Το γύρο του κόσμου και των μεγάλων ειδησεογραφικών πρακτορείων κάνει τις τελευταίες ώρες η είδηση για την είσοδο ως βασικού μετόχου της GIC στον ξενοδοχειακό όμιλο Sani /Ikos, με κοινό στόχο των δύο πλευρών την περαιτέρω ενίσχυση και επέκτασή του στην Ελλάδα, αλλά και σε επιλεγμένους προορισμούς στη Μεσόγειο.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, οι μέτοχοι που μεταβίβασαν το μερίδιό τους στην GIC είναι τα funds Oaktree Capital Management L.P., καθώς και οι Goldman Sachs Asset Management, Moonstone, Florac και Hermes GPE, με την οικογένεια Ανδρεάδη μαζί με τον Mατιέ Γκιγμέν να παραμένουν ως συμμέτοχοι μαζί με το fund από την Σιγκαπούρη, διατηρώντας, μεν μειοψηφικό ποσοστό, καθώς πλέον η GIC θα είναι ο βασικός μέτοχος, παραμένοντας, ωστόσο, ως επικεφαλής του σχήματος. Ο δε Σταύρος Ανδρεάδης γίνεται Επίτιμος Πρόεδρος του ομίλου.
Πληροφορίες από τον όμιλο, θέλουν πλέον, μετά από αυτή τη συναλλαγή η αξία του ομίλου Sani/Ikos να αποτιμάται στα €2,3 δις και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Λεπτομέρειες, ωστόσο, για τα ακριβή ποσοστά των μετόχων δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστές.
Η ιστορία του GIC αναζητείται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ξεκίνησε η ίδρυσή του από το ίδιο το κράτος της Σιγκαπούρης με στόχο, όπως αναφέρεται στο site του fund την ‘’διασφάλιση’’ του οικονομικού μέλλοντος της χώρας.
Mάλιστα, όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, από τα κέρδη του fund το 2022, τα οποία μαζί με άλλα δύο funds από την ίδια χώρα, ξεπέρασαν τα 21 δις. δολάρια, η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης προχώρησε σε πολλαπλές επενδύσεις στην υγεία, την παιδεία και την έρευνα.
CEO του fund και ένας από τους ιθύνοντες νόες της συμφωνίας είναι ο Lim Chow Kiat, με την πορεία του να ξεκινά σε αυτό από το 1993, όταν αποφοίτησε από οικονομικό πανεπιστήμιο, ενώ στη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου του οργανισμού βρίσκεται τα τελευταία πέντε χρόνια.
Τo εν λόγω fund στην παρούσα φάση έχει 1900 εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο, ενώ διαθέτει 11 γραφεία παγκοσμίως, ανάμεσα στα οποία, στον Καναδά και τις ΗΠΑ, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα, αιχμή του δόρατος στις επενδύσεις τις οποίες επιλέγει να κάνει παγκοσμίως είναι οι επιχειρήσεις τεχνολογίας, αλλά και οι επιχειρήσεις σύγχρονης βιωσιμότητας με έμφαση στο περιβάλλον, στις οποίες προφανώς εντάσσεται και ο όμιλος Sani Ikos.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα να υπάρξει δημοσιοποίηση της νέα στρατηγικής που θα χαράξουν από κοινού οι δύο εταιρείες, εξακολουθώντας το πενταετές επενδυτικό πλάνο του ομίλου, το οποίο ξεπερνά το 900 εκατ. ευρώ και περιλαμβάνει ανοίγματα πολυτελών resorts σε σημεία ανά την Ελλάδα και όχι μόνο.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η εταιρεία ετοιμάζεται να προσθέσει άλλο ένα all inclusive resort, το δεύτερο στο νησί της Κέρκυρας, στο οποίο θα συμβάλλει η σύμπραξή της με την GIC.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, το IKOS Odisia θα ανοίξει τις πύλες του στις 19 του Μαϊου του 2023 στον κόλπο της Δασιάς στην Κέρκυρα.
Στην ίδια λογική είναι και το Ikos Kissamos, στην Κρήτη, το οποίο αναμένεται να λειτουργήσει δύο χρονιά μετά, το 2025, σε ιδιόκτητη έκταση άνω των 200 στρεμμάτων. Η εν λόγω επένδυση περιλαμβάνει συνολικά 400 δωμάτια, μπάνγκαλοου και βίλες που θα εκτείνονται σε παραλιακό μέτωπο μήκους 600 μέτρων, ενώ εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει περισσότερες από 750 νέες θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, το πετράδι του στέμματος για τον όμιλο αναμένεται τα επόμενα χρόνια, αναμένεται να είναι το brand Ikos Villas, οι οποίες συνιστούν χώρους διαμονής με πολυτελείς all inclusive υπηρεσίες σε βίλες για υψηλά βαλάντια, τα οποία θα λειτουργήσουν μέχρι το 2024.
Άλλες προγραμματισμένες επενδύσεις αφορούν καινούρια ξενοδοχεία χώρες της Μεσογείου όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, μαζί με επεκτάσεις σε υφιστάμενες μονάδες, όπως το «Ikos Andalusia» στη Mαρμπέγια και το «Porto Sani» στη Χαλκιδική.
Υψηλά ιστάμενες ξενοδοχειακές πηγές χαρακτηρίζουν το εν λόγω deal, μιλώντας στο BusinessNews.gr, ως «ένα από τα σημαντικότερα στην ξενοδοχειακή αγορά τα τελευταία χρόνια, το οποίο καταδεικνύει τη δυναμική του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, σε ένα χρονικό διάστημα ακριβώς μετά την πανδημία». Η ίδια πηγή τονίζει, εξάλλου, ότι είναι σημαντικό ότι πρόκειται για ένα κρατικό και όχι ιδιωτικό fund, το οποίο θέλει να διασφαλίσει τα κέρδη του για να τα επιστρέψει στους πολίτες της χώρας του, αλλά και το γεγονός ότι η οικογένεια Ανδρεάδη κατάφερε να διατηρήσει τις διοικητικές θέσεις του νέου σχήματος ως επικεφαλής.
Μάλιστα, όπως, προσθέτει, η τεχνογνωσία που διαθέτει το εν λόγω fund στις επενδύσεις σύγχρονης βιωσιμότητας στο εξωτερικό θα κάνει ακόμα πιο εύκολο το περαιτέρω ‘’άνοιγμα’’ του ομίλου σε Ισπανία και Πορτογαλία, αλλά και όπου άλλου αποφασιστεί στο μέλλον.