Όσο οι τιμές των προϊόντων, ειδικά των φρούτων και των λαχανικών, τους τελευταίους μήνες παίρνουν την ανιούσα, τόσο περισσότερο οι καταναλωτές ακούνε περί ‘’μεσαζόντων’’, ή σε άλλα λόγια των ενδιάμεσων χονδρεμπόρων, οι οποίοι αναλαμβάνουν το ρόλο ανάμεσα στον παραγωγό και στον αγοραστή, με πιθανότητα, κάποιες φορές ‘’ενίσχυσης’’, παραπάνω από το κανονικό, των τιμών.
Κατά φορείς της αγοράς, ωστόσο, ο συγκεκριμένος ρόλος είναι απαραίτητος, με στόχο να διατηρείται ο ανταγωνισμός, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις, οι, όσο το δυνατόν, χαμηλές τιμές στα προϊόντα.
Όταν, δε, σημειώνονται παραβατικές συμπεριφορές, καθώς είναι πιθανό να λαμβάνουν χώρα κάποια τέτοια περιστατικά, «υπάρχουν και τα πρόστιμα» αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι σημαντικό σήμερα περισσότερο από ποτέ, ο καταναλωτής, πλέον, να κάνει έρευνα αγοράς, προκειμένου να βρίσκει τα κατάλληλα για αυτόν, ποιοτικά προϊόντα σε συμφέρουσα τιμή.
Για τον ρόλο των «μεσαζόντων» ή, όπως ανέφερε, για τους ενδιάμεσους εμπόρους που δραστηριοποιούνται ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή μίλησε στο BusinessNews.gr ο κ. Απόστολος Αποστολάκος, CEO της ΟΚΑΑ: «Για να καταλάβουμε λίγο την έννοια των ενδιάμεσων χονδρεμπόρων θα σας έλεγα ότι κανένας δεν αγοράζει αυτοκίνητο απευθείας από την αυτοκινητοβιομηχανία, κανένας δεν παίρνει φάρμακο απευθείας από την φαρμακοβιομηχανία ή ρούχα κατευθείαν από την βιομηχανία που τα παράγει. Για να δώσουμε τον νέο ορισμό του χονδρεμπόρου που κάνει αυτή τη δουλειά, ο παραγωγός που παράγει τα προϊόντα και συνήθως τα πουλάει στο χωράφι, χωρίς συσκευασία, δεν τα έχει διαλέξει όμως, δεν έχει κάνει τον ποιοτικό έλεγχο τους, αυτό είναι κάτι που το κάνει ο χονδρέμπορος. Από τον παραγωγό και μετά, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα της συσκευασίας, της τυποποίησης, της διαλογής, την κατάταξης σε μεγέθη και ποιότητες και όλο αυτό το ενδιάμεσο το αναλαμβάνει ένας έμπορος. Αυτός ο έμπορος φροντίζει να εξασφαλίσει τη διαθεσιμότητα, να δεσμευθεί στον επαγγελματία αγοραστή για την ποιότητα και τελικά να έχει και την ευθύνη αν κάτι ήταν άσχημο ποιοτικά και πλήρως συμμορφωμένο με τη νομοθεσία. Πρόκειται για επιχειρήσεις που έχουν μάθει να ζουν με περιθώρια χονδρικής, με κέρδη και ζημίες».
Ο κ. Αποστολάκος αναφέρθηκε στην ανάγκη για πιο υπεύθυνη στάση από πλευράς καταναλωτών, προκειμένου να επιλέγουν προϊόντα ποιοτικά σε όσο το δυνατόν καλύτερες τιμές: «Σε αυτό το πλαίσιο, όλοι έχουμε την τάση στη Ελλάδα να μεταφέρουμε ευθύνες σε ένα πριν ή μετά στάδιο για τις ακριβές τιμές. Το θέμα είναι να αποκτήσουμε όλοι μια υπεύθυνη στάση σε σχέση με τις αγορές μας. Τα μεγάλα κεντρικά σημεία όπως η Λαχαναγορά του Ρέντη είναι στους καθημερινούς ελέγχους των υπηρεσιών του Υπουργείου Ανάπτυξης και μάλιστα κατά καιρούς έχουν επιβληθεί και πρόστιμα σε επιχειρήσεις γιατί όπως και στην κοινωνία, μεμονωμένες παραβατικές συμπεριφορές μπορεί να υπάρξουν. Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουν οι καταναλωτές είναι ότι ο πολύ μεγάλος ανταγωνισμός στις Κεντρικές Αγορές και οι συνεχείς έλεγχοι δεν επιτρέπουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις στην αγορά. Οι ενδιάμεσοι χονδρέμποροι, αν μπορούμε να τους πούμε έτσι, οι έμποροι που λειτουργούν μεσολαβητικά ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές βοηθούν και στις καλές πλευρές και στις κακές πλευρές της αγοράς. Όμως, όταν ένα πρόβλημα αναδεικνύεται, τότε γίνεται προσπάθεια μετάθεσης ευθύνης από τους καταναλωτές στους προηγούμενους κρίκους της αλυσίδας».
