Σε μία από τις πιο δραστήριες χώρες στη Μεσόγειο σε ό,τι αφορά την παραγωγή ιχθυοκαλλλιέργειας αναδεικνύεται η Ελλάδα, η οποία, κατά στοιχεία από την πρόσφατη έκθεση της ΕΛΟΠΥ για το 2023 κατέχει τη 1η θέση ως προς τον όγκο και την αξία παραγωγής ιχθυοκαλλιέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών.
Μάλιστα, κατά τα ίδια στοιχεία, είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ που παράγει πάνω από 100.000 τόνους ψαριών ετησίως και με μεγάλη διαφορά από τη 2η χώρα, η οποία είναι η Ισπανία με 77.066 τόνους, ενώ το 2021 το 71% της εγχώριας παραγωγής αλιευμάτων προήλθε από την υδατοκαλλιέργεια και το υπόλοιπο 29% από την αλιεία.
Σε σχέση με την παραγωγή στη Μεσόγειο, οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγοί είναι η Τουρκία (290.000 τόνοι) και η Ελλάδα (126.700 τόνοι) καθώς αντιπροσωπεύουν το 66% της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού παγκοσμίως.
Τις επόμενες θέσεις κατέχουν η Αίγυπτος (78.000 τόνοι), η Ισπανία (34.900 τόνοι), η Τυνησία (23.500 τόνοι), η Ιταλία (18.400 τόνοι), η Κροατία (17.500 τόνοι) και η Σαουδική Αραβία (10.000 τόνοι). Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες η παραγωγή κυμάνθηκε κάτω από τους 10.000 τόνους.
Το 2023, μάλιστα, εκτιμάται πως η συνολική παραγωγή θα αυξηθεί οριακά και θα κυμανθεί στους 642.000 τόνους.
Το 2022 ο κλάδος της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ενίσχυσε περαιτέρω την εξωστρέφεια του καθώς το 82% της παραγωγής εξάχθηκε σε 37 χώρες ενώ το υπόλοιπο 18% διατέθηκε στην εγχώρια αγορά. Όλα αυτά συμβαίνουν όταν στην Ελλάδα υπάρχουν, εν έτει 2023, 24 ιχθυογεννητικοί σταθμοί και έχουν μέγιστη δυναμικότητα 556 εκατ. ιχθυδίων ετησίως.
Το 2022 η παραγωγή γόνου ήταν 396,8 εκατ. ιχθύδια συνολικής αξίας 80 εκατ. ευρώ. Κατά τα στοιχεία από την ετήσια έκθεση της ΕΛΟΠΥ, από αυτά σχεδόν το 96% αντιπροσωπεύει την παραγωγή γόνου τσιπούρας και λαβρακιού (382 εκατ. ιχθύδια) και το 4% την παραγωγή γόνου για όλα τα υπόλοιπα μεσογειακά είδη (14,8 εκατ. Ιχθύδια). Η τιμή μονάδας κυμαίνεται στα 0,2 ευρώ για την τσιπούρα και το λαβράκι και 0,25 - 0,45 ευρώ για τα υπόλοιπα μεσογειακά είδη.
Οι τοπ αγορές Ιταλία - Ισπανία
Δύο παραμένουν τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες αγορές της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας: Η Ιταλία και η Ισπανία. Η Ιταλία αποτελεί διαχρονικά τη μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς απορροφά περίπου το 1/3 της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού. Το 2022 εισάχθηκαν στην Ιταλία συνολικά 83.000 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων το 45% (37.700 τόνοι) από την Ελλάδα.
Εκτιμάται, δε, πως η αγορά της Ιταλίας είναι ακόμα μεγαλύτερη λόγω των φορτώσεων που γίνονται στην Ελλάδα από Ιταλούς εμπόρους και ενδεχομένως καταγράφονται ως πωλήσεις στην Ελλάδα. Ειδικότερα, το 2022 εισήχθησαν στην Ιταλία 39.400 τόνοι τσιπούρας εκ των οποίων το 55% (21.500 τόνοι) από την Ελλάδα.
Σε σχέση με το 2021, αν και οι συνολικές εισαγωγές τσιπούρας στην Ιταλία μειώθηκαν κατά 3%, οι εισαγωγές από την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 0,9%. Η μέση τιμή πώλησης ελληνικής τσιπούρας στην Ιταλία διαμορφώθηκε το 2022 στα 5€/κιλό, παρουσιάζοντας αύξηση 13% σε σχέση με το 2021. Αν λάβουμε υπόψη την ιδία παραγωγή τσιπούρας της Ιταλίας η Ελλάδα το 2022 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 51% των πωλήσεων τσιπούρας στην Iταλία.
