Με λιγότερα λουκέτα, σε σχέση με το 2022, προχωρά προς το τέλος της φετινής χρονιάς ο κλάδος των αρτοποιείων, την ώρα που εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικά προβλήματα στον κλάδο όπως αυτά των αυξήσεων στις πρώτες ύλες και την ενέργεια.
Χαρακτηριστικό είναι ότι, σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδας, Μιχάλη Μούσιο, στα ήδη υπάρχοντα ανοιχτά μέτωπα της ενέργειας και των αλεύρων, τους τελευταίους μήνες έρχονται να προστεθούν οι αυξήσεις στις τιμές των γαλακτοκομικών και τυροκομικών, ιδίως στο φρέσκο βούτυρο, αλλά και στο ελαιόλαδο, το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον σε γλυκά και βουτήματα.
Κατά όσα αναφέρει στο BusinessNews.gr ο κ. Μούσιος «η ακρίβεια παρέμεινε το μεγαλύτερο πρόβλημα του 2023, με την εστίαση αυτή τη φορά να διαπιστώνεται στις τιμές των γαλακτοκομικών και του ελαιολάδου. Σε ό,τι αφορά το αλεύρι, μια τελευταία αύξηση έγινε τον περασμένο Αύγουστο, σε σχέση με ό,τι ζήσαμε το 2022, έχει επέλθει μια ισορροπία» τονίζει ο κ. Μούσιος.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της ενέργειας, οι τιμές είναι σχετικά μικρότερες με το 2022, αλλά «σε καμία περίπτωση δεν έχουν πλησιάσει το 2021, αυτό νομίζω δεν θα το ξαναδούμε ποτέ», σημείωσε ο κ. Μούσιος.
Επιπρόσθετα, κατά όσα αναφέρει ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας, το 2023 ήταν και μια χρονιά με λιγότερα λουκέτα σε σχέση με το 2022, καθώς από τον περασμένο Οκτώβριο, του 2022, μέχρι και τον Νοέμβριο του 2023, πανελλαδικά έκλεισαν 60 αρτοποιεία, ενώ οι εκτιμήσεις του για την ερχόμενη χρονιά σχετικά με τον κλάδο έχουν ένα τόνο απαισιοδοξίας: «Θεωρώ ότι το κύμα ακρίβειας θα συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, είναι κάτι που φαίνεται ότι πλέον δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, λαμβάνοντας υπόψη και τις γεωπολιτικές εξελίξεις που επηρεάζουν ενέργεια και πρώτες ύλες. Εκτιμώ, ωστόσο, ότι δεν θα είναι κάτι τόσο σημαντικό, ώστε να υπάρχουν νέες αυξήσεις μέσα στην προσεχή χρονιά, σε ένα προϊόν πρώτης ανάγκης όπως είναι το ψωμί».
Από την πλευρά της, η κ. Έλσα Κουκουμέρια, Πρόεδρος των Αρτοποιών Θεσσαλονίκης και Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος τονίζει ότι τα προβλήματα του 2023 για τις επιχειρήσεις αρτοποιείων ήταν για μια ακόμα φορά τα υψηλά κόστη ενέργειας και των πρώτων υλών, αν και σε μια ισορροπία σε σχέση με το 2022: «Όταν πλέον κυμαίνεται από 17-19 λεπτά η KW, σε σχέση με τα 8 που ήταν πριν από ένα χρόνο και κάτι, σημαίνει ότι εξακολουθεί να παραμένει για εμάς ψηλά στην ατζέντα των ανοιχτών μετώπων η ενέργεια. Οι πρώτες ύλες εξακολουθούν να σημειώνουν αυξήσεις, οι οποίες, όμως, είναι πλέον πιο εποχικές. Για παράδειγμα, τώρα είναι σε άνοδο υλικά όπως η ζάχαρη, τα καρύδια και το μέλι λόγω των Χριστουγεννιάτικων γλυκών, ενώ το ελαιόλαδο έχει απογειωθεί με πάνω από 50% αύξηση στην τιμή χονδρικής, δεν είναι εύκολη η κατάσταση με αυτό το είδος».
Παρόλαυτα, η κ. Κουκουμέρια τονίζει ότι στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας στην τρέχουσα χρονιά έκλεισαν 20-25 αρτοποιεία, πολύ λιγότερα από ό,τι το 2022, ωστόσο δεν άνοιξε κανένα καινούριο.
