Της Δήμητρας Μανιφάβα
Μείωση κατά 2,5% αναμένεται να παρουσιάσει το 2015 η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) και να κυμανθεί συνολικά στους 110.000 τόνους από 113.000 τόνους το 2014. Η μείωση αυτή θα προέλθει από την κάμψη της παραγωγής στην τσιπούρα με τις συνολικές απώλειες ωστόσο να αντισταθμίζονται ως ένα βαθμό από την αύξηση της παραγωγής στο λαβράκι. Εάν πάντως επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις του ΣΕΘ τότε το 2015 θα αποτελεί τη χρονιά με τη μικρότερη παραγωγή από το 2011, οπότε αυτή διαμορφώθηκε σε 108.000 τόνους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΣΕΘ για τον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών, το 2015 αναμένεται να “κλείσει” για την Ελλάδα μείωση της παραγωγής τσιπούρας στην Ελλάδα κατά 8%, από τους 71.000 τόνους το 2014 σε 65.000 τόνους το 2015. Αντιθέτως, εκτιμάται αύξηση της παραγωγής λαβρακιού στην Ελλάδα κατά 7%, από τους 42.000 τόνους το 2014 στους 45.000 τόνους το 2015.
Το 2015, η παραγωγή τσιπούρας στην Ε.Ε. εκτιμάται πως θα παρουσιάσει μείωση 4,5% και θα κυμανθεί στους 99.500 τόνους. Η μείωση της παραγωγής τσιπούρας κατά 8% από την Ελλάδα (6.000 τόνοι) και 2% την Ισπανία (400 τόνοι) δεν θα μπορέσει να αντισταθμιστεί από την οριακή αύξηση της παραγωγής τσιπούρας από όλες τις άλλες χώρες (Ιταλία, Κροατία, Κύπρο). Για την ίδια περίοδο η παραγωγή τσιπούρας στην Τουρκία αναμένεται να κυμανθεί στους 38.000 τόνους.
Σε ό,τι αφορά το λαβράκι, η συνολική παραγωγή στην ΕΕ εκτιμάται πως θα παρουσιάσει αύξηση 12,5% και θα κυμανθεί στους 83.000 τόνους. Η αύξηση της παραγωγής αναμένεται να κυμανθεί από 4,5% (Κύπρος) έως και 27% (Ισπανία). Η παραγωγή λαβρακιού στην Τουρκία αναμένεται να κυμανθεί στους 55.000 τόνους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 η τσιπούρα και το λαβράκι εξήχθησαν σε 32 χώρες εντός και εκτός της Ε.Ε. Μακράν η μεγαλύτερη αγορά των Ελληνικών προϊόντων είναι η Ε.Ε. καθώς απορροφά πάνω από το 90% της παραγωγής, ένα μικρότερο ποσοστό εξάγεται στην Β. Αμερική (+/- 3%) και περίπου άλλο τόσο σε όλες τις άλλες τρίτες χώρες. Οι κυριότερες αγορές της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. είναι παραδοσιακά οι Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία καθώς απορροφούν πάνω από το 50% της ελληνικής παραγωγής.
Το 2014 χαρακτηρίζεται γενικότερα από μια πτωτική τάση των εξαγωγών η οποία ήταν και αναμενόμενη λόγω της αντίστοιχης μείωσης της Ελληνικής παραγωγής. Ωστόσο η μείωση των εξαγωγών αντισταθμίστηκε από τις βελτιωμένες τιμές και για τα δύο είδη στις περισσότερες αγορές γεγονός που ανέτρεψε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί το 2013.
Έντονο προβληματισμό, ωστόσο, προκαλεί η αύξηση των μεριδίων του κύριου ανταγωνιστή της Ελλάδας, της Τουρκίας, σε όλες τις παραδοσιακές και νέες αγορές καθώς, οι κρατικές ενισχύσεις που λαμβάνουν οι Τούρκοι παραγωγοί, τους επιτρέπουν να διαθέτουν το προϊόν τους σε πολύ χαμηλότερες τιμές. Σε ορισμένες αγορές η διαφορά μπορεί να πλησιάσει ή και να ξεπεράσει το 1 ευρώ/κιλό.
