Το πρόσφατο κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε) αναμένεται να συνεχιστεί, καθώς το 59% των διεθνών επιχειρήσεων σχεδιάζουν εξαγορές μέσα στους επόμενους 12 μήνες, σύμφωνα με τη 13η έκδοση του Global Capital Confidence Barometer της ΕΥ, μία έρευνα μεταξύ 1.600 στελεχών από 53 χώρες. Η έρευνα κατέγραψε τα υψηλότερα επίπεδα διάθεσης για εξαγορές στη διάρκεια της εξαετούς ιστορίας της.
Η έρευνα διαπιστώνει ότι η αγορά έχει ενισχυθεί από τις ιστορικά υψηλές αξίες συμφωνιών το 2015 και προβλέπει περαιτέρω ανάπτυξη το 2016. Με τη συνολική αξία των συμφωνιών διεθνώς να έχει αυξηθεί έως και 35% έναντι του 2014 και μεγάλες συμφωνίες (Megadeals) συνολικής αξίας που ξεπερνά τα 10 δις δολάρια να έχουν ήδη ανακοινωθεί το 2015, η περαιτέρω ενίσχυση της αγοράς Σ&Ε πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Τέσσερα στα πέντε στελέχη (83%) αναμένουν ενίσχυση της δραστηριότητας.
Η θετική αυτή ψυχολογία ενισχύεται και από το μεγάλο αριθμών συμφωνιών που βρίσκονται σε στάδιο προετοιμασίας, καθώς το 55% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι εξετάζει τρεις ή περισσότερες συμφωνίες.
Η διάθεση για εξαγορές βρίσκεται σε υψηλά εξαετίας
Το σημερινό περιβάλλον ενισχύει τη διάθεση για Σ&Ε. Τα στελέχη των επιχειρήσεων εμφανίζονται πιο βέβαια από κάθε άλλη φορά τα τελευταία έξι χρόνια, για την ποιότητα και τον αριθμό των ευκαιριών για συμφωνίες αλλά και για το ενδεχόμενο ολοκλήρωσης συμφωνιών.
Παρά την αυξημένη διάθεση για εξαγορές, οι ανησυχίες για μια ενδεχόμενη υπερθέρμανση της αγοράς μετριάζονται από τους αυστηρούς όρους των συμφωνιών. Τα στελέχη επιδεικνύουν σύνεση στην προσέγγιση των Σ&Ε, υιοθετώντας μια μακροπρόθεσμη θεώρηση και αξιολογώντας τις συμφωνίες πιο προσεκτικά από ποτέ, κάνοντας πίσω όποτε είναι απαραίτητο. Αυτό αντανακλάται στο γεγονός ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα (73%) των ερωτηθέντων έχουν αποσυρθεί από συμφωνίες στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, επειδή δεν εναρμονίζονταν πλήρως με τη στρατηγική τους.
Σύγκλιση και δυσδιάκριτα όρια κλάδων
Η συνεχιζόμενη σύγκλιση των κλάδων της οικονομίας αναμένεται να επιταχύνει το ρυθμό των συμφωνιών Σ&Ε. Σχεδόν οι μισές από τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις (48%) είναι διακλαδικές, με τις επιχειρήσεις να επιδιώκουν να αναπτύξουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα καθώς οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν τα πάντα, από την παραγωγή ως τις υπηρεσίες.
Οι περισσότερες εξαγορές αναφέρθηκαν σε τομείς της μεταποίησης, ακολουθούμενες από το λιανικό και χονδρικό εμπόριο και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
Με βάση την πρόθεση Σ&Ε, κυριαρχούν οι τομείς πετρελαίου και φυσικού αερίου (69%), καταναλωτικών προϊόντων (67%), ορυχείων & μετάλλων (67%), διαφόρων βιομηχανικών προϊόντων (66%), και ενέργειας & υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (65).
Κυριαρχούν οι διασυνοριακές συμφωνίες ενώ οι επενδυτές επιστρέφουν στην Ευρωζώνη
Οι διασυνοριακές εξαγορές αναμένεται να κυριαρχήσουν στην αγορά Σ&Ε, με το 70% των ερωτηθέντων να εξετάζει μη εγχώριες συμφωνίες. Σχεδόν το ένα τρίτο (29%) των ερωτηθέντων σχεδιάζει να επικεντρωθεί σε διασυνοριακές συμφωνίες κοντά στη βάση της επιχείρησης, ενώ το 41% επιδιώκει συμφωνίες ακόμη πιο μακριά.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο, ένα μεγαλύτερο ποσοστό ερωτηθέντων (40% έναντι 35%) σχεδιάζει σήμερα να διοχετεύσει τουλάχιστον το 10% των διαθέσιμων προς επένδυση κεφαλαίων στις αναδυόμενες αγορές. Ωστόσο, η πλειοψηφία των κεφαλαίων θα επενδυθεί στις αναπτυγμένες αγορές. Σημαντική αύξηση παρατηρείται ως προς το ποσοστό των στελεχών που σκοπεύει να προχωρήσει σε εξαγορές στην Ευρωζώνη (26%).
