«Με βήματα σοβαρά και σταθερά προσπαθούμε να ξαναπάρουμε το μερίδιο που μας αξίζει», δήλωσε η πρόεδρος της ιστορικής γαλακτοβιομηχανίας ΜΕΒΓΑΛ, Μαίρη Χατζάκου, στο περιθώριο εκδήλωσης της EY Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της οποίας έλαβε το Βραβείο Επιχειρηματικής Ανθεκτικότητας.
Οχτώ περίπου χρόνια μετά την επιστροφή της Μαίρης Χατζάκου στο τιμόνι της ΜΕΒΓΑΛ, εκεί όπου είχε επιστρέψει το 2016 ύστερα από 10 χρόνια απουσίας, απουσία, όχι ηθελημένη αλλά λόγω της αποπομπής της το 2006 από τη διοίκηση της εταιρείας, η βορειοελλαδίτικη γαλακτοβιομηχανία φαίνεται ότι έχει επανέλθει πλήρως.
Σύμφωνα με την ίδια, το 2023 έκλεισε για την εταιρεία με τζίρο ύψους 185 εκατ. ευρώ, έναντι τζίρου 153 εκατ. ευρώ το 2022. «Το 2006 άφησα την εταιρεία με τζίρο 179 εκατ. ευρώ και σήμερα είναι με 185 εκατ. ευρώ», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πώς η «η ΜΕΒΓΑΛ σαν εταιρεία ταλαιπωρήθηκε επειδή υπήρξαν οικογενειακές έριδες. Το 2016 που επιστρέψαμε σαν οικογένεια, επαναφέραμε τζίρο και εξαγωγές».
Αναφερόμενη στα επενδυτικά σχέδια της εταιρείας είπε ότι η ΜΕΒΓΑΛ εστιάζει στην περαιτέρω ενδυνάμωση της παρουσίας της στις διεθνείς αγορές, καθώς και στη διείσδυση σε νέες αγορές και κανάλια διανομής. Οι εξαγωγές της άλλωστε ανέρχονται πλέον στο 38% του συνολικού κύκλου εργασιών της. «Εκτός από τις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές αγορές, ανοίγονται συνεχώς καινούριες αγορές στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Ασία και δη την Ινδία», όπως εξήγησε.
Η γαλακτοβιομηχανία έχει αναπτύξει εξαγωγική δραστηριότητα από το 1985 και πλέον εξάγει τα προϊόντα της σε 35 χώρες του κόσμου. «Μόνο στην Ιταλία, το μερίδιο αγοράς μας στο γιαούρτι ξεπερνά το 7%», συμπλήρωσε, για να επισημάνει πως «πλέον τα ελληνικά προϊόντα τα γνωρίζει ο κόσμος και αρέσουν πολύ. Τα εθνικά προϊόντα είναι η περιουσία της χώρας».
Σε ό,τι αφορά την ελληνική αγορά, εξήγησε πως η βαρύτητα έχει πέσει στο γιαούρτι και τα τυροκομικά προϊόντα. Προς αυτή την κατεύθυνση μάλιστα, ανοίγει τις πύλες του από το Σάββατο το νέο εργοστάσιο της εταιρείας για την παραγωγή φέτας, σε μια επένδυση ύψους 20 εκατ. ευρώ, που θα αποτελεί ένα από τα πιο σύγχρονα τυροκομεία των Βαλκανίων.
Η κ. Χατζάκη στάθηκε ιδιαιτέρως στο θέμα της φέτας, με αφορμή και τα διάφορα κρούσματα νοθείας, εκφράζοντας την ευχή η Ελλάδα να τιμά τη φέτα και άλλα εθνικά προϊόντα, όπως το ελαιόλαδο και το ούζο, καθώς αυτά αποτελούν «περιουσία της χώρας».
Η κυρία Χατζάκου εμφανίστηκε θετική στο ενδεχόμενο συνεργειών μεταξύ της ΜΕΒΓΑΛ και της ιστορικής σοκολατοποιίας ΙΟΝ. Όπως αποκάλυψε, πριν από λίγο καιρό η εταιρεία ξεκίνησε να παίρνει από την ΙΟΝ τα σοκολατομπαλάκια που συνοδεύουν τα παιδικά επιδόρπια γιαουρτιού που κυκλοφορεί. Μέχρι πρότινος, τα έπαιρνε από το εξωτερικό.
Άλλωστε ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος της ΙΟΝ είναι αντιπρόεδρος της ΜΕΒΓΑΛ με ένα ποσοστό λίγο πάνω από 21%. Ενώνοντας δυνάμεις το καλοκαίρι του 2021 με τη Μαίρη Χατζάκου, απέκτησαν το 43,2% της γαλακτοβιομηχανίας, όταν η ΔΕΛΤΑ, θυγατρική της Vivartia, προχώρησε σε αποεπένδυση από τη ΜΕΒΓΑΛ.
Η ΜΕΒΓΑΛ δραστηριοποιείται για περισσότερα από 70 χρόνια στη Μακεδονία – περιοχή η οποία καλύπτει το 75% του αγελαδινού γάλακτος που χρειάζεται η εταιρεία.
Η ΜΕΒΓΑΛ ιδρύθηκε το 1950 από τον Κωνσταντίνο Χατζάκο. Ως έμπνευση είχε τη μητέρα του και γιαγιά της σημερινής προέδρου της εταιρείας, η οποία πρόσφυγας από την Ανατολική Ρωμυλία λειτουργούσε μόνη της γαλακτοπωλείο που παρασκεύαζε γιαούρτι και ρυζόγαλο. Το διάστημα 2001-2006 η κυρία Χατζάκου είχε τα ηνία της επιχείρησης, ωστόσο οι έριδες μεταξύ των μετόχων, οδήγησαν στην έξοδό της από την εταιρεία.
Τα χρόνια που ακολούθησαν η εταιρεία είχε φθίνουσα πορεία και τα χρέη της αυξάνονταν. Η Μαίρη Χατζάκου επανήλθε το 2016 και ένα χρόνο αργότερα υπέγραψε συμφωνία αναδιάρθρωσης του δανεισμού με τις τράπεζες.