Ιδιαίτερα δυσμενείς για τις επιχειρήσεις της εγχώριας χημικής βιομηχανίας είναι οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών στην ενέργεια, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών. Το 2020 η χημική βιομηχανία κατανάλωσε το 4% της συνολικής κατανάλωσης της βιομηχανίας - η κατανάλωση ήταν 53% χαμηλότερη σε σχέση με το 2010,- αποτέλεσμα της εξοικονόμησης που πέτυχε. Στο μείγμα της συνολικής κατανάλωσης, το 45% αφορά ηλεκτρική ενέργεια, το 39% φυσικό αέριο, το υπόλοιπο 16% προϊόντα πετρελαίου, κυρίως LPG. Για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους ο ΣΕΧΒ προτείνει αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, απαλλαγή από την επιβάρυνση με ειδικό φόρο κατανάλωσης του φυσικού αερίου που προορίζεται για χημική σύνθεση, προώθηση των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας καθώς και να μην υπάρξουν δεσμεύσεις από την Ελλάδα σε οριζόντια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας. Για την ενεργειακή ασφάλεια ο Σύνδεσμος προτείνει προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως η βιομάζα και η παραγωγή βιομεθάνιου, εξέλιξη των έργων νέας τεχνολογίας, όπως η παραγωγή και αποθήκευση πράσινου υδρογόνου και αμμωνίας, επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ με βελτίωση των υποδομών για να είναι προσιτές από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνεχή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών καθώς και περαιτέρω ενδυνάμωση έργων εξοικονόμησης και επιτάχυνση αναβάθμισης κτιρίων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Την ίδια στιγμή ραγδαίες είναι οι εξελίξεις της νομοθεσίας. Σύμφωνα με τον ΣΕΧΒ, πριν από την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στην ενέργεια, η ΕΕ έθεσε υψηλούς στόχους όσον αφορά την πράσινη συμφωνία και τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας. Στους στόχους αυτούς περιλαμβάνονται: η μείωση εκπομπών CO2 55% για το 2030 και κλιματική ουδετερότητα για το 2050, η υλοποίηση της στρατηγικής για βιώσιμα χημικά (CSS) που προβλέπει υλοποίηση 85 δράσεων και θα αλλάξει ριζικά 50 νομοθεσίες της ΕΕ που αφορούν τη χημική βιομηχανία, ο ψηφιακός μετασχηματισμός για μία ανταγωνιστική βιομηχανία της ΕΕ. Από το 1990, ο μέσος ρυθμός αύξησης των σωρευτικών πρόσθετων νομοθετικών ή μη, πράξεων στην ΕΕ ήταν 15% ετησίως. Μόνο το προηγούμενο έτος, 1.977 νομοθετικές ή μη πράξεις εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν, ενώ καταργήθηκαν 1.008 την ίδια περίοδο.
Σύμφωνα με τον ΣΕΧΒ, οι αλλαγές που σχεδιάζονται συνεπάγονται κόστος για τη βιομηχανία και επίπτωση στην ανταγωνιστικότητά της, λόγω της απορρόφησης κεφαλαίων και επιστημονικού δυναμικού για έρευνα και ανάπτυξη. Ο Σύνδεσμος συμφωνεί και στηρίζει τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ για το 2030 και το 2050 και τονίζει ότι «για την αντιμετώπιση των ανατροπών στις διεθνείς αγορές γεωργικών προϊόντων, ενέργειας και πρώτων υλών που συνδέονται με τις κρίσεις, απαιτείται αποφασιστική και συντονισμένη δράση από όλους τους φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων, με στόχο την διαφοροποίηση και την ελάφρυνση του φόρτου των πολιτών και των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτές τις δύσκολες στιγμές. Για να παραμείνει ανταγωνιστική η χημική βιομηχανία και η μεταποίηση ευρύτερα, ο ΣΕΧΒ εκτιμά ότι απαιτείται ένα μορατόριουμ στην «παραγωγή» νομοθετικών πράξεων και η εφαρμογή των ρυθμίσεων σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα, θέτοντας τις κατάλληλες προτεραιότητες».
Ένα ακόμη κρίσιμο προς επίλυση ζήτημα για τη χημική βιομηχανία είναι οι μακροχρόνιες πιστώσεις στην Ελλάδα και οι επιπτώσεις τους στον κλάδο της μεταποίησης. Σύμφωνα με τον ΣΕΧΒ, μία ελληνική βιομηχανία εισάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες και πληρώνει μετρητοίς έως 60 ημέρες. Στον αντίποδα, καλείται να δεχθεί δυσανάλογα μακράς διάρκειας πιστώσεις και μεταχρονολογημένες επιταγές 8-12 μηνών. Η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα με ανάλογο τρόπο. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν την δυνατότητα και τους πόρους να μην επηρεάζονται, όσο οι ελληνικές.
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, η σχετική Οδηγία 2011/7/ΕΕ και μεταξύ άλλων το άρθρο 3, ορίζει ότι ο μέγιστος χρόνος πίστωσης μεταξύ των επιχειρήσεων πρέπει να είναι οι 60 ημέρες. Υπέρβαση μπορεί να γίνει μόνο σε περιπτώσεις που αυτό δεν κρίνεται καταχρηστικό για τον πιστωτή. Σύμφωνα με τον ΣΕΧΒ, η αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας και στην Ελλάδα είναι επιτακτική πλέον ανάγκη για να μπορέσουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να αποδεσμεύσουν κεφάλαια και να τα επενδύσουν στην έρευνα και τεχνολογία, στην εξωστρέφεια και στην εν γένει ανάπτυξη που θα φέρει παραγωγικές θέσεις εργασίας και έσοδα στο κράτος.