Οι ώριμες αγορές συνεχίζουν να αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τις Σ&Ε. Με την πλειοψηφία των δυνητικών αγοραστών να αναζητούν στόχους πέραν των συνόρων τους, υπάρχει ένα αξιοσημείωτο ενδιαφέρον των στελεχών για συμφωνίες στην Ευρωζώνη. Αυτό αποδίδεται στην αυξημένη εμπιστοσύνη για τη σταθερότητα της περιοχής. Η Ευρωζώνη διαθέτει επίσης μια σταθερή προσφορά περιουσιακών στοιχείων υψηλής ποιότητας και ελκυστικές τιμές λόγω των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία, η Κίνα και η Ινδία είναι οι πέντε κορυφαίοι επενδυτικοί προορισμοί, ενώ η Βραζιλία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο συγκαταλέγονται στους ισχυρότερους αγοραστές.
Η οικονομική εμπιστοσύνη στηρίζει την πρόθεση για συμφωνίες
Παρά τη σημαντική μεταβλητότητα των αγορών κατά το διάστημα που διεξήχθη η έρευνα, οι επιχειρήσεις παραμένουν αισιόδοξες για την ολοκλήρωση συμφωνιών σε αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον. Η οικονομική εμπιστοσύνη παραμένει σταθερά ισχυρή, στα επίπεδα του προηγουμένου εξαμήνου, με το 83% των στελεχών να εμφανίζεται αισιόδοξο για την παγκόσμια οικονομία.
Οι επιχειρήσεις παραμένουν βέβαια σε εγρήγορση σε σχέση με ενδεχόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχόμενου οικονομικών αντιξοοτήτων. Ένα τρίτο (29%) των ερωτηθέντων αναφέρουν την αυξημένη παγκόσμια και περιφερειακή πολιτική αστάθεια ως τον μεγαλύτερο επιχειρηματικό κίνδυνο. Το ένα τέταρτο (24%) των ερωτηθέντων αναφέρουν την αβεβαιότητα που συνδέεται με την αστάθεια στις ισοτιμίες των νομισμάτων και τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 24% των στελεχών αναφέρουν την οικονομική και πολιτική κατάσταση στην Ευρωζώνη ως σημαντική απειλή, ποσοστό μεγαλύτερο από όσους αναφέρουν την επιβράδυνση της ανάπτυξης στις αναδυόμενες αγορές (18%).
Ένας κίνδυνος που αναγνωρίζεται σχεδόν καθολικά είναι η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο ως προς τις συμφωνίες Σ&Ε, με τουλάχιστον το 90% των ερωτηθέντων να αξιολογούν τον παράγοντα αυτόν ως απειλή για τις διαδικασίες των συμφωνιών τους.
Βελτίωση του κλίματος και στην Ελλάδα
Συγκρατημένα αισιόδοξα εμφανίζονται τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς το 53% εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα βελτιωθεί ή θα παραμείνει στάσιμη, ενώ το 52% αναμένει βελτίωση των εταιρικών κερδών. Μετά από μια περίοδο πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται να εστιάζουν στην ανάπτυξη (55% έναντι 20% του Απριλίου) και δευτερευόντως στον περιορισμό δαπανών (29% από 51%), ενώ είναι αισθητά πιο αισιόδοξες όσον αφορά τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (39% από 19%).
Βελτίωση της αγοράς Σ&Ε αναμένει το 45% των στελεχών, ενώ 47% (έναντι 43% τον Απρίλιο) δηλώνει ότι σκοπεύει να επιδιώξει ενεργά εξαγορές, ποσοστό υψηλότερο από το αντίστοιχο για την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην πλειοψηφία τους, πρόκειται για στοχευμένες εξαγορές, συμπληρωματικές των σημερινών τους δραστηριοτήτων και σχετικά μικρού μεγέθους (αξίας μικρότερης των 250 εκατομμυρίων δολαρίων), ενώ ένα εντυπωσιακό 66% των ερωτηθέντων εξετάζει εξαγορές εκτός συνόρων αλλά και εκτός της ευρύτερης περιοχής.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας για την Ελλάδα, ο κ. Τάσος Ιωσηφίδης, επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ στη χώρα μας, παρατηρεί: «Τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων φαίνεται να ξεπερνούν σταδιακά τις εύλογες ανησυχίες των προηγουμένων μηνών. Στο βαθμό που η πολιτική και οικονομική κατάσταση θα ομαλοποιείται, το τραπεζικό μας σύστημα θα σταθεροποιείται με την πρόσφατη ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και παράλληλα θα υιοθετούνται ρεαλιστικές λύσεις για τη διευθέτηση του καυτού θέματος των “κόκκινων” δανείων, θα πρέπει να δούμε όλο και περισσότερες τάσεις συγκέντρωσης σε κλάδους της ελληνικής οικονομίας μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών (Σ&Ε), αλλά και στρατηγικές ανάπτυξης ελληνικών επιχειρήσεων μέσω εξαγορών και επενδύσεων εκτός συνόρων».
Οι Σ&Ε θα ακολουθήσουν μια σταθερή ανοδική πορεία
Η σταθεροποίηση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, η ισχυρή οικονομική ψυχολογία και η σύγκλιση των κλάδων της οικονομίας υπό την επήρεια των τεχνολογικών αλλαγών αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω τη δραστηριότητα Σ&Ε κατά το επόμενο έτος. Οι Σ&Ε εξελίσσονται σε ένα απαραίτητο εργαλείο για τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, καθώς αποτελούν ένα κρίσιμο συστατικό στοιχείο μιας βιώσιμης στρατηγικής, που οικοδομεί τη βάση για την ανάπτυξη της επόμενης δεκαετίας.