Η Ιταλία αποτελεί την μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς απορροφά σχεδόν το 29% της ελληνικής παραγωγής (ξεπερνώντας ακόμα και την εγχώρια κατανάλωση) και αντιπροσωπεύει το 37,2% των εξαγωγών ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2014 εισήχθησαν στην Ιταλία συνολικά 46.571 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 32.462 τόνοι, δηλαδή το 69%, από την Ελλάδα καθιστώντας την τον κύριο προμηθευτή και στα δύο είδη. Εκτιμάται πως η αγορά της Ιταλίας είναι ακόμα μεγαλύτερη λόγω των φορτώσεων που γίνονται στην Ελλάδα από Ιταλούς εμπόρους και ενδεχομένως καταγράφονται ως πωλήσεις στην Ελλάδα.
Σε σύγκριση, πάντως, με το 2013 παρατηρήθηκε το 2014 μείωση των εξαγωγών τσιπούρας προς την Ιταλία κατά 11,6%, ενώ κατά 7,6% μειώθηκαν οι εξαγωγές λαβρακιού. Αντιθέτως, στην Ιταλία αυξήθηκαν οι εισαγωγές τσιπούρας από την Τουρκία κατά 41,4% και του λαβρακιού κατά 37,5%. Με βάση τα παραπάνω η Ελλάδα αποτελεί τον κύριο προμηθευτή της Ιταλίας με μερίδιο 57% στην τσιπούρα (η Τουρκία είναι τρίτη με 11%) και μερίδιο 67% στο λαβράκι (με την Τουρκία τρίτη και μερίδιο 14%).
Η Ισπανία αποτελεί την 2η μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς απορροφά σχεδόν στο 17% της Ελληνικής παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 22% των συνολικών εξαγωγών Ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2014 εισήχθησαν συνολικά 19.214 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 11.738 τόνοι, δηλαδή το 61%, προήλθαν από την Ελλάδα καθιστώντας την έτσι κύριο προμηθευτή νωπών ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας. Και στην περίπτωση της Ισπανίας παρατηρείται μείωση των εισαγωγών από Ελλάδα και αύξηση των εισαγωγών από την Τουρκία. Ειδικότερα, το 2014 οι εισαγωγές τσιπούρας από την Ελλάδα στην Ισπανία μειώθηκαν κατά 6%, ενώ της Τουρκίας αυξήθηκαν κατά 133%. Οι εισαγωγές λαβρακιού από την Ελλάδα στην Ισπανία μειώθηκαν κατά 35%, ενώ την ίδια ώρα οι εισαγωγές από την Τουρκία αυξήθηκαν κατά 27%.
Η Γαλλία αποτελεί την 3η μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή αγορά για τα ψάρια Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας αφού απορροφά λίγο πάνω από το 7% της Ελληνικής παραγωγής και αντιπροσωπεύει το 9,6% των συνολικών εξαγωγών Ελληνικής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2014 εισήχθησαν συνολικά 13.592 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων οι 8.334 τόνοι, δηλαδή το 61%, προήλθαν από την Ελλάδα. Οι εισαγωγές τσιπούρας από την Ελλάδα στη Γαλλία μειώθηκαν κατά 2% το 2014, μείωση όμως μεγαλύτερη και συγκεκριμένα κατά 10% κατέγραψαν και οι εισαγωγές από την Τουρκία. Ανάλογη είναι η εικόνα και στο λαβράκι. Οι εισαγωγές από την Ελλάδα υποχώρησαν κατά 14%, όμως οι εισαγωγές από την Τουρκία κατέγραψαν πτώση 74%.
