Πτώση λίγο πριν τις αρχές του καλοκαιριού, αλλά θετική συνολική εικόνα για τους πρώτους μήνες του 2023 σημειώνουν οι ελληνικές εξαγωγές, με τους κύριους παράγοντες για αυτή την έλλειψη ισορροπίας τον πληθωρισμό και τις οικονομικές ανισότητες.
Κατά όσα αναφέρει ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, η επιδείνωση του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που επικρατεί διεθνώς δείχνουν να επηρεάζουν και τις εργασίες των Ελλήνων Εξαγωγών. Τονίζουν, ωστόσο, το πρόσημο στο πεντάμηνο του 2023 παραμένει θετικό, χάρη στο καλό ξεκίνημα στις αρχές του έτους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Πρόεδρος του Συνδέσμου Χριστίνα Σακκελαρίδη είχε αναφερθεί στις «αρρυθμίες που παρουσιάζουν οι ελληνικές εξαγωγές» τον τελευταίο καιρό, εξαίροντας, ωστόσο τις εντατικές προσπάθειες που γίνονται προς την κατεύθυνση της προώθησής τους. «Το ανοδικό μομέντουμ που είχαν αποκτήσει το προηγούμενο διάστημα φαίνεται να ανακόπτεται εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών που επικρατούν στη διεθνή οικονομία και ειδικότερα στις αγορές που κατευθύνονται κατά κύριο λόγο τα ελληνικά προϊόντα (υψηλός πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση, υψηλά επιτόκια, κα.). Η πίεση που δέχονται τα εισοδήματα των καταναλωτών σε παγκόσμιο επίπεδο αποτυπώνεται πλέον και στην κατανάλωση. Οι Έλληνες εξαγωγείς συνεχίζουμε και εντείνουμε τις προσπάθειες για την επέκταση των εργασιών μας, κόντρα στις αντιξοότητες» τονίζει.
Τα τρόφιμα σε αύξηση στο πρώτο πεντάμηνο του έτους
Χαρακτηριστικό είναι ότι, σε ό,τι αφορά στην πορεία των εξαγωγών ανά γεωγραφικές περιοχές το Μάιο του 2023, τελευταίο μήνα προσμέτρησης, σημειώνεται πτώση των αποστολών προς τις χώρες της Ε.Ε. (-6,7%) και πολύ μεγάλη υποχώρηση προς τις Τρίτες Χώρες κατά -25,6%.
Με την εξαίρεση, ωστόσο, των πετρελαιοειδών, οι εξαγωγές προς τις Χώρες της ΕΕ καταγράφουν αύξηση κατά 4,8% και προς τις Τρίτες Χώρες κατά 2,7%.
Αναφορικά με το ποσοστό των εξαγωγών που κατευθύνονται στις αγορές των κρατών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, αυτό αυξήθηκε κατά πεντέμισι μονάδες και άγγιξε το 59,5% έναντι 53,9% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022. Αντίστροφη είναι η εικόνα που καταγράφεται για το ποσοστό των εξαγωγών προς τις Τρίτες Χώρες, που διαμορφώθηκε στο 40,5% έναντι 46,1%. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το μερίδιο των εξαγωγών προς τις χώρες της ΕΕ διαμορφώνεται στο 66,6% και των Τρίτων Χωρών στο 33,4%.
Με το βλέμμα στις των εξαγωγές για το διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου του 2023, εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η συνολική αξία των εξαγωγών, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, αυξήθηκε προς τις Χώρες της ΕΕ (+12%) ενώ υποχώρησε ελαφρώς προς τις Τρίτες Χώρες (-1,9%).
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, οι εξαγωγές καταγράφουν άνοδο προς τις Χώρες της ΕΕ κατά 8,6% και προς τις Τρίτες Χώρες, κατά 6,9%.
Συνολικά για το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2023, άνοδο καταγράφουν σχεδόν όλες οι μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, με μοναδικές εξαιρέσεις τον κλάδο των Βιομηχανικών (-6,1%), των Πρώτων Υλών (-9,1%) και των χαμηλών σε αξία εξαγωγών Εμπιστευτικών Προϊόντων (-12,3%).
Στασιμότητα καταγράφουν οι εξαγωγές των Πετρελαιοειδών & Καυσίμων (-0,2%), ενώ σημαντικά αυξημένες εμφανίζονται εκείνες των Τροφίμων (+12,3%), Χημικών (+6,4%), Μηχανημάτων (+13,2%), Διαφόρων Βιομηχανικών (+12,9%), Λαδιών (+142,3%), Ποτών & Καπνού (+29,2%), σε σχέση με το περσινό πεντάμηνο.
