προϊόντα. Με τις υπηρεσίες του υπουργείου συζητάμε ποιο μήνα αναφοράς θα ορίσουμε».