Τη σημαία του επαναπατρισμού Ελλήνων γιατρών της διασποράς υψώνει ο όμιλος του Ιατρικού Αθηνών, του μεγαλύτερου ιδιωτικού ομίλου υγείας στη χώρα, με τη δημιουργία του νέου ογκολογικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη, το οποίο θα στεγαστεί δίπλα στο υφιστάμενο Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο. Όπως ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου, Βασίλειος Αποστολόπουλος, σε ενημερωτική συνάντηση με δημοσιογράφους, η θεμελίωση του ογκολογικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη επισφραγίζει την ανάπτυξη της συμπρωτεύουσας τα δύο προηγούμενα χρόνια.
Ερωτηθείς εάν αυτό εντάσσεται στον ευρύτερο κυβερνητικό στόχο για την επιστροφή Ελλήνων του εξωτερικού, ο ίδιος απαντά ότι πρόκειται αποκλειστικά για πρωτοβουλία της διοίκησης του ομίλου να δώσει ισχυρά εχέγγυα για την επιστροφή Ελλήνων της διασποράς.
Στην ερώτηση ποια είναι αυτά, εξηγεί: «Αυτό που μας διαφοροποιεί ως όμιλο είναι ότι δημιουργούμε οργανωμένα κέντρα και θέλουμε να είμαστε ποιοτικοί σε όλα τα επίπεδα. Παρέχουμε υποδομές και εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας».
Αναφέρει ως παράδειγμα την εγκατάσταση του πρώτου ψηφιακού PET στην Ελλάδα στη Θεσσαλονίκη, τις συνεχείς αναβαθμίσεις σε πολύπλοκα μηχανήματα αξονικών και μαγνητικών τομογράφων που πρέπει να είναι στην αιχμή της τεχνολογίας ενώ προσθέτει έναν ακόμα παράγοντα, ο οποίος εμπνέει εμπιστοσύνη: τη σταθερή ιδιοκτησία.
«Έχοντας 38 χρόνια ιστορίας και σταθερή ιδιοκτησία, δίνουμε ένα όραμα, το οποίο είναι πολύ σημαντικό», αναφέρει ο κ. Αποστολόπουλος για να συμπληρώσει με νούμερα, ο γενικός διευθυντής του ομίλου Γιώργος Ζέρδιλας, λέγοντας ότι «είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι έχουν επιστρέψει πάνω από 40 επιστήμονες, καταξιωμένοι καθηγητές, οι οποίοι βλέπουν ότι μπορούν να δουλέψουν σε ένα περιβάλλον, εφάμιλλο του εξωτερικού ίσως και καλύτερο, έχοντας μακροπρόθεσμα προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης».
Επενδύσεις χωρίς ένταξη σε αναπτυξιακούς νόμους και με ισχυρά αντικίνητρα
Στην ερώτηση, εάν οι επενδύσεις εντάσσονται σε αναπτυξιακά επιδοτούμενα προγράμματα και εάν ο κλάδος της υγείας θα ωφεληθεί από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κ. Ζέρδιλας απαντά με πίκρα ότι «δεν παρέχεται επιδότηση, μάλιστα ούτε για επενδύσεις ψηφιοποίησης των λειτουργιών. Και αυτό γιατί δεν περιλαμβάνεται στα σχετικά προγράμματα ο αντιπροσωπευτικός μας ΚΑΔ».
Με απλά λόγια, οι επενδύσεις του Ιατρικού Αθηνών και γενικότερα του κλάδου υγείας δεν περιλαμβάνονται σε αυτούς που επιδοτούνται είτε βάσει των αναπτυξιακών νόμων είτε ακόμα και μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης του πιο γνωστού ως Ελλάδα 2.0.
Μιλώντας για αντικίνητρα στον κλάδο υγείας, παραμένει σε ισχύ το rebate και claw back, που δεσμεύει σχεδόν το 50% και κατά περιπτώσεις το 55% των πωλήσεων των ιατρικών κέντρων, μέτρα τα οποία δεν θα έπρεπε να είναι σε ισχύ σύμφωνα με τη διοίκηση του ομίλου, δεδομένου ότι η χώρα έχει βγει από τα μνημόνια και την ευρωπαϊκή εποπτεία.
Να σημειωθεί πως στον ιδιωτικό κλάδο υγείας δεν εφαρμόστηκε ούτε το μέτρο που τέθηκε σε ισχύ στις φαρμακευτικές εταιρείες και έδινε τη δυνατότητα επενδύσεων, με συγχρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, με συμψηφισμό οφειλών από το claw back.
Ένας τρίτος ανασταλτικός παράγοντας είναι και το ότι οι δαπάνες για την υγεία δεν εκπίπτουν από την εφορία, κάτι που παλαιότερα ίσχυε στη χώρα μας.
Στην ερώτηση, εάν θα μπορούσε να εξελιχθεί ο ιατρικός τουρισμός, η απάντηση είναι, ναι μεν υπάρχουν προοπτικές αλλά με τον ΦΠΑ στο 24% δεν υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες.
Σε ότι αφορά άλλες επενδύσεις η διοίκηση του Ιατρικού Αθηνών αναφέρθηκε στη δημιουργία χώρου στο Μαρούσι για επέκταση του παιδιατρικού τμήματος.
Τέλος, η διοίκηση του ομίλου αναφέρθηκε στην αγαστή συνεργασία που αναπτύχθηκε με τις δημόσιες δομές υγείας κατά την περίοδο του κορωνοϊού και στα κοινά project, λέγοντας πως υπάρχει πεδίο τέτοιων συνεργασιών, αλλά με το πέρας των περιοριστικών μέτρων, φαίνεται πως η κυβερνητική θέληση εκτονώθηκε.