Σε σχέση με την κινητικότητα στα Χριστουγεννιάτικα γλυκά, πάντως, η κ. Κουκουμέρια θεωρεί ότι θα υπάρξει μια αύξηση της τάξης του 7-8% στην κατανάλωση, παρά την ελαφρά άνοδο στις τιμές. «Φέτος οι τιμές κυμαίνονται από 12-15 ευρώ το κιλό ανάλογα με το είδος και την προσθήκη υλικών όπως σοκολάτα κλπ, δηλαδή μια αύξηση 7-8% σε σχέση με πέρυσι. Θεωρούμε ότι θα έρθει ο κόσμος να αγοράσει από τα αρτοποιεία τα παραδοσιακά γλυκά και όχι από τα σούπερμάρκετ, καθώς στα μαγαζιά μας έχει τη βεβαιότητα ότι είναι φρέσκο και ότι ανανεώνεται ανά μερικές ημέρες».
Για την ίδια, το 2024 θα έχει παρόμοια προβλήματα για τους επιχειρηματίες του κλάδου, «ειδικά αν συνεχίσει η εμπόλεμη κατάσταση στο Ισραήλ, ενώ είμαστε σε αναμονή και για το φορολογικό νομοσχέδιο και το πώς θα επιδράσει αυτό επί της ουσίας στα καταστήματά μας».
Aξίζει να σημειωθεί ότι η κατάσταση και το 2022 ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τα αρτοποιεία ανά την Ελλάδα. Τότε, είχαν προσεγγίσει τα 200 τα αρτοποιεία που έχουν βάλει λουκέτο για οικονομικούς λόγους, λόγω συνταξιοδότησης ή λόγω μη διάδοχης κατάστασης. Εξάλλου, ήταν γύρω στο 15% τα συσσωρευμένα χρέη και ζημιές, με αποτέλεσμα αρκετοί επιχειρηματίες του κλάδου ήταν εκείνοι που σκέπτονταν ως διέξοδο, να αναστείλουν τη λειτουργία τους ή να βάλουν οριστικό λουκέτο. Οι συνθήκες που διαμορφώνονταν, τότε, στην αγορά, είχαν ως αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να οδηγούνται σε μείωση του προσωπικού, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις στο οριστικό κλείσιμο της επιχείρησης.
ΕΕΠΑΖ: Προτείνει λύση ενεργειακών κοινοτήτων
Το κόστος ενέργειας παραμένει «πληγή» για τη λειτουργία των επιχειρήσεων αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, αλλά και εστίασης γενικότερα, δύο και πλέον χρόνια μετά την έναρξη της διεθνούς ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης. Σε αυτό το θέμα στέκεται και η πρόσφατα ιδρυθείσα Ελληνική Ένωση Επιχειρήσεων Αρτοποιίας Ζαχαροπλαστικής (Ε.ΕΠ.Α.Ζ.), η οποία λειτουργεί στον κλάδο συμπληρωματικά με την Ομοσπονδία Αρτοποιών Ελλάδος, συσπειρώνοντας σημαντικά ονόματα του άρτου και της εστίασης όπως Βενέτης, Paul, Πιέτρης κά.
Σύμφωνα με σχετική πρόσφατη ενημέρωση, η Ελληνική Ένωση Επιχειρήσεων Αρτοποιίας Ζαχαροπλαστικής (Ε.ΕΠ.Α.Ζ.), πρότεινε να δοθεί η δυνατότητα στις επιχειρήσεις του κλάδου, όπως και της εστίασης γενικότερα, να ενταχθούν σε Ενεργειακές Κοινότητες, αξιοποιώντας το νέο θεσμικό πλαίσιο που ισχύει. Με αυτόν τον τρόπο, οι επιχειρήσεις θα έχουν την δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις καθαρές πηγές ενέργειας, το κόστος παραγωγής των οποίων μειώνεται συνεχώς, και έτσι να εξασφαλίσουν σταθερότητα τιμών, με παράλληλο αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό όφελος. Για να γίνει αυτό, όμως, απαιτούνται παρεμβάσεις από τις αρμόδιες Αρχές της Πολιτείας, ώστε το ισχύον, σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, να συμπληρωθεί και να προσαρμοστεί στις ανάγκες που έχουν προκύψει, δίνοντας αυτή τη δυνατότητα σε περισσότερους καταναλωτές, ανεξαρτήτως μεγέθους και χαρακτηριστικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ε.ΕΠ.Α.Ζ. βρίσκεται ήδη σε συζητήσεις με εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο των Ενεργειακών Κοινοτήτων,
αναζητώντας βέλτιστες λύσεις και πρακτικές που μπορούν να βρουν επωφελή εφαρμογή στον κλάδο, χωρίς να υπάρχει, ακόμα, κάποια νέα ενημέρωση για το έδαφος που βρήκε η συγκεκριμένη πρόταση...