Κατά το οικονομικό έτος 1/7/22 – 30/6/23 η Σόγια Ελλάς κατέγραψε τζίρο 492,88 εκατ ευρώ, αυξημένο κατά 5,33% σε σχέση με τα 467,92 εκατ ευρώ της χρήσης 1/7/21-30/6/22. Το καθαρό κέρδος προ φόρων όμως στην χρήση 23/23 ανήλθε σε 12,80 εκατ. ευρώ μειωμένο κατά 33,40 % σε σχέση με τα 19,22 εκατ. ευρώ της χρήσης 21/22. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η εταιρεία στην τελευταία οικονομική της έκθεση η σημαντική αυτή πτώση των καθαρών κερδών «κυρίως οφείλεται στην κατά € 4,73 εκ. πτώση του μεικτού κέρδους από € 31,94 εκ. το 21/22 σε € 27,21 το 22/23 και κατά δεύτερον στην μεγάλη αύξηση των χρηματοοικονομικών εξόδων κατά € 2,38 εκ.».
Τι συνέβη με τα έξοδα
Αναλυτικότερα η εταιρεία σημειώνει τα εξής: «Η αύξηση των χρηματοοικονομικών εξόδων δικαιολογείται απολύτως από την σημαντική αύξηση των επιτοκίων του Δολλαρίου και του Ευρώ σε συνδυασμό με τον αυξημένο τζίρο και συνεπώς τις αυξημένες αγορές. Ως προς την μείωση του μεικτού κέρδους σημειώνουμε ότι εξηγείται από την τελείως διαφορετική συμπεριφορά των τιμών των πρώτων υλών και εμπορευμάτων την 1/7/22-30/6/23 έναντι της αντίστοιχης περυσινής περιόδου. Συγκεκριμένα το οικονομικό έτος 1/7/21 – 30/6/22 και ιδιαίτερα το δεύτερο εξάμηνο είχαμε – κυρίως λόγω του πολέμου στην Ουκρανία – μια εντονότατα αυξητική τάση των τιμών των σπορελαίων, των ελαιούχων σπόρων (κυρίως ηλιοσπόρου και κραμβοσπόρου) καθώς και των δημητριακών με αποτέλεσμα την σημαντική κερδοφορία εκ του γεγονότος και μόνο ότι οι αγορές προηγούντο των πωλήσεων. Αντίθετα, στην χρήση 1/7/22 – 30/6/23 οι τιμές παρέμειναν αυξημένες αλλά σταθερές κατά το πρώτο εξάμηνο και κατά το δεύτερο εξάμηνο είχαμε σημαντική πτωτική τάση ιδιαίτερα στις τιμές των σπορελαίων αλλά και των δημητριακών»
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η εταιρεία κατέγραψε μείωση των εξόδων διοίκησης και εξόδων πωλήσεων ακόμη και σε απόλυτα μεγέθη (€ 4,55 εκ. και € 4,76 εκ. αντιστοίχως έναντι των € 4,80 εκ. και € 5,04 εκ. του 21/22) ενώ επίσης σημείωσε μείωση των αποθεμάτων κατά € 10,72 εκ και την μείωση των εμπορικών απαιτήσεων κατά € 20 εκ, καθώς και μείωση του χρεωστικού ΦΠΑ κατά € 4 εκ.
55,2 εκατ. ευρώ δανειακές υποχρεώσεις
Αναφοράς χρήζει επίσης το γεγονός πως την 30η Ιουνίου 2023, οι δανειακές υποχρεώσεις της εταιρείας ήταν 55,2.εκ. ευρώ. Ειδικότερα ο μακροπρόθεσμος δανεισμός της εταιρείας ήταν 13 εκ. ευρώ, ενώ ο βραχυπρόθεσμος ήταν 42,2 εκ. ευρώ., με κυμαινόμενο επιτόκιο με βάση το Euribor.
Ικανοποιητική η τρέχουσα χρήση
,Με ημερομηνία αναφοράς τα τέλη Νοεμβρίου 2023, η διοίκηση της εταιρείας σημειώνει πως η τρέχουσα χρήση 1/7/23 – 30/6/24 εξελίσσεται μέχρι στιγμής ικανοποιητικά. «Οι διακυμάνσεις των τιμών έχουν μειωθεί και οι τιμές των σπορελαίων εμφανίζουν ελαφρά αυξητική τάση. Οι πωλήσεις δημητριακών κατ’ όγκον είναι ιδιαίτερα αυξημένες με ικανοποιητικό ανά τόνο κέρδος. Επίσης αυξημένες είναι οι κατ’ όγκον πωλήσεις σπορελαίων, τροπικών ελαίων καθώς και ηλιαλεύρου και κραμβαλεύρου. Σε γενικές γραμμές τόσο η σχετική εξομάλυνσις των τιμών όσο και η σημαντική μείωση του ηλεκτρικού ρεύματος έναντι του αντίστοιχου τετραμήνου Ιουλίου/Οκτωβρίου του 2022 και η συνεπαγόμενη μείωση του κόστους παραγωγής, συμβάλλουν στην μέχρι στιγμής ομαλή και κερδοφόρο πορεία της εταιρείας, με μόνη εξαίρεση την εγχώρια αγορά ελαιόλαδου η οποία είναι ιδιαίτερα δυσλειτουργική λόγω της πολύ χαμηλής εγχώριας παραγωγής και των πολύ υψηλών τιμών» αναφέρεται χαρακτηριστικά στις οικονομικές καταστάσεις.
Επίσης, όμως, σημειώνεται πως είναι επιβεβλημένο να τονιστεί ότι «αφενός από την φύση της εταιρείας ως εντάσεως διεθνών πρώτων υλών και εμπορευμάτων με σημαντικές χρηματιστηριακές διακυμάνσεις αφ’ ετέρου εξαιτίας των διεθνών γεωπολιτικών συνθηκών (συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία, ο πόλεμος στην Γάζα) οποιαδήποτε πρόβλεψη την μελλοντική πορεία της εταιρείας για την τρέχουσα χρήση είναι παρακινδυνευμένη»
Ποια είναι η Σόγια Ελλάς
Η Σόγια Ελλάς ιδρύθηκε το 1976 και έκτοτε, διέγραψε μια συνεχή ανοδική πορεία και καθιερώθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες στο χώρο των τροφίμων και των αγροτικών πρώτων υλών. Δραστηριοποιείται κυρίως στην εμπορία δημητριακών και στη βιομηχανοποίηση ελαιούχων σπόρων με την έδρα της να είναι στην οδό Βουκουρεστίου στην Αθήνα και την παραγωγική της μονάδα και τις κεντρικές της αποθήκες να βρίσκονται στα Ψαχνά Ευβοίας. Προμηθεύει ένα μεγάλο φάσμα επιχειρηματικών κλάδων και συγκεκριμένα βιομηχανίες και βιοτεχνίες τροφίμων, πτηνοτροφικές και κτηνοτροφικές επιχειρήσεις, ιχθυοκαλλιέργειες, βιομηχανίες ζωοτροφών, χημικές βιομηχανίες και βιομηχανίες βιοενέργειας.