Ακτινίδια και φράουλες στην πρώτη γραμμή
Υπάρχουν, όμως, και τα προϊόντα που ξεχωρίζουν, όπως οι φράουλες, στις οποίες τους πρώτους μήνες της χρονιάς καταγράφηκε ρεκόρ εξαγωγών – για δεύτερη φορά.
Σύμφωνα με φορείς της αγοράς αυτό σε μεγάλο βαθμό συνδέεται και με το ό,τι πλέον οι Έλληνες παραγωγοί έχουν στραφεί σε πιο δημοφιλείς ποικιλίες, οι οποίες βρίσκονται ψηλά στις προτιμήσεις των ευρωπαίων καταναλωτών.
Αυτό, δε, το γεγονός ήταν επί της ουσίας αυτό που τα προώθησε και τους έδωσε τη δυνατότητα να αυξήσουν τις εξαγωγές τους σε αξία και όγκο.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα ελληνικής παραγωγής ακτινίδια, που σημειώνουν μια εντυπωσιακή πορεία, ακόμα και σε νέες αγορές.
Αυτό, μάλιστα, το άνοιγμά τους σε παρθένες αγορές ήταν και ο καθοριστικός παράγοντας για το φετινό ρεκόρ εξαγωγών.
Επί της ουσίας, σε ό,τι αφορά τα ελληνικά ακτινίδια, η χώρα μας αξιοποίησε την προσωρινή απαγόρευση από πλευράς της Ινδίας, εισαγωγών από το Ιράν.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό ακτινίδιο έχει «ανοιχτεί» και σε αγορές όπως εκείνες των ΗΠΑ και του Καναδά ενώ πλέον το συγκεκριμένο φρούτο βρίσκεται και στη Βραζιλία, μια χώρα, η οποία δεν ήταν εύκολη ‘’πόρτα’, καθώς γίνονταν εντατικές προσπάθειες εισόδου σε αυτή εδώ και περίπου μία δεκαετία.
Την ίδια στιγμή, σε στασιμότητα βρίσκεται, σε σχέση με το πώς ξεκίνησε, πριν από τρία χρόνια, η εξαγωγή του ‘’χρυσού φυτού’’, του κρόκου, το γνωστό και ως σαφράν.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τον συνεταιρισμό, στην τεράστια αγορά της Κίνας δεν υπάρχουν τόσες παραγγελίες, τη στιγμή που στο Βιετνάμ είναι πολύ περισσότερες.
Η αγορά, ωστόσο, που ευνοεί ιδιαίτερα την εξαγωγή σαφράν είναι η Ευρώπη, με τις κύριες χώρες εξαγωγής να είναι η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία.
Κατά όσα αναφέρει ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγεών Συμεών Διαμαντίδης στο BusinessNews.gr «Πράγματι, οι εξαγωγές φρούτων και λαχανικών έχουν ενισχυθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα. Αλλά αυτό δεν συνιστά έκπληξη για εμάς, διότι γνωρίζουμε τη δυναμική τους. Όπως γνωρίζουμε και τη δυναμική όλου του αγροδιατροφικού κλάδου. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το α’ τετράμηνο του 2023, οι εξαγωγές νωπών λαχανικών και φρούτων είναι αυξημένες κατά 31% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2022 και του 2021. Η αύξηση αυτή οφείλεται σε καλύτερες επιδόσεις σε πολλές αγορές. Χαρακτηριστικά να αναφέρω τις Γερμανία (αύξηση 18%), Ρουμανία (αύξηση 40%), Πολωνία (αύξηση 46%), Βουλγαρία (αύξηση 42%) και Ιταλία (αύξηση 62%) που αποτελούν τους πέντε σημαντικότερους προορισμούς, αλλά και χώρες όπως η Ινδία και η Ουκρανία, όπου σημειώθηκε σημαντική αύξηση κατά 378% και 250% αντίστοιχα. Επομένως, σίγουρα η Ελλάδα πληροί τις προϋποθέσεις για να γίνει βασικός εξαγωγικός βραχίονας λαχανικών και φρούτων στη νοτιοανατολική Ευρώπη, αρκεί αυτό να γίνει με στρατηγική και δράσεις. Παραδείγματος χάριν, ένα βασικό πρόβλημα του κλάδου είναι πως αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν το μέγεθος και τη δυναμική να καλύψουν μεγάλες παραγγελίες σε μεγάλες αγορές. Αυτό όμως λύνεται με το μοντέλο των clusters, όπως έχουμε κάνει στον ΣΕΒΕ με το ακτινίδιο με πολύ μεγάλη επιτυχία».