Τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγικές επιχειρήσεις έχουν ισχυροποιήσει τη θέση τους στις διεθνείς αγορές, παρά τις πληθωριστικές και άλλες πιέσεις, και αποτελούν, δίχως αμφιβολία πλέον, τον κινητήριο μοχλό της ελληνικής οικονομίας.
Τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά: Το 2009 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσώπευαν το 19% του ΑΕΠ. Σήμερα, αυτό το ποσοστό έχει φτάσει το 49%, με τα αγαθά να υπερτερούν των υπηρεσιών που περιλαμβάνουν τουρισμό και μεταφορές. Μία απλοϊκή μετάφραση του μεγέθους αυτού είναι πως οι εξαγωγές αποτελούν το 50% της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, παρά την ανθεκτικότητα που επιδεικνύουν, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα όπως η δυσκολία ανταπόκρισης σε μεγάλες ποσότητες και η επίδραση των γεωπολιτικών ζητημάτων στις μεταφορές.
Κατά όσα αναφέρουν αρμόδιοι φορείς του επιχειρείν στο BusinessNews.gr, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το διάστημα Ιανουάριος-Μάιος, οι εξαγωγές ήταν αυξημένες κατά 5,7% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1,2 δισ. ευρώ αξία εξαγωγών. Ως θετικό υπολογίζεται και το γεγονός πως στο διάστημα αυτό επιτεύχθηκε μείωση του εμπορικού ελλείμματος από τα 15,0 δισ. ευρώ πέρυσι, στα 12,3 δισ. ευρώ φέτος. Συγκεκριμένα για τον Μάιο 2023, σημειώθηκε μείωση κατά 15,4%, η οποία οφείλεται όμως στα πετρελαιοειδή, αφού αν τα εξαιρέσουμε, οι εξαγωγές των υπόλοιπων προϊόντων ήταν αυξημένες κατά 4,1%.
Για το σύνολο του έτους, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αναμένεται αύξηση εξαγωγών σε επίπεδο προϊόντων, αλλά σε χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με τους πολύ υψηλούς ρυθμούς των δύο προηγούμενων ετών. «Συγκεκριμένα, προσδοκούμε σε αύξηση εξαγωγών κατά 3%-5% για το σύνολο του έτους» τονίζεται χαρακτηριστικά.
Κλάδοι σε ανάπτυξη: Η περίπτωση των φρούτων και των λαχανικών
Στέλεχος της αγοράς τονίζει ότι πολλοί είναι οι κλάδοι και τα προϊόντα που έχουν προοπτικές ανάπτυξης. «Από τα γνωστά σε όλους μας αγροδιατροφικά προϊόντα, στα δομικά υλικά και τις κατασκευές, και από τα φάρμακα στα χημικά. Κάθε περιοχή και περιφέρεια έχει τα δικά της δυνατά χαρτιά, δηλαδή είτε επιχειρήσεις που έχουν ήδη ισχυρή διεθνή παρουσία την οποία μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω, είτε επιχειρήσεις που δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη την πορεία τους στις διεθνείς αγορές και έχουν τις προοπτικές να το κάνουν. Πρέπει να εμβαθύνουμε στα χαρακτηριστικά κάθε αγοράς και να δούμε πού υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα μας».
