Τι και αν η ανθρωπότητα έχει ζήσει παγκοσμίους πολέμους, πανδημίες και ενεργειακές κρίσεις, η τιμή του μανιταριού παραμένει ίδια από το 1926, τονίζει αποκλειστικά στο BusinessNews.gr o συνιδρυτής της εταιρείας παραγωγής μανιταριών αλλά και υποστρωμάτων Μανιτάρια Δίρφυς, Λευτέρης Λαχουβάρης.
H «Μανιτάρια Δίρφυς» ιδρύθηκε το 2003 από δυο γεωπόνους συμφοιτητές, τον Λευτέρη Λαχουβάρη και τον Θανάση Μαστρογιάννη, απόφοιτους του τμήματος Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Αθηνών οι οποίοι έχουν εξειδικευτεί στην μυκητολογία και δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στο χώρο των μανιταριών από το 1995. Η εταιρεία ξεκίνησε τις δραστηριότητές της το Μάρτη του 2004, με την εγκατάσταση της μονάδας παραγωγής υποστρωμάτων και τη δημιουργία του πρώτου δορυφορικού συστήματος καλλιέργειας μανιταριών στην Ελλάδα, ενώ το 2006 εισήλθε στην παραγωγή μανιταριών πλευρώτους και λεντινούλα.
Η εισαγωγή μανιταριών πλευρώτους στην Ελλάδα είναι μηδενική μας ενημερώνει ο συνιδιοκτήτης της «Μανιτάρια Δίρφυς», κ. Λαχουβάρης στο businessnews.gr. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην ιδέα των δυο γεωπόνων, όταν ξεκινούσαν την επιχείρηση, να επενδύσουν στην παραγωγή υποστρωμάτων καλλιέργειας μανιταριών, με τα οποία προμήθευσαν τους μεγαλύτερους εγχώριους παραγωγούς στη χώρα με αποτέλεσμα την πλήρη αυτάρκεια της εγχώριας αγοράς από αυτό το είδος μανιταριού.
Η εταιρεία έχει πλέον τη δυνατότητα να παράγει 600.000 υποστρώματα των 18 κιλών ετησίως και τροφοδοτεί συνεχώς από το 2004 το 70% των Ελλήνων παραγωγών μανιταριών πλευρώτους. Το κάθε υπόστρωμα αξίζει περίπου 3,5 ευρώ.
Εκτός των υποστρωμάτων, η εταιρεία παρήγαγε για το 2022 και 140 τόνους μανιταριών, πλευρώτους, σιτάκε, και λεντινούλα καλύπτοντας περίπου το 35% της εγχώριας αγοράς.
Καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας της έχει διακριθεί με 10 βραβεύσεις για τα προϊόντας της, τροφοδοτεί μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, τους μεγαλύτερους χονδρέμπορους της χώρας, εστιατόρια, ξενοδοχεία και παράλληλα εξάγει τα προϊόντα της, τα οποία ανέρχονται σε 120, στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ισραήλ.
Η εταιρεία από το 2014 μέχρι και σήμερα σημειώνει σταθερή αύξηση του τζίρου της. Το 2014 ο κύκλος εργασιών της ανερχόταν στα 1.884.348 ευρώ και για το 2022 ο τζίρος της έκλεισε στα 3.337.805 ευρώ. Η άνοδος αυτή του τζίρου από το 2014 υπολογίζεται στα 77,1% ενώ σε σύγκριση με το 2021 ο τζίρος της εταιρείας αυξήθηκε κατά 6,1%. Τα EBIDTA της εταιρείας ανήλθαν στα 209.080 ευρώ το 2021, αλλά το 2022 μειώθηκαν στα 177.520 ευρώ.
Σχολιάζοντας την αγορά μανιταριών ο κ. Λαχουβάρης δήλωσε: «Το μανιτάρι είναι το μοναδικό προϊόν παγκοσμίως που από το 1926 δεν έχει αλλάξει η τιμή του. Πριν το ευρώ η αξία του ήταν περίπου στις 1300-1400 δραχμές ενώ μετά την είσοδο της χώρας στο «Ευρώ» και ενώ όλα τα προϊόντα αυξήθηκαν 3 και 4 φορές, το μανιτάρι παρέμεινε κοντά στα 3,5 ευρώ το κιλό. Το μοναδικό αυτό γεγονός οφείλεται στην κυριαρχία της Πολωνίας στην ελληνική αγορά μανιταριών που ανέκαθεν αποτελούσε το μεγαλύτερο εισαγωγέα λευκών μανιταριών στη χώρα, και η οποία δεν άλλαξε ποτέ τις τιμές της, και στο γεγονός πως ποτέ στη βιομηχανία των μανιταριών δεν ενεπλάκησαν τεράστιες εταιρίες και συμφέροντα τα οποία θα μπορούσαν δυνητικά να αλλάξουν τα δεδομένα των τιμών στα μανιτάρια.»