Συνολικά τα ψάρια και τα παρασκευάσματα εξ αυτών, αποτελούν έναν από τους πλέον εξωστρεφείς κλάδους της Ελληνικής οικονομίας συμβάλλοντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας αφού υπερβαίνουν τις αντίστοιχες εισαγωγές. Συγκεκριμένα, το 2013 η συνολική αξία των εξαγωγών αυτής της κατηγορίας προϊόντων ανήλθε σε 562,1 εκατ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 10,49% των συνολικών αγροτικών εξαγωγών της χώρας (27,31 δισ. ευρώ). Εξ αυτών το 90% (508,7 εκατ. ευρώ) προέρχεται από εξαγωγές σε χώρες της Ε.Ε. και το υπόλοιπο 10% (53,5 εκατ. ευρώ) από εξαγωγές σε τρίτες χώρες.
Το 2014 οι εξαγωγές αυτής της κατηγορίας ανήλθαν σε 555,8 εκατ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 11% των συνολικών αγροτικών εξαγωγών. Όσον αφορά την καθαρή συμβολή στο εμπορικό ισοζύγιο, ήταν η 2η πιο σημαντική κατηγορία με καθαρή συμμετοχή 172,22 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το ΑΕΠ, οι εξαγωγές αυτής της κατηγορίας συνέβαλαν το 2014 στη διαμόρφωσή του κατά 0,32%.
Σε επίπεδο απασχόλησης, στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα υψηλότερα ποσοστά επί του συνόλου των απασχολούμενων στον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας στην ΕΕ. Υπολογίζεται ότι απασχολούνται άμεσα και έμμεσα περίπου 12.000 εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων (επιστημονικό, τεχνικό και εργατικό προσωπικό). Το σημαντικότερο όλων είναι ότι μεγάλος αριθμός αυτών των θέσεων απασχόλησης εντοπίζονται σε απομακρυσμένες περιοχές της Ελληνικής επικράτειας, κυρίως νησιωτικές, γεγονός το οποίο συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, εκτιμάται πως η θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια (ψάρια και μύδια) δημιουργεί το 85% των άμεσων θέσεων εργασίας του κλάδου, η καλλιέργεια σε υφάλμυρα νερά το 8% και η καλλιέργεια εσωτερικών υδάτων το 7%.
Ποιος είναι ο στόχος για τον κλάδο τα επόμενα χρόνια; Οι στόχοι που είχαν τεθεί με ορίζοντα το 2030 και προέβλεπαν να φτάσει έως τότε ο όγκος παραγωγής τους 230.000 τόνους, αξίας 1,2 δισ. ευρώ και δημιουργία 3.000 νέων θέσεων εργασίας ίσως θα πρέπει να περιμένουν. Όπως ο ίδιος ο ΣΕΘ επισημαίνει στην έκθεσή του “λαμβάνοντας υπόψη την εν εξελίξει διαδικασία αναδιάρθρωσης των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου και την υφιστάμενη χρηματοπιστωτική κατάσταση στην χώρα, για τα έτη 2016 – 2017 βασικός στόχος είναι η σταθεροποίηση του κλάδου με την δημιουργία οικονομικά εύρωστων εταιρειών και στην συνέχεια η αύξηση της παραγωγής με παράλληλη διερεύνηση νέων αγορών που θα επιτρέψουν την καλύτερη εμπορία των προϊόντων”.
(σε τόνους) | 2010 | 2011 | 2012 | 2013 | 2014 | 2015 (εκτίμηση) |
Τσιπούρα | 74.000 | 63.000 | 75.000 | 71.000 | 71.000 | 65.000 |
Λαβράκι | 45.000 | 45.000 | 43.000 | 45.000 | 42.000 | 45.000 |
Σύνολο | 119.000 | 108.000 | 118.000 | 116.000 | 113.000 | 110.000 |
Πηγή: ΣΕΘ