Για την αναδυόμενη αγορά των φρούτων και των λαχανικών μιλά στο BusinessNews.gr ο Πρόεδρος Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ) Συμεών Διαμαντίδης: «Πράγματι, οι εξαγωγές φρούτων και λαχανικών έχουν ενισχυθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα. Αλλά αυτό δεν συνιστά έκπληξη για εμάς, διότι γνωρίζουμε τη δυναμική τους. Όπως γνωρίζουμε και τη δυναμική όλου του αγροδιατροφικού κλάδου. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το α’ τετράμηνο του 2023, οι εξαγωγές νωπών λαχανικών και φρούτων είναι αυξημένες κατά 31% συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2022 και του 2021. Η αύξηση αυτή οφείλεται σε καλύτερες επιδόσεις σε πολλές αγορές. Χαρακτηριστικά να αναφέρω τις Γερμανία (αύξηση 18%), Ρουμανία (αύξηση 40%), Πολωνία (αύξηση 46%), Βουλγαρία (αύξηση 42%) και Ιταλία (αύξηση 62%) που αποτελούν τους πέντε σημαντικότερους προορισμούς, αλλά και χώρες όπως η Ινδία και η Ουκρανία, όπου σημειώθηκε σημαντική αύξηση κατά 378% και 250% αντίστοιχα»
Ο ίδιος όμως, θέτει ένα βασικό ζήτημα: «Η Ελλάδα πληροί τις προϋποθέσεις για να γίνει βασικός εξαγωγικός βραχίονας λαχανικών και φρούτων στη νοτιοανατολική Ευρώπη, αρκεί αυτό να γίνει με στρατηγική και δράσεις. Παραδείγματος χάριν, ένα βασικό πρόβλημα του κλάδου είναι πως αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν το μέγεθος και τη δυναμική να καλύψουν μεγάλες παραγγελίες σε μεγάλες αγορές. Αυτό όμως λύνεται με το μοντέλο των clusters, όπως έχουμε κάνει στον ΣΕΒΕ με το ακτινίδιο».
Από την πλευρά του ο CEO της πλήρους εξαγωγικής εταιρείας Medbest, Κώστας Μαριάνος αποθεώνει την δυνατότητα της ελληνικής ελιάς στις αγορές του εξωτερικού. Σύμφωνα με όσα τονίζει στο ΒusinessNews.gr: «Προσωπικά πάντα πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω στις δυνατότητες και το μέλλον της Ελληνικής επιτραπέζιας ελιάς. Αυτό γιατί οι Ελληνικές ελιές είναι αδιαμφισβήτητα οι καλύτερες ελιές σε όλο τον κόσμο. Αυτό ευτυχώς δεν είναι μόνο η προσωπική μου γνώμη, αλλά ισχύει σαν γενική παραδοχή από όλους τους ειδικούς και τους καταναλωτές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η ευρεία αποδοχή της Ελληνικής Ελιάς στο εξωτερικό και η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών της σε όλο τον κόσμο τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια το αποδεικνύουν. Φυσικά ψηλά στην λίστα βρίσκεται το Ελληνικό ελαιόλαδο που είναι γνωστό για την υψηλή ποιότητα του, αν και δεν έχει ακόμα καταφέρει να καθιερωθεί ισότιμα στις αγορές απέναντι στα Ελαιόλαδα άλλων Μεσογειακών χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Επίσης τα Ελληνικά τυριά και κυρίως η φέτα Π.Ο.Π. είναι παγκόσμια αναγνωρισμένη ως η ποιοτικότερη όλων, αλλά αντιμετωπίζει ισχυρό και αθέμιτο ανταγωνισμό από άλλες Ευρωπαϊκές και μη χώρες. Τα Ελληνικά κονσερβοποιημένα φρούτα θεωρούνται επίσης εξαιρετικά και έχουν σημαντική παρουσία στα ράφια του εξωτερικού. Άλλα Ελληνικά προϊόντα που ήδη εξάγονται αλλά πιστεύω ότι μπορούν να αυξήσουν την παρουσία τους στο εξωτερικό είναι τα ποιοτικά μας κρασιά, το ποιοτικό μέλι, τα προϊόντα ζύμης, και τα διάφορα snacks που τελευταία παράγονται στην Ελλάδα και είναι πραγματικά ενδιαφέροντα».