H αγορά μανιταριών στην Ελλάδα
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022, το κάθε νοικοκυριό ξοδεύει 0,85 ευρώ μηνιαίως για την κατανάλωση μανιταριών, ποσό που αντιστοιχεί ετησίως σε 41.227.814 ευρώ δεδομένου των 4.110.374 συνολικών νοικοκυριών στη χώρα, ενώ υπολογίζεται ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση ανέρχεται στα 750 γραμμάρια/έτος, ενώ στη Γαλλία στα 2,5 κιλά/έτος, γεγονός που υποδεικνύει τη μικρή σχετικά ελληνική αγορά μανιταριών.
Η ελληνική αγορά μανιταριών χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των εισαγόμενων από την Πολωνία λευκών μανιταριών, τα οποία ανέρχονται μεταξύ 8 και 12 τόνων από το 2014 έως το 2021 και την πλήρη κάλυψη της ζήτησης για μανιτάρια πλευρώτους από την εγχώρια παραγωγή.
Η αυτάρκεια στα μανιτάρια πλευρώτους στην εγχώρια αγορά προέκυψε από την ιδέα της εταιρείας «Μανιτάρια Δίρφυς» να επενδύσουν όχι μόνο στην παραγωγή μανιταριών αλλά και στην παραγωγή υποστρωμάτων καλλιέργειας μανιταριών με τα οποία τροφοδότησαν τις λιγοστές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στα μανιτάρια, η παραγωγή των οποίων ωστόσο είναι αρκετή για να καλύψει την εγχώρια ζήτηση.
Ενώ οι εισαγωγές μανιταριών από την Πολωνία είναι σχετικά σταθερές, η εγχώρια παραγωγή χαρακτηρίζεται από τεράστιες διακυμάνσεις εξαιτίας της αστάθειας της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία αλλά και του Covid-19.
Σημειώνεται μια κατακόρυφη πτώση άνω του 50% στην παραγωγή το έτος 2016 σε σχέση με το 2015, γεγονός που εξηγείται στη μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που μειώνονται εξίσου παραπάνω από το ήμισυ. Αυτό συνεπάγεται πως μέσα σε ένα έτος έκλεισαν εταιρίες που αντιπροσώπευαν σχεδόν τη μισή παραγωγική δύναμη της χώρας.
Η μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων συνεχίζεται και το 2017, κατά 100 περίπου στρέμματα. Το γεγονός αυτό όμως δεν συνδυάστηκε και με μείωση της παραγωγής αλλά τουναντίον με κατακόρυφη αύξηση. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο αποδίδεται στην αποδοτικότητα των εναπομεινάντων εταιρειών στην εγχώρια αγορά, οι οποίες αφού άντεξαν στις δυσμενείς συνθήκες της οικονομικής αστάθειας κατόρθωσαν να καλύψουν το κενό στην εγχώρια αγορά με επενδυτικά σχέδια επέκτασης των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων.
Το 2018 οι επιδόσεις της εγχώριας παραγωγής έφτασαν τους αριθμούς του 2014 ενώ το 2019, αν και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι οι μικρότερες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή τριπλασιάστηκε μέσα σε ένα έτος φτάνοντας στον αριθμό ρεκόρ των 20.567 τόνων.
Όμως το 2020, τη χρονιά που εμφανίστηκε ο κορονοϊός και η επιβολή της καραντίνας παγκοσμίως, η εγχώρια παραγωγή σημείωσε «βουτιά» καταγράφοντας μείωση της τάξης του 70% και 5.974 τόνους. Παρόλα αυτά, μέσα σε ένα έτος αλλά ακόμα μέσα στο πλαίσιο της καραντίνας και του κορονοϊού, η παραγωγή αυξήθηκε περίπου 65% φτάνοντας τους 10.427 τόνους.
To κενό στην παραγωγή λευκών μανιταριών καλύπτεται από εισαγωγές που το 2021 έφτασαν σε αξία τα 20,3 εκατ. ευρώ και τους 12.500 τόνους, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Το 2022 η αξία των εισαγόμενων μανιταριών ανήλθε στα 24,4 εκατ. ευρώ καθώς αυξήθηκε και ο όγκος των εισηγμένων μανιταριών κατά περίπου 2.000 τόνους φτάνοντας τους 14.200 τόνους. Μέχρι το 2020 υπάρχει σταθερός όγκος εισαγόμενων μανιταριών (8-11.000 τόνοι) αλλά μέσα σε δύο χρόνια ο όγκος αυτός ανεβαίνει περίπου 50%, εξαιτίας του Covid-19 που πλήττει την εγχώρια παραγωγή και την καλύπτουν οι εισαγωγές
Ο μεγαλύτερος προμηθευτής της χώρας μας είναι με διαφορά η Πολωνία, η οποία το 2022 έφερε συνολικά στη χώρα πάνω από 13.700 τόνους, κυρίως λευκών, μανιταριών τα οποία αξίζουν σχεδόν 22,6 εκατ. ευρώ, κατέχοντας εν ολίγης το μονοπώλιο στην ελληνική αγορά λευκών μανιταριών. Σε ποσοστά η Πολωνία τροφοδοτεί το 96,4% των συνολικών εισαγόμενων μανιταριών. Έπειτα, ως προς τον όγκο ακολουθεί η Ολλανδία, από την οποία εισάγουμε 211.257 κιλά μανιταριών αξίας 613.945 ευρώ και την τριάδα κλείνει η Ιταλία με 182.548 κιλά, αξίας 747.618 ευρώ.