Παράλληλα, το 2022 εισήχθησαν στην Ιταλία 35.764 τόνοι λαβρακιού εκ των οποίων το 45% (16.200 τόνοι) εισάχθηκε από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2021, οι συνολικές εισαγωγές λαβρακιού στην Ιταλία μειώθηκαν κατά -6,8% και οι εισαγωγές από την Ελλάδα κατά -15,6%. Η μέση τιμή (FOB) πώλησης ελληνικού λαβρακιού στην Ιταλία διαμορφώθηκε στα 6,5€/κιλό, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση 4,7 % σε σχέση με το 2021. Αν λάβουμε υπόψη και την ιδία παραγωγή λαβρακιού της Ιταλίας, η Ελλάδα το 2022 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 39% των πωλήσεων λαβρακιού στην Ιταλία.
Την ίδια στιγμή, η Ισπανία αποτελεί την 2η μεγαλύτερη αγορά για τα ψάρια Ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας καθώς το 2022 απορρόφησε περίπου το 30% της Ελληνικής παραγωγής. Το 2022 εισάχθηκαν συνολικά 52.080 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού εκ των οποίων το 77% (40.200 τόνοι), από την Ελλάδα. Ενδεικτικό είναι ότι το 2022 εισάχθηκαν στην Ισπανία 38.780 τόνοι τσιπούρας εκ των οποίων το 69% (26.900) από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2021, παρατηρείται αύξηση 19% των εισαγωγών τσιπούρας από την Ελλάδα, ενώ οι συνολικές εισαγωγές τσιπούρας στην Ισπανία αυξήθηκαν κατά 7,4%. Η μέση τιμή (FOB) πώλησης ελληνικής τσιπούρας στην Ισπανία διαμορφώθηκε το 2022 στα 4,72€/κιλό, παρουσιάζοντας αύξηση σχεδόν 6% σε σχέση με το 2021. Λαμβάνοντας υπόψη και την ιδία παραγωγή τσιπούρας της Ισπανίας, η Ελλάδα το 2022 κατείχε μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στο 62% των πωλήσεων τσιπούρας στην Ισπανία. Το 2022 εισήχθησαν στην Ισπανία 23.600 τόνοι λαβρακιού εκ των οποίων το 56% (13.300 τόνοι) από την Ελλάδα. Σε σχέση με το 2021, οι συνολικές εισαγωγές λαβρακιού στην Ισπανία αυξήθηκαν κατά 10,7% και από την Ελλάδα κατά 7,3%..
Η ελληνική υδατοκαλλιέργεια σε αριθμούς
Ο συνολικός αριθμός των εκμεταλλεύσεων υδατοκαλλιέργειας το 2021 στην Ελλάδα ήταν 879 των οποίων το 82% βρίσκονται σε θαλάσσια ύδατα (μονάδες εκτροφής ψαριών και μυδιών), το 10% είναι μονάδες σε εσωτερικά ύδατα (χερσαίες εγκαταστάσεις) και το υπόλοιπο 8% εκτροφές σε υφάλμυρα νερά (λιμνοθάλασσες). Στην παραπάνω ανάλυση δεν συμπεριλαμβάνονται οι ιχθυογεννητικοί σταθμοί (συνολικά 24) που υποστηρίζουν τις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας.
Στην παρούσα φάση στην Ελλάδα υπάρχουν 285 μονάδες θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας όπου εκτρέφονται κυρίως τσιπούρα και λαβράκι και 24 ιχθυογεννητικοί σταθμοί (τσιπούρας, λαβρακιού και λοιπών μεσογειακών ειδών).
Όσον αφορά στην γεωγραφική κατανομή των εκμεταλλεύσεων οστρακοκαλλιέργειας οι περιοχές με την μεγαλύτερη ανάπτυξη είναι η Θεσσαλονίκη (26%), η Πιερία (25%), η Ημαθία (16%), η Καβάλα (8%) και η Φθιώτιδα (6%).
Το υπόλοιπο 19% είναι κατανεμημένο σε 10 περιφερειακές ενότητες με λιγότερες από 10 μονάδες η κάθε μία, σε περιοχές όπως η Πρέβεζα, η Ξάνθη, η Θεσπρωτία, η Χαλκιδικής, η Ροδόπη, η Αττικής, οι Σέρρες, η Λέσβος, η Εύβοια και η Αιτωλοακαρνανία.