Κάνει, δε, ειδική αναφορά και στα βιολογικά προϊόντα: «Υπάρχει ανάγκη ανάπτυξης και εξαγωγικής προσπάθειας βιολογικών προϊόντων. Η Ελλάδα ως μια μικρή παραγωγικά χώρα πρέπει να εστιάσει περισσότερο στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων που αποτελούν μια παγκόσμια τάση που όσο πάει και μεγαλώνει. Ειδικά μετά την πανδημία βλέπουμε μια μεγάλη στροφή των καταναλωτών, ειδικά στις αναπτυγμένες αγορές, σε φυσικά υγιεινά προϊόντα τροφίμων χωρίς συντηρητικά και χημικά πρόσθετα και επίσης ένα σημαντικό μέρος αυτών στα πιστοποιημένα βιολογικά».
Νέα ψηφιακά εργαλεία
Την ίδια στιγμή, κατά τον κ. Διαμαντίδη, οι επιχειρήσεις έχουν πλέον μία διευρυμένη φαρέτρα όπλων για να «πολεμήσουν» στις διεθνείς αγορές με τα νέα ψηφιακά εργαλεία. Τα οφέλη από την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών είναι πραγματικά αναρίθμητα. Θα έλεγα πως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στο κομμάτι της επικοινωνίας και του μάρκετινγκ. Με τα νέα εργαλεία μπορούμε να επικοινωνήσουμε ανά πάσα στιγμή με τους συνεργάτες και τους πελάτες μας στο εξωτερικό, ενώ με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το digital marketing μπορούμε να προσεγγίσουμε και να απευθυνθούμε σε πολύ περισσότερους δυνητικούς πελάτες. Φυσικά, θα πρέπει να δίνουμε πολύ μεγάλη προσοχή στις ψηφιακές μας δράσεις και την συνολική διαδικτυακή μας παρουσία, διότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι και πολλές απειλές. Η ασφάλεια των επιχειρήσεών μας από τις κυβερνοεπιθέσεις θα πρέπει να συνιστά προτεραιότητα».
Κατά αρμόδιους φορείς, οι αδυναμίες της, όπως είναι οι χαμηλές παραγωγικές της δυνατότητες λόγω μεγέθους.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει άλλο στέλεχος εξαγωγικής εταιρείας στο BusinessNews.gr «η πρόοδος των τελευταίων ετών είναι δεδομένη, ωστόσο, απέχουμε πολύ από το να θεωρούμαστε μία αμιγώς εξαγωγική χώρα. Οι εισαγωγές μας και το εμπορικό μας έλλειμμα παραμένουν ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αν καταφέρουμε να ενισχύσουμε την εγχώρια παραγωγή μας, να αντικαταστήσουμε τα εισαγόμενα προϊόντα με ελληνικά, και αν ενισχύσουμε περαιτέρω την παρουσία μας στις διεθνείς αγορές, θεωρώ πως σε βάθος χρόνου θα είμαστε μία σημαντική εξαγωγική δύναμη σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο».
Οι εκτιμήσεις του ΣΕΒΕ για το 2024 σε σχέση με τις εξαγωγές είναι αισιόδοξες: «Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσουμε την πορεία των εξαγωγών για το 2024 και αυτό διότι το πρόσφατο παρελθόν και όσα συνέβησαν τα τελευταία τρία χρόνια μας έχουν κάνει ιδιαίτερα επιφυλακτικούς. Ωστόσο, αν υποθέσουμε πως το επιχειρηματικό κλίμα σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο παραμείνει θετικό και σταθερό, θα λέγαμε πως οι εξαγωγές το 2024 θα αυξηθούν περαιτέρω και θα ξεπεράσουν τα 60 δισ. ευρώ. Αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι ο Έλληνας εξαγωγέας είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόκληση. Πιστεύουμε στις δυνατότητές του, και είμαστε σίγουροι πως μεσο-μακροπρόθεσμα οι ελληνικές εξαγωγές θα σημειώσουν σημαντική αύξηση και θα ξεπεράσουν τα 70 δισ. ευρώ μέχρι το 2030» υπογραμμίζει ο κ. Διαμαντίδης.