Με βάση τα μέχρι πιο πρόσφατα στοιχεία που διαθέτουμε (2021) η αξία της εγχώριας παραγωγής μανιταριών ανέρχεται κατά προσέγγιση στα 40 εκατ. ευρώ και σε συνδυασμό με τις εισαγωγές που ανέρχονται σε αξία περίπου τα 20 εκατ. ευρώ (το 2021) και τα 24 εκατ. ευρώ το 2022 η ετήσια εγχώρια αγορά μανιταριών ανέρχεται περίπου στα 60-70 εκατ. ευρώ. Σε σύγκριση με τα υπολογισμένα από την ΕΛΣΤΑΤ δεδομένα για την εγχώρια κατανάλωση, υπολογίζουμε ότι το 1/3 της κατανάλωσης μανιταριών στη χώρα προέρχεται από τον τουρισμό. Η αύξηση του τουρισμού μετά το τέλος της πανδημίας προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη ζήτηση, κάτι που φάνηκε και από την μεγάλη αύξηση των εισαγωγών το 2022 σε σχέση με τις χρονιές της πανδημίας. Παρόλο που δε διαθέτουμε στοιχεία για την εγχώρια παραγωγή για το 2022, είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχει αυξηθεί κατακόρυφα, δεδομένου του τερματισμού της πανδημίας και την κανονική λειτουργία του τουρισμού.
Σύμφωνα με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για το έτος 2021, η μεγαλύτερη παραγωγή μανιταριών στη χώρα μας σημειώνεται στην Κεντρική Μακεδονία, όπου παράγεται το 50% σχεδόν του συνόλου των μανιταριών στη χώρα. Συγκεκριμένα, διακρίνονται στο Νομό Πιερίας η εταιρεία «Μανιτάρια Κολινδρού» και στο Κιλκίς η «Μανιτάρια Κεχαγιά». Ακολουθούν σε συνεισφορά στο Νομό Κορινθίας, η «Μανιτάρια Κορινθίας», στο Νομό Ευβοίας η «Μανιτάρια Δίρφυς» και στο Ρέθυμνο η «Culta Terra»
Στο Νομό Ρεθύμνου για την παραγωγή μανιταριών δραστηριοποιείται η εταιρεία Culta Terra, της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο Φίλιππος Μαρκάκης. Ο κ. Μαρκάκης, μιλώντας στο businessnews.gr, αναφέρθηκε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί μανιταριών στη χώρα. Η Culta Terra, η οποία παρήγαγε περίπου 40 τόνους μανιτάρια το 2022, σύμφωνα με τον κ. Μαρκάκη, έφτασε φέτος τους 50 τόνους ενώ ο κύκλος εργασιών της εταιρείας έφτασε περίπου τις 350.000 ευρώ. Όπως σημειώνει ο κ. Μαρκάκης, παρά τον σχεδόν διπλασιασμό του τζίρου του από το 2019 μέχρι σήμερα τα κέρδη της εταιρείας είναι λιγότερα από αυτά του 2019 λόγω των συνεχών αυξήσεων στα κόστη.
Ο κ. Μαρκάκης απαντώντας σε σχετική ερώτηση για την κατακόρυφη πτώση της παραγωγής που σημειώνεται από το 2015 και μετά σε όλο το κλάδο δήλωσε: «Η εταιρεία μας άνοιξε το 2015, αλλά από εκεί και έπειτα οι επιχειρήσεις του κλάδου αντιμετώπιζαν τις συνέπειες της αστάθειας της οικονομίας, έπειτα τις επιπτώσεις του Covid-19 και τώρα αυτές της ακρίβειας σε συνδυασμό πάντα με τους φυσικούς κινδύνους. Εξαιτίας των δυνατών ανέμων καταστράφηκαν κάποια θερμοκήπιά μου και αναγκάστηκα να πετάξω 2 τόνους μανιτάρια μέσα σε 15 μέρες».
Η Culta Terra τροφοδοτεί σούπερ μάρκετ, χονδρέμπορους αλλά και εστιατόρια τόσο στη Κρήτη όσο και στην Αθήνα αλλά δεν εισάγει από το εξωτερικό προϊόντα μανιταριών. Η τιμή πώλησης στη χονδρική ανέρχεται στα συσκευασμένα φρέσκα μανιτάρια του μισού κιλού τα 1,75 ευρώ.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, βλέπει η παραγωγή να επανέρχεται στα προ κορονοϊού επίπεδα, όμως τα περιθώρια κέρδους θα παραμείνουν μικρά καθώς η επιχείρηση επωμίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική.
«Η αύξηση του κόστους είναι ανυπόφορη ενώ ο κατανομή του βάρους των εξόδων κατανέμεται άνισα και αν συνεχιστεί έτσι η κατάσταση θα οδηγηθούμε σε λουκέτο» τόνισε ο Φίλιππος Μαρκάκης.