Υψηλότερα ποσά απασχόλησης στην Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ
Εξάλλου, στην Ελλάδα είναι που καταγράφεται ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης επί του συνόλου των απασχολούμενων στον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας στην Ευρωπαική Ένωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, στο γενικό σύνολο (μόνιμο και έκτακτο προσωπικό), ο αριθμός των εργαζομένων εκτιμάται το 2021 σε 3.871 άτομα. Αν υπολογιστούν και οι έμμεσες θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται από τις συνοδευτικές – υποστηρικτικές υπηρεσίες του κλάδου (παρασκευαστήρια ιχθυοτροοφών, εξοπλισμός, ιχθυοκιβώτια, μεταφορές κλπ) τότε εκτιμάται πως συνολικά απασχολούνται άμεσα και έμμεσα περίπου 12.000 εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων (επιστημονικό, τεχνικό και εργατικό προσωπικό).
Όσον αφορά στην ιχθυοκαλλιέργεια, ο κλάδος δημιουργεί θέσεις εργασίας σε 10 από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας με τη Δυτική Ελλάδα, την Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και την Αττική να έχουν τις περισσότερες θέσεις εργασίας.
Υπενθυμίζεται ότι πάνω από 50% των επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα ελέγχεται τα τελευταία χρόνια από ξένα κεφάλαια, με πιο πρόσφατη την είδηση ότι η Avramar επένδυσε σε νέο πράσινο στόλο, εν μέσω πληροφοριών για τριγμούς σε ό,τι αφορά τα δάνειά της.
«Η ιχθυοκαλλιέργεια στην Ελλάδα είναι πολύ θελκτική για ξένα κεφάλαια, οι άνθρωποι που έρχονται να επενδύσουν από το εξωτερικό, επενδύουν στους ανθρώπους. Μακάρι οι Έλληνες επιχειρηματίες να μπορούσαν να κρατήσουν εταιρείες, φαίνεται όμως ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει σε όλες τις περιπτώσεις και αυτό που ενδιαφέρει τους εργαζόμενους είναι να είναι υγιής η εταιρεία και όχι ποιοι βρίσκονται πίσω. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η μεγαλύτερη περιουσία που παράγεται παραμένει στη χώρα, το γεγονός ότι ο πλούτος μένει στη χώρα» είχε δηλώσει στο ΒusinessNews.gr ο Πρόεδρος της ΕΛΟΠΥ Απόστολος Τουραλιάς.
Αυγενάκης: Ανάγκη για καινοτομία στην αλιεία και στην ιχθυοκαλλιέργεια
Tην ώρα που το 2023 αναμένεται με θετικό πρόσημο για τον κλάδο, την ανάγκη για καινοτομία στην αλιεία και στην υδατοκαλλιέργεια τόνισε σε πρόσφατο συνέδριο στη Μάλτα ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Λευτέρης Αυγενάκης: «Η καινοτομία στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας γεννάει προσδοκίες για το αύριο του πρωτογενούς τομέα. Οι δυνατότητες που δημιουργούνται μέσα από εργαλεία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, διευρύνουν τους ορίζοντες για την επιχειρηματική δραστηριότητα των κλάδων στην Ευρώπη, ανοίγοντας νέες προοπτικές και για τους Έλληνες αλιείς και υδατοκαλλιεργητές στο άμεσο μέλλον».
Ο Έλληνας υπουργός ανέφερε ότι για τη Μεσόγειο, είναι αναγκαιότητα η κοινή πολιτική και οι κοινοί κανόνες μεταξύ γειτονικών κρατών, για να υπάρξει και το ανάλογο αποτέλεσμα, που είναι η ισχυροποίηση των κανονισμών και των ελέγχων, ώστε να ελεγχθεί η υπεραλίευση και να παταχθεί η παράνομη αλιεία.
Αυτό που, ωστόσο, υπογράμμισε είναι ότι η ΕΕ, λόγω της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να αναπτύξει πρόσθετες δράσεις και στρατηγικές. Όπως σημείωσε, η κλιματική κρίση επιταχύνει τα προβλήματα και για το λόγο αυτό, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι απαραίτητες ενέργειες. «Οι καινοτομίες που αναπτύσσονται, πρέπει να μετουσιώνονται σε προϊόντα και υπηρεσίες έτοιμα προς χρήση, ώστε να εντάσσονται άμεσα στην αγορά, και να προσφέρουν σύντομα διευκολύνσεις στους αλιείς αλλά και στους φορείς για την εφαρμογή των θεσπισμένων μέτρων. Η παρακολούθηση της παράνομης αλιείας και ο έλεγχος της υπεραλίευσης με τη χρήση νέων τεχνολογιών αποτελεί ένα θετικό παράδειγμα».