Η Deloitte Ελλάδος δημοσίευσε τα αποτελέσματα της άσκησης αξιολόγησης επίπτωσης στον πιστωτικό κίνδυνο από τη μετάβαση των ελληνικών επιχειρήσεων στην πράσινη οικονομία με τίτλο «Transition risk exploratory impact assessment exercise for Greek Large Corporates» που εκπόνησε η ομάδα των Climate & Environmental Credit Analytics του Risk Advisory. Η Άσκηση Αξιολόγησης βασίστηκε αποκλειστικά σε δείγμα μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων και διενεργήθηκε βάσει του πλαισίου που έχει αναπτύξει η Deloitte σε παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με την επιμέτρηση και ποσοτικοποίηση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων.
Πιο αναλυτικά, αξιολογήθηκαν 821 μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των €20εκ, κατά την 31.12.2021, από 96 υποκλάδους της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο της άσκησης εξετάστηκαν τα τρία (3) εναλλακτικά σενάρια του Network for Greening the Financial System (NGFS) με χρονικό ορίζοντα τριακονταετίας, αναφορικά με την τιμή του διοξειδίου του άνθρακα συγκεκριμένα:
- σενάριο πρώιμης μετάβασης (orderly transition)
- σενάριο όψιμης μετάβασης (disorderly transition)
- σενάριο μη δράσης (hot house world)
Κύρια συμπεράσματα
Κύριο συμπέρασμα της άσκησης αποτελεί το γεγονός ότι μία όψιμη μετάβαση συνεπάγεται σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο σε σχέση με ένα σενάριο πρώιμης μετάβασης όπως υποδεικνύεται από την αύξηση στα επίπεδα των πιθανοτήτων αθέτησης (PDs - probabilities of default).
Συγκεκριμένα υπό το σενάριο όψιμης μετάβασης τα PDs αυξάνονται κατά 2,8 φορές (ήτοι 180%) σε σχέση με τα υφιστάμενα επίπεδά τους, με το μέγιστο σημείο να παρατηρείται στο t+18 (ήτοι περί το 2039). Αντίθετα το σενάριο πρώιμης μετάβασης φαίνεται να οδηγεί κατά μέγιστο σε μία αύξηση της τάξης του 88% σε σχέση με τα υφιστάμενα επίπεδα, με το μέγιστο σημείο να παρατηρείται χρονικά στο t+12 (ήτοι περί το 2033).
Σημειώνεται ότι υπό το σενάριο μη δράσης δεν προκύπτει κάποια επίπτωση λόγω του κινδύνου μετάβασης, όμως πρέπει να σημειωθεί ότι οι τελικές επιπτώσεις θα πρέπει να συνυπολογίσουν την όξυνση των φυσικών κινδύνων, οι οποίοι δεν λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο της εν λόγω άσκησης.
Αναφορικά με την επίπτωση σε επίπεδο κλάδων της οικονομίας, προκύπτει ότι η μεγαλύτερη επίπτωση εντοπίζεται σε εκείνους της ενέργειας, των ορυχείων και λατομείων, των κατασκευών, καθώς και των μεταφορών, οι οποίοι ως επί το πλείστον χαρακτηρίζονται ως κλάδοι εντάσεως εκπομπών ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα (carbon intensive sectors).
Αναφορικά με τους κύριους προσδιοριστικούς παράγοντες της επίπτωσης πέραν της εντάσεως εκπομπής ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα (carbon intensity) από την ανάλυση προκύπτει ότι τα υφιστάμενα επίπεδα κερδοφορίας αποτελούν έναν επίσης σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα (driver) της επίπτωσης ο οποίος είναι συνεπής με την επιχειρηματική λογική καθώς παρατηρήθηκε ότι εύρωστες από πλευράς κερδοφορίας επιχειρήσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα (resilience) στο δρόμο προς τη μετάβασή τους υπό οποιαδήποτε σενάριο.
Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Μπισισίδη, Partner, Financial Risk Management Leader, Risk Advisory, της Deloitte: «Η μετάβαση στην πράσινη οικονομία αποτελεί εφ’εαυτής μία πρώτης τάξεως επιχειρηματική ευκαιρία για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να επιτύχουν αύξηση των εργασιών τους μέσω της χρηματοδότησης των πλάνων μετάβασης των πελατών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιμέτρηση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων αποτελεί ζήτημα μείζονος σημασίας προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με τη δυναμική των κλάδων (sector dynamics), καθώς επίσης και του επιπέδου ανθεκτικότητας (level of resilience) των πιστούχων με σκοπό την βελτιστοποίηση της διαδικασίας λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων και την αποτελεσματική διαχείριση των εν λόγω κινδύνων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».