Οι κεντρικές αγορές, σύμφωνα με τον κ. Αποστολάκο, διαθέτουν πληθώρα τιμών και προϊόντων για όλα τα βαλάντια, ενώ η έρευνα αγοράς θα πρέπει να είναι απαραίτητη για τους καταναλωτές: «Ζούμε στην εποχή που κάποιος μπορεί να βρει ντομάτες με 1.90 αλλά και 1.20 ευρώ το κιλό, πατάτες Κύπρου με 1.40 και Γαλλίας με 0.80, πλέον οι επιχειρήσεις έχουν προσαρμοστεί στο περιβάλλον που απαιτεί χαμηλότερες τιμές και μεγάλη ποικιλία. Όσες δεν το κάνουν, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα περιθωριοποιηθούν. Για να ελεγχθούν οι τιμές για εμάς τους καταναλωτές χρειάζεται διαφάνεια, διαθεσιμότητα και επάρκεια, έλεγχοι και τιμωρίες. Αν δεν υπάρχουν όλα αυτά, αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να κρατηθούν οι τιμές σε λογικό επίπεδο. Είναι σημαντικό ο καταναλωτής να ρωτάει, να βεβαιώνεται, να κάνει έρευνα αγοράς».
ΠΟΣΠΛΑ: Υπήρξε άνοδος των τιμών το φθινόπωρο
Σε παρόμοιο μήκος κύματος και η τοποθέτηση ενός ακόμα στελέχους του ευρύτερου κλάδου των λαϊκών αγορών: Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πωλητών Λαϊκών Αγορών, ΠΟΣΠΛΑ, κ. Δημήτρη Μουλιάτο «μεσάζοντες δεν υπάρχουν στις λαϊκές αγορές. Η λαική αγορά στην Ελλάδα απαρτίζεται από τους παραγωγούς και τους επαγγελματίες πωλητές. Ανάμεσά τους υπάρχει συνεργασία και ανταγωνισμός και αυτό είναι που κατορθώνει να κρατάει τις τιμές χαμηλά. Αν τώρα αποκαλούμε μεσάζοντες, τους ανθρώπους που λειτουργούν ως ‘’ιμάντες’’ ανάμεσα στους παραγωγούς και τους πωλητές, τότε να σας πω ότι πρέπει να υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι για να κάνουν την ενδιάμεση δουλειά: Να κάνουν, τη συγκομιδή, να ψύξουν τα προϊόντα, να τα μεταφέρουν. Αυτή η δουλειά, όπως αντιλαμβάνεστε, στοιχίζει, αλλά όχι τόσο πολύ που να επηρεάζει τις τιμές στις λαϊκές αγορές».
Κατά τον κ. Μουλιάτο, υπήρξε μια άνοδος στις αρχές του φθινοπώρου, αλλά έχει υπάρξει διόρθωση «Κάποια αύξηση που μπορεί να παίρνουν κάποια προϊόντα, τα οποία είναι ελλειπτικά και είναι λογικό, καθώς η αγορά λειτουργεί με όρους προσφοράς και ζήτησης.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, το γεγονός ότι πλέον έχουν αλλάξει οι διατροφικές συνηθειες των Ελλήνων, αλλά και η επίδραση της κλιματικής αλλαγής παίζουν το δικό τους ρόλο στις τιμές των λαϊκών αγορών: «Ο Έλληνας πλέον θέλει να φάει καρπούζι τα Χριστούγεννα. Έχουν αλλάξει οι διατροφικές μας συνήθειες και αυτό με κάποιον τρόπο το πληρώνουμε. Αν θέλεις να φας κεράσια τον χειμώνα, είναι λογικό να τα πληρώσεις παραπάνω από ό,τι θα τα πλήρωνες το καλοκαίρι».
Κατά στελέχη της αγοράς των λαϊκών αγορών, εξάλλου, σημαντικό ρόλο στην άνοδο των τιμών τους τελευταίους μήνες έχουν παίξει και οι αυξήσεις σε ενέργεια και καύσιμα, που επηρεάζουν την τελική τιμή λιανικής προς τον καταναλωτή.